Απορρίπτει η Κουµουνδούρου κάθε ιδέα τροποποίησης του Συντάγµατος, ώστε η νέα εκλογική νοµοθεσία να ισχύσει από τις επόµενες και όχι τις µεθεπόµενες εκλογές, όπως προβλέπεται
Το θέμα της αλλαγής του εκλογικού νόµου, ιδίως εάν αυτή επιχειρηθεί να επιβληθεί µέσω της συνταγµατικής αναθεώρησης, όπως και η κατάργηση του πανεπιστηµιακού ασύλου, θα αποτελέσουν πεδία πολιτικής σύγκρουσης για τον ΣΥΡΙΖΑ. Την πολιτική διάσταση στο ζήτηµα του εκλογικού νόµου έδωσε άλλωστε σαφώς ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας στην τελευταία του οµιλία στη Βουλή, αποκλείοντας κάθε πιθανότητα να συναινέσει ο ΣΥΡΙΖΑ σε αλλαγή του άρθρου 54 του Συντάγµατος στην αναθεωρητική διαδικασία, ώστε ο νέος νόµος να εφαρµοστεί από τις επόµενες εκλογές και όχι από τις µεθεπόµενες, όπως προβλέπει το Σύνταγµα. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ξεκάθαρος λέγοντας: «Παιχνίδια θεσµικών ακροβασιών µε το Σύνταγµα να µην τα επιχειρήσετε, κύριε Μητσοτάκη… Λυπάµαι πολύ γι’ αυτούς που σας τα προτείνουν».
Μάλιστα επέδειξε και διάθεση πολιτικής συνεννόησης, σηµειώνοντας πως επειδή εγείρονται σοβαρά θεσµικά ζητήµατα, «εάν θέλετε συνεννόηση για το ποιο θα είναι το εκλογικό σύστηµα, είµαστε εδώ να το κουβεντιάσουµε». Η αντίληψη αυτή είναι κυρίαρχη στην Κουµουνδούρου, καθώς θεωρείται κραυγαλέα εργαλειοποίηση η απόπειρα να επιχειρήσει κανείς να διαµορφώσει το Σύνταγµα µε βάση την επιδίωξή του να αλλάξει τον εκλογικό νόµο και να τον εφαρµόσει µάλιστα από τις επόµενες εκλογές.
Επισηµαίνεται, µάλιστα, πως η προηγούµενη Βουλή δεν έδωσε «λευκές επιταγές» αλλά συγκεκριµένο περιεχόµενο στην αναθεωρητική διαδικασία. Τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ άλλωστε, που θεωρεί casus belli την ιδέα του συνταγµατικού bypass, έχει αναλυτικά εξηγήσει ο Γιώργος Κατρούγκαλος, ο οποίος ως συνταγµατολόγος έχει µιλήσει πολλές φορές για µια αναθεωρητική διαδικασία που πρέπει να γίνει στο πλαίσιο µιας ανοιχτής και όχι «κουτοπόνηρης» συζήτησης.
Η παράμετρος… ΚΙΝΑΛ
Στον ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν εντυπωσιακό το γεγονός ότι η σχετική «φιλολογία» και οι απόψεις αυτές προκρίνονται από την αρθρογραφία του συνταγµατολόγου Νίκου Αλιβιζάτου, ο οποίος την περιγράφει µάλιστα επακριβώς αναφέροντας πως ο κ. Μητσοτάκης «θα µπορούσε να επιδιώξει, µε τη συνδροµή της κυρίας Γεννηµατά (158+22=180 ψήφοι), να µειώσει την προβλεπόµενη πλειοψηφία από 200 σε 180 βουλευτές, ώστε αµέσως µετά Ν∆ και ΚΙΝΑΛ να προχωρήσουν στην αλλαγή και του εκλογικού νόµου».
Στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ θυµίζουν επίσης ότι ο πρώτος που αναφέρθηκε στο θέµα αµέσως µετά τις εκλογές της 7ης Ιουλίου ήταν ο Ανδρέας Λοβέρδος, περιγράφοντας ακριβώς το ίδιο σενάριο. Αλλωστε στον ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν πως «ορισµένα στελέχη του ΚΙΝΑΛ πράγµατι θα επεδίωκαν την επαναθεµελίωση µιας στρατηγικής σχέσης µε τη Ν∆ µέσω του εκλογικού νόµου». Πάντως στην Κουµουνδούρου εκτιµούν πως µια τέτοια εξέλιξη δεν µπορεί να θεωρηθεί δεδοµένη από την πλευρά του ΚΙΝΑΛ, ούτε πως η Κοινοβουλευτική Οµάδα αποτελούµενη από 22 βουλευτές θα στρατευτεί σε µια τέτοια προφανή µεθόδευση.
Ερωτηµατικό (και) για τον ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί ο ρόλος που θα παίξει στο συγκεκριµένο ζήτηµα ο πρώην πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου, ενώ διαφορετικές προσεγγίσεις στο συγκεκριµένο ζήτηµα έχουν και βουλευτές όπως ο Χάρης Καστανίδης και ο Γιώργος Καµίνης.
Οι συνταγματολόγοι
Μάλιστα, δεν σπανίζει και η επίκληση εκ µέρους στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ συνταγµατολόγων που έχουν αρθρογραφήσει δηµόσια επί του θέµατος, όπως για παράδειγµα ο καθηγητής Χαράλαµπος Ανθόπουλος, που κινείται ιδεολογικά και πολιτικά στον χώρο του ΚΙΝΑΛ. Σε πρόσφατη αρθρογραφία του, στις 17 Ιουλίου, ο Χ. Ανθόπουλος σηµειώνει ότι «η Αναθεωρητική Βουλή µπορεί να αποφασίσει ελεύθερα χωρίς να δεσµεύεται από την κατεύθυνση της πρώτης Βουλής, δεν έχει όµως την αρµοδιότητα να επεκταθεί στο θέµα των χρονικών και διαδικαστικών περιορισµών στην εφαρµογή του του νέου εκλογικού νόµου, αφού το άρθρο 54 παρ. 1 του Συντάγµατος είναι “ανοιχτό προς αναθεώρηση” µόνο για το εκλογικό σύστηµα καθαυτό και τα αναγκαίως συνδεδεµένα µε αυτό θέµατα … όχι όµως για όλα τα θέµατα στα οποία αναφέρεται».
Μνηµονεύεται επίσης η αρθρογραφία του Σπύρου Βλαχόπουλου, καθηγητή της Νοµικής Σχολής στο ΕΚΠΑ, που έχει επισηµάνει πως «η διάταξη του άρθρου 54 παρ. 1, όπως ισχύει σήµερα (σ.σ.: δηλαδή ότι για να ισχύσει νέος εκλογικός νόµος από την επόµενη εκλογή απαιτείται πλειοψηφία 200 βουλευτών), υπήρξε µία από τις θετικές καινοτοµίες της συνταγµατικής αναθεώρησης του 2001 και ψηφίστηκε µε ευρύτατη πλειοψηφία, ακριβώς προκειµένου να αποφεύγεται η διαµόρφωση του εκλογικού συστήµατος µε βάση τους εκλογικούς υπολογισµούς του εκάστοτε κυβερνώντος κόµµατος».
Ο ίδιος τονίζει, επίσης, ότι η αλλαγή του άρθρου 54 και ο ορισµός 180 βουλευτών αντί των 200 επιλύει «ένα πολιτικό πρόβληµα της τρέχουσας συγκυρίας µέσω της αναθεώρησης µιας επιτυχηµένης συνταγµατικής διάταξης», όµως «ενδεχοµένως να δηµιουργούµε προβλήµατα που δεν προβλέπουµε τώρα και δεν µπορούµε να θεραπεύσουµε πριν από την πάροδο µιας δεκαετίας. Σε ένα δε γενικότερο επίπεδο, η συνταγµατική θεωρία και πράξη µάς διδάσκουν ότι είναι ίσως προτιµότερο να προσαρµόζεται η πραγµατικότητα στο Σύνταγµα παρά το συνταγµατικό κείµενο στην πραγµατικότητα» καταλήγει ο καθηγητής.
Διαστρέβλωση και ιδεοληψία για το άσυλο
Ως ιδεοληψία της Νέας ∆ηµοκρατίας, που αντικειµενικά συκοφαντεί τα δηµόσια πανεπιστήµια, αντιλαµβάνεται ο ΣΥΡΙΖΑ τη βιασύνη της να προχωρήσει στην αλλαγή του νόµου για το πανεπιστηµιακό άσυλο. Στελέχη του κόµµατος επισηµαίνουν ότι η ισχύουσα νοµοθεσία επιτρέπει στην Αστυνοµία να παρεµβαίνει αυτεπάγγελτα για αυτόφωρα κακουργήµατα και οι πρυτανικές Aρχές µπορούν να ζητούν την παρέµβασή της για άλλα αδικήµατα.
Σηµειώνεται επίσης ότι την περίοδο που εφαρµόστηκε ανάλογη µε την προτεινόµενη σήµερα νοµοθεσία, από το 2010 έως το 2014, κάθε άλλο παρά εξαφάνισαν την παραβατικότητα στα πανεπιστήµια. Χαρακτηριστικά η τέως υφυπουργός Παιδείας, Μερόπη Τζούφη, υπογραµµίζει ότι η εµµονή της κυβέρνησης µε το άσυλο συνιστά «ιδεοληψία της Ν∆ προκειµένου να ικανοποιήσει τα συντηρητικά της ακροατήρια στο πλαίσιο του δόγµατος “νόµος και τάξη”»
Πηγή: Έθνος της Κυριακής