Σοβαρές ενστάσεις γύρω από τη ρύθμιση παύσης της θητείας μελών της Επιτροπής Ανταγωνισμού εκφράζει η επιστημονική υπηρεσία της Βουλής στην έκθεσή της επί του πολυνομοσχεδίου.
Στην έκθεση, η οποία επικαλείται απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του 2014, αναφέρεται «η υποχρέωση σεβασμού της θητείας των αρχών ελέγχου μέχρι τη λήξη της και του μη πρόωρου τερματισμού της παρά μόνον κατόπιν των κανόνων και των εγγυήσεων της εφαρμοστέας νομοθεσίας με εξαίρεση σπουδαίο και αντικειμενικά εξακριβώσιμο λόγο».
Στην ίδια έκθεση περιλαμβάνονται, ακόμη, αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρώπης, σύμφωνα με τις οποίες «η εθνική νομοθεσία θα πρέπει να προβλέπει ρητώς ότι κατά την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, οι εθνικές διοικητικές αρχές ανταγωνισμού προστατεύονται έναντι εξωτερικών παρεμβάσεων ή πολιτικών πιέσεων, δυναμένων να θέσουν σε κίνδυνο την ανεξάρτητη αξιολόγησή τους για τα θέματα των οποίων επιλαμβάνονται».
Παράλληλα, η επιστημονική υπηρεσία της Βουλής επισημαίνει ότι αν επιτρεπόταν σε κάθε κράτος – μέλος να θέσει θέμα στη θητεία αρχής ελέγχου αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μιας μορφής υπακοή της στην πολιτική εξουσία, ασυμβίβαστη με την ως άνω απαίτηση περί ανεξαρτησίας.
Ακολουθεί το σχετικό απόσπασμα από την έκθεση της επιστημονικής υπηρεσίας:
«Περαιτέρω, επισηµαίνεται ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταδίκασε κράτη µέλη, σε υποθέσεις που αφορούσαν εθνική Ανεξάρτητη ή Δικαστική Αρχή, εστιάζοντας αφενός σε, ισχύουσα και ενεργό κατά τον χρόνο της παράβασης, κυβερνητικής εποπτείας επί εθνικής Ανεξάρτητης Αρχής (υπόθεση C-518/07) ή υπαλληλική ιεραρχική σχέση προέδρου εθνικής Ανεξάρτητης Αρχής (υπόθεση C-614/10),) ή πρόωρης λήξης θητείας µονοµελούς Ανεξάρτητης Αρχής (C-288/12), οι οποίες θίγουν την κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανεξαρτησία των εν λόγω Αρχών, αφετέρου στην παύση δικαστικών λειτουργών, κατά πρόωρη συνταξιοδότηση (υπόθεση C-286/12) ή κατάργηση της ισοβιότητάς τους (υπόθεση C-619/18), και παράβαση και της αρχής της αναλογικότητας (υποθέσεις C-619/18, σκ. 90 και 91 και C-286/12, σκ. 80 και 81, αντιστοίχως. Βλ. σχετικώς, Α. Πλιάκο, Κράτος δικαίου και δικαστική προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, 3/2019, σελ. 232-245).
Ειδικότερα, έχει κριθεί ότι η λειτουργική ανεξαρτησία των εθνικών «αρχών ελέγχου, υπό την έννοια ότι τα µέλη τους δεν δεσµεύονται από καµία οδηγία κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, είναι (…) αναγκαία προϋπόθεση ώστε να πληρούν οι εν λόγω αρχές το κριτήριο της ανεξαρτησίας (…) Aπλώς και µόνον ο κίνδυνος οι εποπτεύουσες κρατικές αρχές να µπορούν να ασκήσουν πολιτική επιρροή επί των αποφάσεων των αρχών ελέγχου αρκεί για να εµποδίσει την ανεξάρτητη άσκηση των καθηκόντων τους (…)
Ωστόσο, αν επιτρεπόταν σε κάθε κράτος µέλος να θέσει τέρµα στη θητεία αρχής ελέγχου πριν την αρχικώς προβλεπόµενη λήξη της κατά παράβαση των 20 κανόνων και των εγγυήσεων που έχουν προβλεφθεί προς αυτόν τον σκοπό από την εφαρµοστέα νοµοθεσία, η απειλή τέτοιας πρόωρης παύσεως, η οποία θα επλανάτο επί της αρχής αυτής καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας της, θα µπορούσε να οδηγήσει σε µιας µορφής υπακοή της στην πολιτική εξουσία, ασυµβίβαστη µε την ως άνω απαίτηση περί ανεξαρτησίας (…) Η απαίτηση περί ανεξαρτησίας (…) πρέπει, συνεπώς, να ερµηνευθεί κατ’ ανάγκην ως περιλαµβάνουσα την υποχρέωση σεβασµού της θητείας των αρχών ελέγχου µέχρι της λήξεώς της και του µη πρόωρου τερµατισµού της παρά µόνον κατόπιν των κανόνων και των εγγυήσεων της εφαρµοστέας νοµοθεσίας (…), µε εξαίρεση σπουδαίο και αντικειµενικά εξακριβώσιµο λόγο» (βλ. ΔΕΕ Απόφαση του ΔΕΕ της 8ης Απριλίου 2014, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, υπόθεση C-288/12, σκ. 51-56).
Εξ άλλου, κατά τη σχετική Οδηγία 2019/1 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου της 11ης Δεκεµβρίου 2018 (ΕΕ L 11/3/14-1-2019), «η εθνική νοµοθεσία θα πρέπει να προβλέπει ρητώς ότι κατά την εφαρµογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, οι εθνικές διοικητικές αρχές ανταγωνισµού προστατεύονται έναντι εξωτερικών παρεµβάσεων ή πολιτικών πιέσεων δυναµένων να θέσουν σε κίνδυνο την ανεξάρτητη αξιολόγησή τους για τα θέµατα των οποίων επιλαµβάνονται. Για τον σκοπό αυτό, η εθνική νοµοθεσία θα πρέπει εκ των προτέρων να ορίζει τους λόγους παύσης από την εθνική διοικητική αρχή ανταγωνισµού των προσώπων που λαµβάνουν αποφάσεις ασκώντας τις εξουσίες των άρθρων 10, 11, 12, 13 και 16 της παρούσας οδηγίας, ώστε να αρθούν τυχόν εύλογες υπόνοιες όσον αφορά την αµεροληψία τους και τη θωράκισή τους έναντι εξωτερικών παραγόντων.
Οµοίως, η εθνική νοµοθεσία θα πρέπει εκ των προτέρων να ορίζει σαφείς και διαφανείς κανόνες και διαδικασίες για την επιλογή, την πρόσληψη ή τον διορισµό των εν λόγω προσώπων» (σκ. 17 Προοιµίου). Επίσης, «τα πρόσωπα που λαµβάνουν αποφάσεις ασκώντας τις εξουσίες των άρθρων 10 έως 13 και του άρθρου 16 της παρούσας οδηγίας σε εθνικές διοικητικές αρχές ανταγωνισµού δεν παύονται από τις εν λόγω αρχές για λόγους που συνδέονται µε την ορθή εκτέλεση των καθηκόντων τους ή την ορθή άσκηση των εξουσιών τους κατά την εφαρµογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας. Μπορούν να παυθούν µόνον αν δεν πληρούν πλέον τις προϋποθέσεις εκτέλεσης των καθηκόντων ή αν κριθούν ένοχοι σοβαρής παράβασης καθήκοντος βάσει της εθνικής νοµοθεσίας. Οι προϋποθέσεις εκτέλεσης των καθηκόντων τους και η έννοια της σοβαρής παράβασης καθήκοντος ορίζονται εκ των προτέρων στην εθνική νοµοθεσία, λαµβανοµένης υπόψη της ανάγκης διασφάλισης της αποτελεσµατικής επιβολής» (άρθρο 4 παρ. 3 Οδηγίας)».