Οι αναλυτές των μεγάλων διεθνών οίκων και τραπεζών συνηγορούν πως η παγκόσμια οικονομία, ειδικότερα δε η ευρωπαϊκή, διολισθαίνει προς την ύφεση. Ακόμα και η ατμομηχανή της ευρωζώνης, η Γερμανία, βρίσκεται ήδη σε υφεσιακή τροχιά εάν λάβει κανείς υπόψη του τη συρρίκνωση κατά 0,1% το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, εξέλιξη που προκλήθηκε από την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας και της στασιμότητας στο εμπόριο.
Δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι οι Γερμανοί βιομήχανοι ζητούν την λήψη μέτρων στήριξης της οικονομίας, με την καγκελάριο Μέρκελ να βρίσκεται υπό πίεση και να αφήνει ανοιχτό ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Πολιτικά βρίσκεται, ως γνωστόν, σε δυσχερή θέση και η λήψη έκτακτων μέτρων θα αποδομήσει έτι περαιτέρω την ισχνή εικόνα της πανίσχυρης καγκελαρίου που ηγούνταν της Ευρώπης.
Όπως σημειώνουν οι αναλυτές ( σχετικό δημοσίευμα στην Καθημερινή) επιβράδυνση της γερμανικής οικονομίας επανήλθε δριμύτερη το δεύτερο τρίμηνο του 2019, καθώς το ΑΕΠ της αυξήθηκε μόλις κατά 0,4% σε ετήσια βάση, ενώ το πρώτο τρίμηνο είχε ενισχυθεί κατά 0,9%.
Ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης του δεύτερου τριμήνου είναι ο χαμηλότερος που καταγράφεται τα τελευταία έξι χρόνια, υπογραμμίζοντας την εξάρτηση της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης από τις εξαγωγές και το εμπόριο. Πολλοί οικονομικοί αναλυτές δηλώνουν πως είναι πιθανή μια ύφεση της οικονομίας αν επιβεβαιωθούν οι ανησυχίες περί συρρίκνωσης του γερμανικού ΑΕΠ και το τρίτο τρίμηνο.
«Το βασικό συμπέρασμα είναι πως η γερμανική οικονομία ακροβατεί στο χείλος της ύφεσης», λέει στο Reuters ο Αντριου Κένιγχαμ, οικονομολόγος της Capital Economics, εξηγώντας ότι οι εξαγωγικές επιχειρήσεις θα βρεθούν αντιμέτωπες με ακόμη μεγαλύτερο οικονομικό πλήγμα αν αποχωρήσει η Βρετανία από την Ευρωπαϊκή Ενωση χωρίς συμφωνία στις 31 Οκτωβρίου.
Σύμφωνα με τη γερμανική στατιστική υπηρεσία, το ΑΕΠ του δευτέρου τριμήνου ενισχύθηκε από την αύξηση της κατανάλωσης των νοικοκυριών αλλά και του δημόσιου τομέα. Ωστόσο, αυτές οι δυνάμεις δεν ήταν ικανές να αντισταθμίσουν τις αρνητικές εξελίξεις στο εμπόριο με τις γερμανικές εξαγωγές να μειώνονται το δεύτερο τρίμηνο σε μεγαλύτερο βαθμό από τις εισαγωγές. Ένα μοντέλο, δηλαδή, που στήριξε -εν μέρει εικονικά- την ανάπτυξη και στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, πριν την κρίση, και επικρίθηκε σφόδρα, τότε, από το Βερολίνο.
«Τα σημερινά στοιχεία για το ΑΕΠ σηματοδοτούν αναμφίβολα το τέλος μιας χρυσής δεκαετίας για τη γερμανική οικονομία», σχολίασε στο Reuters ο Κάρστεν Μπρζέσκι, οικονομολόγος της ING. «Ηταν μια δεκαετία ισχυρής ανάπτυξης χάρη σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που είχαν γίνει νωρίτερα, στα δημοσιονομικά μέτρα ενίσχυσης της οικονομίας και των στεροειδών που παρείχε η ΕΚΤ με τη μορφή χαμηλών επιτοκίων δανεισμού και ενός σχετικά αδύναμου ευρώ», πρόσθεσε.
Επιβράδυνση στην Ευρωζώνη
Το ΑΕΠ της Ευρωζώνης επιβραδύνθηκε και το δεύτερο τρίμηνο, σύμφωνα με την πρώτη εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας, καθώς ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ – Κίνας και η αβεβαιότητα του Brexit είχαν το κόστος τους. Σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο, το ΑΕΠ των 19 κρατών-μελών ήταν μόλις κατά 0,2% υψηλότερο, ενώ σε ετήσια βάση ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν 1,1% από 1,3% τους τρεις πρώτους μήνες τους έτους. Συγκριτικά η αμερικανική οικονομία αναπτύχθηκε το δεύτερο τρίμηνο κατά 2,3%. Η γαλλική οικονομία αναπτύχθηκε με ετήσιο ρυθμό 1,3% το δεύτερο τρίμηνο, ενώ η ιταλική οικονομία κατέγραψε μηδενική ανάπτυξη και η ισπανική αναπτύχθηκε με ρυθμό 2,3% συνεχίζοντας να πετυχαίνει σταθερά υψηλότερη ανάπτυξη από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Μικρή επιβράδυνση σημειώθηκε στην κυπριακή οικονομία η οποία αναπτύχθηκε με ρυθμό 3,2% από 3,4% το πρώτο τρίμηνο του έτους. Ικανοποιητική ήταν και η επίδοση της πορτογαλικής οικονομίας που αναπτύχθηκε με ρυθμό 1,8% το δεύτερο τρίμηνο, όσο δηλαδή και το προηγούμενο. Την υψηλότερη ανάπτυξη μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης είχε η Λιθουανία με 4%, ενώ την υψηλότερη ανάπτυξη μεταξύ των 28 κρατών-μελών είχε το δεύτερο τρίμηνο η Ουγγαρία, με ρυθμό 5,1%. Τέλος, επιβράδυνση είχαμε και για την απασχόληση στην Ευρωζώνη το δεύτερο τρίμηνο, με τον αριθμό των απασχολουμένων να αυξάνεται κατά 0,2% σε τριμηνιαία βάση, ενώ είχε αυξηθεί κατά 0,4% το πρώτο τρίμηνο.
Το “καμπανάκι”
Μόλις πριν περίπου μία εβδομάδα, στις 19 Αυγούστου, η Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας (Bundesbank) προειδοποίησε μέσω έκθεσης που έδωσε στη δημοσιότητα ότι η οικονομία της χώρας, που είναι και η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, ακροβατεί πια στο χείλος της ύφεσης, «πληγωμένη» κυρίως από την πτώση στις εξαγωγές γερμανικών αυτοκινήτων και βιομηχανικού εξοπλισμού.
Πράγματι, οι γερμανικές εξαγωγές μειώθηκαν το καλοκαίρι που φεύγει (Απρίλιος-Ιούνιος) ακολουθώντας μια πτωτική πορεία η οποία, σύμφωνα με τη Bundesbank, αναμένεται να συνεχιστεί και το φθινόπωρο. Η γερμανική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 0,1% το δεύτερο τρίμηνο του 2019 (σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη περίοδο) και μπήκε στο τρίτο τρίμηνο (που ολοκληρώνεται τον Σεπτέμβριο) χωρίς να δείχνει σημάδια ανάκαμψης, οδεύοντας έτσι πιο κοντά στην ύφεση η οποία άλλωστε ορίζεται ως δύο συνεχόμενα τρίμηνα συρρίκνωσης. Ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης (0,4%) του δεύτερο τριμήνου ήταν στη Γερμανία, την καλούμενη και ατμομηχανή της ευρωζώνης, ο χαμηλότερος της τελευταίας εξαετίας, με τις προοπτικές μάλιστα να διαφαίνονται δυσοίωνες για τους Γερμανούς εξαγωγείς ειδικά στην περίπτωση ενός άτακτου Brexit στις 31 Οκτωβρίου.
H παράμετρος Brexit μετατρέπεται εκ των πραγμάτων στην “αλλόφρονα μεταβλητή” του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος. Με μια ευρωπαϊκή οικονομία, όμως, ήδη στο χείλος της ύφεσης, το άτακτο Brexit μπορεί να αποδειχθεί πετρέλαιο σε φωτιά.
«Η πιθανότητα ύφεσης στην Ευρώπη έχει σκαρφαλώσει στο 70%», προβλέπει ο διεθνούς φήμης οικονομολόγος, Mohamed El-Erian, προειδοποιώντας πως Βρετανία, Ιταλία και Γερμανία είναι έτοιμες να «παραλύσουν» από εσωτερικά τους ζητήματα, τα οποία απειλούν τις ισχυρότερες οικονομίες της Ευρώπης.
Σε συνέντευξή του στα Financial News, ο επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος της γερμανικής ασφαλιστικής Allianz εξηγεί πως η Ευρώπη «χάνει momentum» με ταχύτατους ρυθμούς, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης ύφεσης.
Ο πρώην ισχυρός άντρας της Pimco επισημαίνει πως η αβεβαιότητα που συνοδεύει το Brexit συνεχίζει να αποσταθεροποιεί τη βρετανική πολιτική σκηνή, ενώ η συρρίκνωση κατά 0,1% της γερμανικής οικονομίας – της ισχυρότερης οικονομίας της Ευρώπης – στο δεύτερο τρίμηνο, μόνο ανησυχία μπορεί να προκαλέσει. Η Ιταλία, με τη σειρά της, βιώνει το δικό της «Γολγοθά», μετά την παραίτηση του πρωθυπουργού, Τζουζέπε Κόντε, γεγονός που αυξάνει την πιθανότητα πρόωρης προσφυγής στις κάλπες.
«Οι πέντε ισχυρότερες οικονομίες στην Ευρώπη ταλανίζονται από σοβαρά προβλήματα», σημειώνει ο El-Erian, αναφερόμενος και στα εσωτερικά ζητήματα της Γαλλίας και της Ισπανίας.
«Η πιθανότητα ύφεσης στην Ευρώπη ξεπερνά το 80%», προειδοποιεί από την πλευρά του ο επικεφαλής οικονομολόγος της Saxobank, Steen Jakobsen. Μάλιστα, ο ίδιος τοποθετεί στο 50% την πιθανότητα ύφεσης στην αμερικανική οικονομία.
«Το ΑΕΠ σε Βρετανία, Ιταλία και Γερμανία, ήτοι στις ατμομηχανές της Ευρώπης, συρρικνώνεται. Τα κακά μαντάτα αυξάνονται», σχολιάζει ο Kerstin Braun, πρόεδρος του Stenn Group. «Η λίστα των αρνητικών ειδήσεων έχει μακρύνει τόσο πολύ, που το αρνητικό κλίμα δύσκολα μπορεί να αντιστραφεί. Η καμπύλη των αποδόσεων των ομολόγων συχνά αποτελεί καθοριστικό δείκτη για το ξέσπασμα μιας κρίσης…», προειδοποιεί.
Εστιάζοντας, περαιτέρω, στην πορεία της αμερικανικής οικονομίας ο El-Erian, προβλέπει πως η αμερικανική Fed δέχεται μεγάλες πιέσεις από τις αγορές, προκειμένου να μειώσει τα επιτόκια. «Η Fed θα αναγκαστεί να μειώσει τα επιτόκια δύο φορές πριν το τέλος του 2019. Δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να μειώσει τα επιτόκια στο 1,75% τους επόμενους πέντε μήνες», σχολιάζει.
Η Ελλάδα
Λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά, τα οποία γνωρίζει πολύ καλά ο έμπειρος υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, τίθεται το εύλογο ερώτημα πως μπορεί η ελληνική οικονομία να φιλοδοξεί πως θα επιτύχει πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης όταν η ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία διολισθαίνουν ταχύτατα στην ύφεση; Τι είναι εκείνο που θα καταστήσει την Ελλάδα οικονομική ζώνη που δεν θα επηρεαστεί από τις ζοφερές διεθνείς οικονομικές εξελίξεις;
Τα μηνύματα έχουν φθάσει και αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με τους στόχους του μεταμνημονιακού προγράμματος, ούτε με ευθύνες της προηγούμενης κυβέρνησης. Προφανώς, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος, πως η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να είναι ακόμα περισσότερο θωρακισμένη. Αυτή είναι μια συζήτηση που ενίοτε γίνεται παραπλανητικά με πολιτικούς όρους.
Σε αυτό το περιβάλλον που δεν ομολογείται, ακόμα, σχεδόν από κανένα πολιτικό κόμμα και πάντως όχι από την νέα κυβέρνηση, διερωτάται κανείς πως μπορεί να διεκδικηθεί η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, κάτι που αποτέλεσε την προμετωπίδα της προεκλογικής πολιτικής της Ν.Δ. Με μια γερμανική οικονομία έτοιμη να λάβει έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα και την ύφεση ante portas, πως θα μπορούσε ο ΌΛαφ Σολτς (με τον οποίο συνομιλεί ο κ. Σταϊκούρας) να ανάψει το πράσινο φως για μια εξαίρεση της ελληνικής οικονομίας από έναν κανόνα που μάλλον θα σκληρύνει παρά θα αμβλυνθεί.
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, το γεγονός ότι ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας όταν ρωτήθηκε σχετικά είπε πως η διεκδίκηση της μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων μετατίθεται για μετά το 2021. Η αλλαγή στάσης είναι σαφής και είναι ρεαλιστική. Βεβαίως, τα μηνύματα υπήρχαν και δύο ή τρεις μήνες νωρίτερα, όταν άπαντες στη Ν.Δ μιλούσαν για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων ως μια υπόθεση σχετικά εύκολη που θα βασιζόταν μόνο στην “ιδιοκτησία” του μεταρρυθμιστικού προγράμματος που θα παρουσίαζε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στους εταίρους και στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης των δανειστών.
Ωστόσο, με την μείωση των πλεονασμάτων στις καλένδες, η ελληνική οικονομία έχει ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη το επενδυτικό σοκ ώστε να αποφύγει τις συνέπειες της επερχόμενης ύφεσης. Οι πρώτες κινήσεις δείχνουν επιτάχυνση, μένει, όμως, να δούμε εάν αυτό θα περιοριστεί στην εμβληματική επένδυση του Ελληνικού ή θα επεκταθεί. Και πρέπει να αναρωτηθεί κανείς τι είναι εκείνο που θα συγκινήσει τους διεθνείς επενδυτές ως προς το “ελληνικό παράδειγμα” σε μια ευρωζώνη που θα κινείται σε υφεσιακούς ρυθμούς και με τις αγορές θα κλείνονται στον εαυτό τους.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Χρήστος Σταϊκούρας δύσκολα θα το πααρδεχθούν τόσο νωρίς, ωστόσο ο σχεδιασμό της ελληνικής οικονομίας αλλάζει. Ή ακριβέστερα πρέπει να αλλάξει και να αναπροσαρμοσθεί στα δυσμενέστερα δεδομένα που διαμορφώνονται. Το Brexit θα είναι το μεγάλο crash test και σχεδόν καμία ευρωπαϊκή οικονομία δεν έχει αντιληφθεί τι μπορεί να συμβεί και δεν έχει προετοιμαστεί κατάλληλα. Είναι χαρακτηριστικό πως οι πιθανές συνέπειες δεν απασχολούν τον δημόσιο λόγο των πολιτικών και δη των κυβερνώντων και όλα περιορίζονται σε κάποιες -“άναρχες”, απ΄ ότι μαθαίνουμε- συσκέψεις εκπροσώπων υπουργείων που πραγματοποιούνται ανά 15νθήμερο.
Η ραγδαία αποκλιμάκωση των επιτοκίων των ομολόγων μετά την πλήρη άρση των capital controls είναι αναμφίβολα μια ιδιαίτερα θετική εξέλιξη. Δεν πρέπει να προβάλλεται, ωστόσο, ως το “άπαν” για την επιστροφή στην κανονικότητα, διότι, όπως προκύπτει από τις αναλύσεις και προβλέψεις, η ευρωπαϊκή κανονικότητα είναι πολύ πιθανό να είναι σύντομα υφεσιακή με τις ισχυρότερες οικονομίες σε κρίση και με έναν κύκλο ηγετών κατωτέρων των περιστάσεων.
Και, εν κατακλείδει, όλα τα παραπάνω θα μεταβάλλουν και τον πολιτικό σχεδιασμό της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Ο ζωτικός χρόνος που μπορεί να λάβει αποφάσεις δίχως αντιπολιτευτικές “ενοχλήσεις” είναι η κατάθεση του προϋπολογισμού (που όμως πρέπει να λάβει υπόψη τις νέες συνθήκες) και το τέλος του έτους. Μετά αρχίζουν τα (πολύ) δύσκολα. Και μια πρόβλεψη: Με την οικονομία να ανιχνεύει το δυστοπικό της μέλλον, με τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό ανοικτά -με πιθανές δυσοίωνες εξελίξεις-, και φυσικά με την ανάγκη να υπερβεί τον σκόπελο της απλής αναλογικής, δεν θα πρέπει να αποτελέσει έκπληξη ο Κυριάκος Μητσοτάκης να επιλέξει τον κατάλληλο για εκείνον χρόνο των εκλογών αρκετά πριν την λήξη της κυβερνητικής τετραετίας…
Σ.Κ
Στοιχεία και πληροφορίες από Καθημερινή, Reuters, Financial Times