Με σημαντικές αλλαγές σε οικονομικά αδικήματα και ζητήματα τρομοκρατίας, κατατέθηκε από το υπουργείο Δικαιοσύνης στη Βουλή το Νομοσχέδιο, που περιλαμβάνονται οι τροποποιητικές διατάξεις του νέου Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Εφόσον υπερψηφιστεί χωρίς διαφοροποιήσεις, τότε μπαίνει «δίχτυ προστασίας» για τα τραπεζικά στελέχη αναφορικά με το αδίκημα της απιστίας, αυστηροποιούνται αδικήματα που αποδίδονται σε αναρχικές ομάδες, και μετατρέπεται ξανά σε κακούργημα η ρίψη μολότοφ.
Περίπου 50 είναι οι αλλαγές που έχει κάνει το υπουργείο Δικαιοσύνης σε διάφορες διατάξεις του νόμου 4619/2019 που μπήκε σε ισχύ από την 1η Ιουλίου. Ανάμεσα σε αυτές είναι το αδίκημα της απιστίας, το οποίο πλέον αναφορικά με τα τραπεζικά στελέχη θα διώκεται μετά από μήνυση. Η διαφορετική ποινική μεταχείριση του συγκεκριμένου κλάδου γίνεται, σύμφωνα με πηγές, προκειμένου να υπάρξει ευκολία στη διευθέτηση των αποκαλούμενων «κόκκινων δανείων» και για το λόγο αυτό περιορίζεται στους υπαλλήλους των τραπεζικών ιδρυμάτων. Για τους υπόλοιπους, όπως είναι οι κρατικοί λειτουργοί, προβλέπεται η αυτεπάγγελτη δίωξη από εισαγγελέα.
Ωστόσο, η επίμαχη διάταξη για την πράξη της απιστίας έχει τροποποιηθεί σε σχέση με το αρχικό κείμενο που αναρτήθηκε στη δημόσια διαβούλευση, όπου το αδίκημα μετατρεπόταν σε κατ’έγκληση διωκόμενο και για υποθέσεις που αφορούν στο Δημόσιο ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Μάλιστα, η συγκεκριμένη διατύπωση είχε προκαλέσει την αντίδραση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, η οποία τόνιζε «τον κίνδυνο ατιμωρησίας αλλά και διεθνούς έκθεσης της Χώρας, καθώς δεκάδες υποθέσεις που βρίσκονται στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, της ανάκρισης αλλά και στην ακροαματική διαδικασία, κινδυνεύουν, να ριφθούν στον κάλαθο των αχρήστων, ως ποινικά μη αξιόλογες και η Χώρα να εκτεθεί διεθνώς ως αναποτελεσματική στην δίωξη σοβαρότατων εγκλημάτων και ιδίως της διαφθοράς και του ξεπλύματος μαύρου χρήματος».
Στο στόχαστρο ο Ρουβίκωνας
Η δράση αναρχικών ομάδων φαίνεται πως απασχολεί το υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο ζητά με το Σχέδιο Νόμου την αυστηροποίηση ποινών σε πράξεις, όπως η εισβολή σε δημόσια κτίρια, καθώς προβλέπεται φυλάκιση έως τρία έτη, όταν «προκαλεί διακοπή ή σοβαρή διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής της υπηρεσίας».
Την ίδια ώρα, το υπουργείο Δικαιοσύνης μετατρέπει ξανά σε κακουργηματικές πράξεις αδικήματα που με το νέο Ποινικό Κώδικα είχαν γίνει πλημμελήματα. Μεταξύ αυτών και μέρος της κατασκευής και κατοχής εκρηκτικών υλών (272 ΠΚ), στο οποίο προστίθεται νέα παράγραφος. Σε αυτή, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, προβλέπεται κακουργηματική τιμωρία «όταν τελείται από δράστη ο οποίος συμμετέχει σε πλήθος που διαπράττει βιαιοπραγίες εναντίον προσώπων ή πραγμάτων ή εισβάλει παράνομα σε ξένα σπίτια ή άλλα ακίνητα. Η απειλή κάθειρξης εως 10 έτη δικαιολογείται στην περίπτωση αυτή λόγω της αμεσότητας του κινδύνου που ενέχει η κατοχή εκρηκτικών υπό αυτές τις περιστάσεις». Πάντως, η κατασκευή και κατοχή εκρηκτικών συνεχίζει να τιμωρείται ως πλημμέλημα.
Παράλληλα, αυστηροποιείται και το περιβόητο 110Α του Ποινικού Κώδικα για την υφ’όρων απόλυση εγκλείστων. Συγκεκριμένα, αυξήθηκε ο χρόνος έκτισης από τα 17 στα 22 έτη, προκειμένου να λάβουν οι πολυισοβίτες, όπως καταδικασθέντες της 17Ν, την κατ’ οίκον έκτιση ποινής με ηλεκτρονική επιτήρηση.
Άλλες τροποποιήσεις που προβλέπονται στο Σχέδιο Νόμου είναι οι εξής:
– Η επικίνδυνη οδήγηση, δηλαδή όταν οι οδηγοί που υπό την επήρεια αλκοόλ ή ουσιών τραυματίσουν θανάσιμα τρίτους, θα απειλείται ακόμη και με ισόβια κάθειρξη.
– Η ενεργητική δωροδοκία υπαλλήλου (236ΠΚ) μετατρέπεται ξανά σε κακούργημα, με την ποινή κάθειρξης να φτάνει έως τα οκτώ έτη.
– Η δωροληψία πολιτικών αξιωματούχων (159 και 159Α ΠΚ): η διατύπωση εναρμονίζεται, προκειμένου οι διατάξεις περί δωροληψίας και δωροδοκίας πολιτικών προσώπων να εφαρμόζονται κατ’αντίστοιχο τρόπο και στους βουλευτές, στο σύνολο των καθηκόντων τους και όχι μόνο κατά το μέτρο που αυτά συνδέονται με τη συμμετοχή σε εκλογή ή ψηφοφορία. Περαιτέρω, καλύπτεται το κενό ως προς τους Υφυπουργούς που δεν αποτελούν μέλη της Κυβέρνησης με αποτέλεσμα να μην καταλαμβάνονται από την προϋφιστάμενη διατύπωση, χωρίς να συντρέχει προς τούτο επαρκής δικαιολογητική βάση.
– Η κακουργηματική κλοπή επανέρχεται, όταν αυτή τελείται με διάρρηξη από δύο ή περισσότερα μέλη συμμορίας (άρθρο 187 παρ. 3 ΠΚ) που έχουν οργανωθεί για την διάπραξη κλοπών αυτού του είδους. Η απειλή κάθειρξης έως δέκα έτη δικαιολογείται από τον συνδυασμό των χαρακτηριστικών της πράξης με την επικινδυνότητα της συμμορίας.
– Το αδίκημα της διατάραξης κοινής ησυχίας επανέρχεται, καθώς «μετά την κατάργηση των πταισμάτων με την διάταξη του άρθρου 468 παρ.1 ΠΚ, επιβάλλεται για την άμεση και αδιάκοπη προστασία του ευαίσθητου ζητήματος της κοινής ησυχίας, η αναγωγή τους σε ελαφρά πλημμελήματα, ώστε να εξασφαλίζεται η βεβαίωση αυτών των ποινικών παραβάσεων από τα αρμόδια αστυνομικά όργανα».
Πηγή: news247.gr