Οι εκλογές του 2020 στις ΗΠΑ μπορεί να αποτελέσουν εσωτερική υπόθεση δύο μεγιστάνων, σε περίπτωση που ο Μάικλ Μπλούμπεργκ κερδίσει το χρίσμα των Δημοκρατικών. Αν και μπήκε αργά στην κούρσα, ο Μπλούμπεργκ κατέρριψε ήδη κάθε ρεκόρ προεκλογικής δαπάνης, ξοδεύοντας 31 εκατομμύρια δολάρια σε διαφημίσεις για την επόμενη εβδομάδα έναντι 25 εκατ. που είχε επενδύσει ο Μπαράκ Ομπάμα την τελευταία εβδομάδα της εκστρατείας του το 2012. Ο Μπλούμπεργκ μαζί με τον σημερινό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ έχουν συνολικά προεκλογικά έξοδα που ανέρχονται στα δύο τρίτα της συνολικής δαπάνης των υποψηφίων.
Η παρουσία ενός ακόμη δισεκατομμυριούχου ενοχλεί τα μάλα τους αντιπάλους του Μπλούμπεργκ και δη εκείνους της αριστερής πτέρυγας, που θεωρούν ότι η «εξαγορά» του ανώτατου αξιώματος στη χώρα υπονομεύει τις ίδιες τις αρχές του κόμματος. Ο Μπέρνι Σάντερς δήλωσε αηδιασμένος και η Ελίζαμπεθ Ουόρεν τον καλωσόρισε στην κούρσα για την ανάδειξη του Δημοκρατικού αντιπάλου του Τραμπ ως εξής: «Αν ψάχνετε για πολιτικά σχέδια που θα μπορούσαν να κάνουν τη διαφορά για τους εργαζόμενους ανθρώπους και είναι δημοφιλή, μπορείτε να ξεκινήσετε από εδώ» και τον παρέπεμψε στον υπολογιστή φόρων για πλούσιους, που έχει εκπονήσει το επιτελείο της. Με βάση το συγκεκριμένο εργαλείο, ο Μπλούμπεργκ θα καλείτο να καταβάλει του χρόνου 3,079 δισ. δολάρια σε φορολογία εισοδήματος.
«Καλά νέα – θα συνεχίσετε να είστε υπερβολικά πλούσιος», είναι το συμπέρασμα της ευρηματικής αριθμομηχανής της Ουόρεν, με δεδομένο τον πλούτο ύψους 52 δισ. δολαρίων του ιδρυτή του ομώνυμου πρακτορείου και πρώην δημάρχου της Νέας Υόρκης. Aξίζει να σημειωθεί ότι ο πλούτος του είναι 17 φορές μεγαλύτερος από αυτόν του Τραμπ.
Αναλυτές θεωρούν, πάντως, ότι από την είσοδο του Μπλούμπεργκ στην εσωκομματική αναμέτρηση πλήττεται κυρίως ο Τζο Μπάιντεν, το φαβορί για το χρίσμα, αφού διασπάται η κεντρώα μετριοπαθής ψήφος, με αποτέλεσμα να ενισχύεται η Ουόρεν ως εκπρόσωπος της αριστερής πτέρυγας. Παρ’ όλο που οι περισσότεροι σχολιαστές συμφωνούν ότι ο Μπλούμπεργκ δεν έχει πολλές πιθανότητες να κατακτήσει το χρίσμα, θεωρούν ότι μπορεί να προκαλέσει μεγάλη ζημιά στους Δημοκρατικούς, κατακερματίζοντας περαιτέρω το ήδη διασπασμένο εσωκομματικό πεδίο και δημιουργώντας την αίσθηση μιας συνωμοσίας των πλουσίων που ανησυχούν ότι ενδεχόμενη επικράτηση της Ουόρεν ή του Σάντερς θα έβλαπτε σοβαρά τις φορολογικές τους δηλώσεις.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ένας μεγιστάνας επενδύει τον προσωπικό του πλούτο στην αμερικανική προεκλογική εκστρατεία. Από τον Ρος Περό (1992, 1996) και τον Στιβ Φορμπς (1996, 2000) μέχρι τον Μιτ Ρόμνεϊ (2012), υπάρχει μακρά παράδοση αντιμετώπισης του χρήματος ως εισιτηρίου για τον Λευκό Οίκο.
Πολιτική δυστοπία
Ακόμη, όμως, και σε σύγκριση με τον Τραμπ, η περίπτωση του Μπλούμπεργκ ξεπερνάει κάθε προηγούμενο και όπως υπογραμμίζουν Αμερικανοί σχολιογράφοι γεννάει μια πολιτική δυστοπία, στην οποία μόνο οι δισεκατομμυριούχοι έχουν πλέον πιθανότητες εκλογικής νίκης. Πολλοί αναρωτιούνται γιατί ο Μπλούμπεργκ αποφάσισε να θέσει υποψηφιότητα, παρόλο που οι δημοσκοπήσεις δείχνουν να έχει ισχνή επιρροή στο εκλογικό σώμα. Το επικρατέστερο σενάριο είναι πως πιστεύει ότι μπορεί να κερδίσει.
Μια στρατιά από συμβούλους του είναι πιθανό να τον ενθάρρυναν να κατέβει, εκτιμώντας ότι το πεδίο, ακόμη και σε αυτό το προχωρημένο στάδιο, είναι ευμετάβλητο. Υπάρχουν μεν τρεις-τέσσερις υποψήφιοι που προηγούνται, ο Μπάιντεν, η Ουόρεν, ο Σάντερς και ο ανοιχτά ομοφυλόφιλος, δήμαρχος του Σάουθ Μπεντ της Ιντιάνα, Πιτ Μπούτιτζεγκ, όλοι τους όμως έχουν προφανή μειονεκτήματα. Ο 77χρονος Μπάιντεν και ο 78χρονος Σάντερς την προχωρημένη ηλικία, η Ουόρεν τον αριστερό λαϊκισμό και ο τελευταίος την περιορισμένη αναγνωρισιμότητα και μικρή εμπειρία σε εθνικό επίπεδο.
Ο Μπλούμπεργκ έχει ένα εντυπωσιακό βιογραφικό στον χώρο των επιχειρήσεων, αφού από τραπεζίτης εξελίχθηκε σε μεγιστάνα με μια εκδοτική αυτοκρατορία. Παράλληλα, εξελέγη για τρεις συνεχόμενες θητείες δήμαρχος της Νέας Υόρκης, από το 2001 ώς το 2013. Φιλάνθρωπος, με αδρές δωρεές σε ποικίλες οργανώσεις και σκοπούς, ο Μπλούμπεργκ ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στην πολιτική ως Δημοκρατικός αλλά στην πορεία έγινε Ρεπουμπλικανός, για να επιστρέψει τελικά στις ιδεολογικές του ρίζες πέρυσι. Γι’ αυτό συχνά έχει αντιφατικές θέσεις σε διαφορετικούς τομείς: στην κλιματική αλλαγή, στην οπλοκατοχή, στη μετανάστευση και στις αμβλώσεις π.χ. έχει μάλλον αριστερές απόψεις, ενώ στην οικονομία και στην αστυνόμευση είναι συντηρητικός.
Αρχικά είχε διακηρύξει ότι δεν θα θέσει υποψηφιότητα το 2020, όπως έπραξε και το 2016, αλλά άλλαξε γνώμη, την περασμένη Δευτέρα, από τον φόβο ότι οι υπάρχοντες υποψήφιοι δεν μπορούν να κερδίσουν τον Τραμπ.
Μπροστά στον καθρέφτη
«Πιστεύω ότι υπάρχει ένας μεγάλος κίνδυνος επανεκλογής του Ντόναλντ Τραμπ, μεγαλύτερος από ποτέ και γι’ αυτό στο τέλος κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και είπα: “Δεν μπορούμε να το επιτρέψουμε αυτό”», εξήγησε στους δημοσιογράφους στο Νόρφολκ της Βιρτζίνια, κατά τον πρώτο σταθμό της προεκλογικής καμπάνιας του την περασμένη Δευτέρα.
Η αλήθεια είναι ότι ο κυριότερος αντίπαλος του Αμερικανού προέδρου είναι ο ίδιος του ο εαυτός και το ενδεχόμενο παραπομπής του στη Δικαιοσύνη. Η διαδικασία στις επιτροπές της Βουλής των Αντιπροσώπων συνεχίζεται και ο Τραμπ έχει διορία μέχρι σήμερα να αποφασίσει αν θα καταθέσει. Ο ίδιος διακήρυξε σε δημοσιογράφους του Fox and Friends ότι θέλει να πάει σε δίκη με την κατηγορία ότι εκβίασε το Κίεβο με αναστολή της στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία, με αντάλλαγμα τη διενέργεια έρευνας εις βάρος του κυριότερου αντιπάλου του, Τζο Μπάιντεν και του γιου του Χάντερ. «Ο πρόεδρος έχει την επιλογή: μπορεί να αδράξει την ευκαιρία και να εκπροσωπηθεί στις ακροάσεις ή να σταματήσει να διαμαρτύρεται για τη διαδικασία», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Δημοκρατικός Τζέρολντ Νάντλερ, επικεφαλής της επιτροπής Δικαιοσύνης της Βουλής. Η αμερικανική κοινή γνώμη παραμένει διχασμένη για το ζήτημα, με 47% να τάσσεται υπέρ της παραπομπής του Τραμπ και το 40% να υιοθετεί την αντίθετη άποψη.
ΠΗΓΗ: Εφημερίδα Καθημερινή