Τα “αγαπημένα” θέματα στα πρωτοσέλιδα του ελληνικού Τύπου είναι -εδώ και πολλά χρόνια- οι ανασχηματισμοί, οι πρόωρες εκλογές και τα…”θερμά” επεισόδια με την Τουρκία. Η κλιμάκωση της τουρκικής προκλητικότητας και η συμφωνία (MOU) της Άγκυρας με τη Λιβύη επανέφερε το τρίτο στον δημόσιο διάλογο. Το βάρος των Ιμίων στο συλλογικό μας υποσυνείδητο επιστρέφει;
Στην συνέντευξή του στη Bild ο πρωθυπουργός προσπάθησε να υποβαθμίσει μια τέτοια πιθανότητα και είπε -λογικά- πως “δεν το φοβάται”. Ασκήσεις εθνικής αυτοπεποίθησης μάλλον χρήσιμες υπό τις περιστάσεις. Ένα εικοσιτετράωρο αργότερα ο υπουργός Άμυνας δήλωσε στον Ant1 πως θεωρεί πιθανό κάτι τέτοιο- “δεν το αποκλείω”, είπε.
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος καλά κάνει και “δεν αποκλείει” μια στρατιωτικού τύπου εμπλοκή με την Τουρκία, ιδιαίτερα εάν ο Ταγίπ Ερντογάν κάνει πράξη τις απειλές του για αποστολή ερευνητικών σκαφών και γεωτρύπανου στην “δεσμευμένη” περιοχή νοτίως της Κρήτης ή κοντά στο Καστελόριζο.
Το πρόβλημα εστιάζεται στο γεγονός ότι οι πυκνές δηλώσεις του προκαλούν εκ των πραγμάτων σύγχυση καθώς κινούνται σε απόκκλιση από εκείνες του πρωθυπουργού αλλά και επειδή συνδυάστηκαν με μία “απαγγελία” εξοπλιστικών προγραμμάτων ενίσχυσης των Ενόπλων Δυνάμεων.
Κάτι που επιτείνεται από μερίδα των μέσων ενημέρωσης και από μια πολυάριθμη ομάδα αποστράτων και αναλυτών.
Ο υπουργός Άμυνας συνεχίζει, απ΄ ότι φαίνεται, μια τακτική στρατιωτικοποίησης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Το έπραξε, άλλωστε, ξανά προ ημερών όταν έκανε λόγο ακόμα και για την διασφάλιση της “εσωτερικής ασφάλειας” από τις Ένοπλες Δυνάμεις. Ο κ. Παναγιωτόπουλος οφείλει να κάνει τη δουλειά του και μπορεί να την κάνει σωστά. Πρέπει, όμως, να μιλάει λιγότερο. Το γεγονός ότι δεν εμφανίζεται με στολή παραλλαγής (ακόμα), όπως έκανε ένας προκάτοχός του, είναι θετικό, αλλά ο παρονομαστής είναι κοινός.
Η αναβάθμιση της “στρατιωτικής” συνιστώσας των ελληνοτουρκικών διαφορών φέρνει, δυστυχώς, τη συζήτηση στο πεδίο που προτιμάει η Τουρκία με την κλιμακούμενη επίδειξη ισχύος και την καταστρατήγηση του Διεθνούς Δικαίου. Το τελευταίο, όμως, είναι το ισχυρό πεδίο της ελληνικής πλευράς, αυτό που αναγνωρίζεται διεθνώς και που οδηγεί στο να κερδίζει η Ελλάδα τις μικρές αλλά χρήσιμες καταδίκες της τουρκικής προκλητικότητας από εταίρους και συμμάχους.
Φυσικά και πρέπει να ενισχυθούν οι Ένοπλες Δυνάμεις. Φυσικά και η αποτρεπτική δυνατότητα της χώρας πρέπει να αναβαθμίζεται. Φυσικά και πρέπει να διατηρείται ακμαίο το ηθικό του στρατεύματος και να δημιουργείται αίσθημα ασφαλείας στους πολίτες. Όμως, από την άλλη, δεν πρέπει να καλλιεργείται διεθνώς η εντύπωση πως η Ελλάδα διολισθαίνει στην αστάθεια μιας “διακεκαυμένης” ζώνης όπου είναι πιθανή μια πολεμική εμπλοκή. Κάτι τέτοιο επηρεάζει την ίδια την εικόνα της χώρας και τις προσπάθειες ανάπτυξης που καταβάλλει η κυβέρνηση.
Δυστυχώς, όπως ομολόγησε ο υπουργός Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδης (στον Σκάϊ), η κυβέρνηση “είχε αυταπάτες σχετικά με την Τουρκία”. Αυτό φάνηκε από την πρώτη συνάντηση Μητσοτάκη- Ερντογάν στη Νέα Υόρκη, τον Σεπτέμβριο, όταν η ενημέρωση του Μεγάρου Μαξίμου ανέφερε ρητά πως “η συνάντηση εξελίχθηκε σε κλίμα καλύτερο του αναμενομένου”. Ακολούθησε η ηχηρή διάψευση των κυβερνητικών προσδοκιών με την πρωτόγνωρη κλιμάκωσης της τουρκικής προκλητικότητας. Στην ίδια πλάνη κινήθηκε, όπως αποδείχθηκε, και η συνάντηση του Λονδίνου.
Σήμερα, η Ελλάδα έχει κερδίσει μερικές διπλωματικές μάχες, ωστόσο πόρρω απέχει αυτό από την εικόνα περί “διεθνούς απομόνωσης” της Τουρκίας που καλλιεργείται. Παρόλα αυτά είναι η ώρα της διπλωματίας και όχι η τακτική του εντυπωσιασμού των φρεγατών. Δεν είναι αυτή μια “μάχη” που θέλουμε. Όχι μόνο γιατί “θα είμαστε μόνοι μας”, όπως άπαντες συνομολογούν, αλλά διότι η γεωπολιτική μας θέση και οι διεθνείς συνθήκες είναι πολύ πιο χρήσιμα “όπλα” από μια στρατιωτική ένταση.
Γι αυτό και θα είναι μεγάλο πλεονέκτημα για τον πρωθυπουργό να καταστήσει σαφές και να διεθνοποιήσει το “συμπαγές” του πολιτικού μας συστήματος και της κοινωνίας. Η συναίνεση του προσφέρεται, άλλωστε, σε μεγάλο βαθμό από την αντιπολίτευση. Ας την αξιοποιήσει…
Σ.Κ