Πυρά κατά της κυβέρνησης για τους χειρισμούς της στα ελληνοτουρκικά εξαπέλυσε από το βήμα της Βουλής ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, προτείνοντας παράλληλα μια σειρά από ενέργειες:
«Βρισκόμαστε σε μια εύθραυστη περιοχή και οι σχέσεις μας με τις γειτονικές χώρες αποτελούν κρίσιμο παράγοντα και για τη πορεία της οικονομίας και της ευημερίας. Ειδικότερα οι σχέσεις μας με τη Τουρκία. Τόσο λόγω της ανοιχτής διαφοράς μας για την υφαλοκρηπίδα και της πληγής του Κυπριακού, όσο όμως και γιατί διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στη προσφυγική κρίση. Τα τελευταία 20 χρόνια, ορθώς, η χώρα μας βασίστηκε σε μια διττή προσέγγιση, διαλόγου και πίεσης στην Τουρκία για να προστατέψει τα κυριαρχικά της δικαιώματα από την τουρκική επιθετικότητα και να οικοδομήσει μια νέα σχέση με τη γείτονα. Ορθώς, πρωτοστατήσαμε ως χώρα στο ξεκλείδωμα της Τουρκικής ενταξιακής πορείας την περίοδο 1999-2004, στηρίζοντας τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις στη γείτονα. Και αξιοποιώντας το πλαίσιο του Ελσίνκι για να προχωρήσουν οι διερευνητικές για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, με την προοπτική προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Σε αυτό το πνεύμα, την περίοδο 2015-2016 με εφαλτήριο το προσφυγικό, μπορέσαμε να πρωτοστατήσουμε εκ νέου στην οικοδόμηση μιας άλλης φάσης στρατηγικής συνεργασίας στις ευρωτουρκικές σχέσεις. Μιας φάσης που οδήγησε στην δύσκολη Δήλωση ΕΕ-Τουρκίας που εξασφάλισε τη ραγδαία μείωση ροών και κυρίως θανάτων στο Αιγαίο. Μιας φάσης που επέτρεψε να φτάσουμε πιο κοντά από ποτέ στη δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού και στην κατοχύρωση του πλαισίου Γκουτέρρες. Μιας φάσης που επέτρεψε τη διεξαγωγή νέων γύρων διερευνητικών, αλλά κυρίως, ουσιαστικών συνομιλιών για Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. Δυστυχώς, όμως, και πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε : αυτή η Τουρκία δεν υπάρχει πια. Θα είναι, όμως, ιστορικό – υπαρξιακό – λάθος της γενιάς μας να αποφασίσουμε ότι αφού αυτή η Τουρκία δεν υπάρχει πια, δεν πρέπει να υπάρχει και αυτή η Ελλάδα. Η Ελλάδα του διαλόγου, των αξιών και του διεθνούς δικαίου. Θα ήταν απλό, να πούμε ότι σήμερα, η μόνη λύση είναι η ανάσχεση των ροών. Να επαναπροωθούμε στη θάλασσα τους πρόσφυγες και μετανάστες που δεν σταματάει η Τουρκία παραβιάζοντας τη Δήλωση ΕΕ-Τουρκίας. Να μιλάμε για «την εποχή των κανονιών» και να βάζουμε τα ΜΜΕ μας, να αποκαλύπτουν τους άκρως απόρρητους όρους εμπλοκής του Πολεμικού Ναυτικού. Να μιλάμε για διάλογο αφηρημένα, αλλά να τερματίζουμε στην πράξη και με διαρροές τον διάλογο για Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. Αλλά η Ελλάδα του 2020 δεν πρέπει να ακολουθήσει την Τουρκία στον κατήφορο του 20ου αιώνα, που έχει επιλέξει ο Πρόεδρος Ερντογάν. Αυτό πρέπει να το ξέρει ο ελληνικός λαός».
«Η Ελλάδα πρέπει να μείνει σταθερή στην ευρωπαϊκή πυξίδα και τις αξίες που επέλεξε στην χαραυγή του 21ου αιώνα για τη διαχείριση των ελληνοτουρκικών, μετά από μια καταστροφική δεκαετία που μας έφτασε για μια ακόμη φορά στα πρόθυρα του πολέμου. Και πρέπει να είμαστε απολύτως σαφείς για το τι σημαίνει αυτό. Πρώτον, σημαίνει μια φιλειρηνική πολιτική. Αλλά φιλειρηνική δε σημαίνει ότι δε φροντίζουμε για την υπεράσπιση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Θα είμαστε απέναντι στις φιλοπόλεμες κραυγές του εθνικιστικού τύπου, που ενισχύονται από ανεύθυνες κυβερνητικές διαρροές και εκθέτουν τη χώρα μας. Αλλά στηρίζουμε απόλυτα την αναβάθμιση της αποτρεπτικής δύναμης των ενόπλων δυνάμεων για να προστατέψουμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα απέναντι σε κάθε απειλή. Μέσα στα χειρότερα χρόνια της κρίσης, εξασφαλίσαμε την αναβάθμιση των F-16 και πριν λίγες μέρες υπεψηφίσαμε το σχετικό νομοσχέδιο ακριβώς διότι ξέρουμε τη σημασία του αυτήν τη στιγμή. Και θα στηρίξουμε οποιαδήποτε στοχευμένη και καθαρή προσπάθεια ενίσχυσης των ενόπλων δυνάμεών μας, γνωρίζοντας πόσο σημαντική είναι μετά από 10 χρόνια κρίσης. Το μήνυμα που πρέπει να εκπέμπει η χώρα αυτές τις ώρες από την ηγεσία της, δεν μπορεί να είναι «να επιδειχθεί καλή διάθεση και από τις δύο πλευρές». Ούτε ότι «δεν φοβόμαστε θερμό επεισόδιο». Αυτές είναι τουλάχιστον ατυχείς, για να είμαι επιεικής, δηλώσεις. Το μήνυμα πρέπει να είναι ότι οι ένοπλες δυνάμεις μας είναι ικανές να εγγυηθούν και σε κάθε περίπτωση δε θα επιτρέψουν την παραμικρή αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων», είπε και συνέχισε:
«Δεύτερον, φιλειρηνική πολιτική σημαίνει ενεργητική διπλωματία. Πρέπει για μια ακόμα φορά να δώσουμε μάχη προκειμένου να ενσωματώσουμε τα συμφέροντά μας στο ευρωτουρκικό πλαίσιο. Όπως λειτουργήσαμε με το Ελσίνκι και το προσφυγικό, πρέπει σήμερα να λειτουργήσουμε με τις κυρώσεις. Η Ελλάδα οφείλει να αγωνιστεί με όλες τις διπλωματικές της δυνάμεις – και με τη χρήση βέτο αν χρειαστεί – για την επέκταση των ευρωπαικών κυρώσεων σε βάρος της εταιρειών και προσώπων που θα δράσουν στην περιοχή της παράνομης συμφωνίας. Πρέπει όλοι να μάθουν ότι το τίμημα της ευρωπαϊκής διπλωματικής απραξίας θα είναι τεράστιο. Και αυτό πρέπει έπρεπε να γίνει χθες. Η πολυφωνία σε αυτά τα θέματα. Οι παράλληλες και αντιφατικές δηλώσεις μεταξύ του υπουργού εξωτερικών και του αναπληρωτή του, μόνο κακό κάνουν στη χώρα. Και παράλληλα, πρέπει να καταφέρουμε να καθίσουμε και εμείς στο τραπέζι του διαλόγου για το μέλλον της Λιβύης. Όπως καταφέραμε και με τη Διαδικασία του Βερολίνου για τα Δυτικά Βαλκάνια ή τη Διάσκεψη του Παλέρμο. Και ταυτόχρονα να εντείνουμε τις συνομιλίες με την Αίγυπτο για οριοθέτηση της ΑΟΖ. Κυρίως, όμως, πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι η επίσκεψη στις ΗΠΑ θα οδηγήσει σε σαφές μήνυμα του Προέδρου Τραμπ ότι ο EastMed πρόκειται να προχωρήσει μεταξύ Κύπρου και Κρήτης και ότι το σχήμα 3+1 με την Κύπρο και το Ισραήλ θα επανασυγκληθεί».
Ως προς το άνοιγμα της κυβέρνησής του προς τις ΗΠΑ, ο κ. Τσίπρας υπογράμμισε: «Ως Κυβέρνηση παλέψαμε και εξασφαλίσαμε τον στρατηγικό διάλογο με τις ΗΠΑ και προετοιμάσαμε την αναθεώρηση της αμυντικής μας συμφωνίας που συζητάμε σήμερα και αφορά τέσσερις στρατιωτικές εγκαταστάσεις στη χώρα μας. Το κάναμε προφανώς όχι από ιδεολογική προσέγγιση αλλά από εθνική ευθύνη. Αναγνωρίζοντας ότι τα συμφέροντά μας με τις ΗΠΑ συνέκλιναν στην ανάγκη να καταστεί η Ελλάδα ένας ισχυρός πυλώνας ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή. Αν αυτό όμως οι ΗΠΑ θεωρούν ότι μπορούμε να παίξουμε τον ρόλο αυτό ενώ την ίδια στιγμή τα κυριαρχικά μας δικαιώματα απειλούνται με τόσο ξεκάθαρο τρόπο, τότε η Ελλάδα δε πρέπει να είναι δεδομένη. Δεδομένους δε πρέπει να μας θεωρεί κανείς».
Ως τρίτο στόχο, ο κ. Τσίπρας τόνισε πως η Ελλάδα πρέπει να έχει «το διάλογο στη βάση του διεθνούς δικαίου. Πρέπει να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ώστε να ξαναρχίσουν οι διερευνητικές τις οποίες απέρριπτε ο Πρόεδρος Ερντογάν από το 2016. Και αν αυτές δεν προχωρήσουν, να αρχίσουν οι συνομιλίες για συνυποσχετικό προκειμένου να προσφύγουμε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Σε αυτές τις εξαιρετικά κρίσιμες στιγμές το μήνυμά μας πρέπει να είναι σαφές. Θα προστατέψουμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα με όλα τα μέσα, αλλά στόχος μας δεν είναι να ακολουθήσουμε την Τουρκία στον αδιέξοδο δρόμο της σύγκρουσης και των τετελεσμένων. Στόχος είναι η επίλυση της διαφοράς μας στη βάση του διεθνούς δικαίου και η ειρήνη στην περιοχή μας».