Εν μέσω μιας εξαιρετικά επικίνδυνης συγκυρίας που προκαλείται από τον επιθετικό σχεδιασμό του Ταγίπ Ερντογάν και φθάνει μέχρι του σημείου να απειλεί ότι θα στείλει ερευνητικά σκάφη συνοδεία πολεμικών πλοίων στην θαλάσσια περιοχή νοτίως της Κρήτης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης “απολαμβάνει” μια άλλη -σχεδόν μοναδική- συγκυρία στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Βρίσκει απέναντί του μια αξιωματική αντιπολίτευση που του προσφέρει συναίνεση στα εθνικά θέματα πριν καν σκεφτεί ο ίδιος να την ζητήσει. Η δήλωσή του “προσυπογράφω αυτά που είπε ο κύριος Τσίπρας”, από το βήμα της Βουλής (συζήτηση για τον προϋπολογισμό), μετά την ομιλία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που περιστράφηκε περισσότερο γύρω από τα ελληνοτουρκικά παρά την οικονομία, περιγράφει χαρακτηριστικά το σχετικό κλίμα.
Ο Αλέξης Τσίπρας έχει λάβει μια σημαντική απόφαση. Όπως λένε οι συνομιλητές του, όχι μόνο αναγνωρίζει πλήρως τους κινδύνους που απορρέουν από την τουρκική επιθετικότητα αλλά εμφανίζεται αποφασισμένος να παραχωρήσει στην κυβέρνηση χώρο για πρωτοβουλίες δίχως να διολισθαίνει στην ευκολία της πολιτικής εκμετάλλευσης. “Δεν θα κάνω στα εθνικά θέματα την αντιπολίτευση που έκανε ο κ. Μητσοτάκης”, δηλώνει σε κάθε ευκαιρία ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ. Εάν ανατρέξει κανείς στην πρόσφατη ιστορία των πολιτικών αντιπαραθέσεων μεταξύ κυβερνήσεων και αξιωματικών αντιπολιτεύσεων διαπιστώνει πως η στάση αυτή δεν είναι η συνήθης.
Λέγεται πως “η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο”. Αυτή την αντίληψη δεν φαίνεται να την συμμερίζεται ο κ. Τσίπρας. Έχοντας βιώσει την σκληρότερη αντιπολίτευση (με ιαχές περί προδοσίας) που υπήρξε ποτέ, στην προσπάθεια επίλυσης του Μακεδονικού που οδήγησε στη Συμφωνία των Πρεσπών, το ευκολότερο γι αυτόν θα ήταν να ποντάρει αντιπολιτευτικά στην συγκυρία των ελληνοτουρκικών.
Η Ν.Δ ήταν εκείνη που ως αξιωματική αντιπολίτευση εγκαλούσε την τότε κυβέρνηση ως “απροετοίμαστη” και “επιπόλαιη”, όταν ο Ταγίπ Ερντογάν έφθανε στην Αθήνα πριν περίπου δύο χρόνια. Η απάντηση του πρώην υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά πως με την Τουρκία πρέπει κανείς να κρατά ανοικτούς τους διαύλους επικοινωνίας είχε εκληφθεί τότε από κορυφαία στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης ως “υποχωρητικότητα” και “έλλειψη σχεδίου”.
Τώρα, όλοι οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι έχουν κάνει “καραμέλα” εκείνες τις δηλώσεις Κοτζιά δίχως, ωστόσο, να εκδηλώνουν την ελάχιστη συμπάθεια, πολλώ δε μάλλον να διατυπώνουν την παραμικρή αυτοκριτική. Η δήλωση, δε, του σκληρότερου επικριτή της προηγούμενη κυβέρνησης στα εθνικά θέματα Άδωνι Γεωργιάδη πως “είχαμε αυταπάτες με την Τουρκία” χάθηκε στον ορυμαγδό των ημερών.
Το τελευταίο διάστημα ο Κυριάκος Μητσοτάκης συναντήθηκε δύο φορές με τον Ταγίπ Ερντογάν (Νέα Υόρκη και Λονδίνο). Και στις δύο περιπτώσεις αυτό που ακολούθησε ήταν η επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και η κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας με τρόπο, μάλιστα, πρωτόγνωρο. Τα memoranda με το καθεστώς Σάρατζ που δεν προβλέφθηκαν, η απειλή να ξεκινήσουν έρευνες και γεωτρήσεις νοτίως της Κρήτης, η επιμονή στο “γκριζάρισμα” ελληνικών θαλασσίων ζωνών και πολλά άλλα θα μπορούσαν να προσφερθούν ως ευκαιρία για σκληρή κριτική σχετικά με την τραγική έλλειψη προετοιμασίας του Μεγάρου Μαξίμου και του υπουργείου Εξωτερικών.
Το “φιάσκο” να προαναγγέλει το Πεντάγωνο “πάγωμα” των ΜΟΕ και λίγες ώρες μετά να έρχεται το πρωθυπουργικό επιτελείο να διαψεύδει τον υπουργό Άμυνας, είναι επίσης κάτι που δεν έχουμε ξαναζήσει.
Η σπουδή του επικοινωνιακού επιτελείου να δηλώνει -μετά την συνάντηση της Νέας Υόρκης- πως το “τετ α τετ Μητσοτάκη- Ερντογάν εξελίχθηκε καλύτερα του αναμενομένου” αποδείχθηκε πολιτική ελαφρότητα όταν, λίγες μέρες μετά, οι παραβιάσεις εθνικού εναέριου χώρου πάνω από το Αιγαίο “χτύπησαν κόκκινο”.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως η ηπιότητα της κριτικής του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ έναντι όλων αυτών ήταν εξοργιστική για έναν αρχηγό που προσπαθεί να βρει τον αντιπολιτευτικό βηματισμό του και να κερδίσει μερικούς πόντους στις δημοσκοπήσεις. Αντ’ αυτών, ο Αλέξης Τσίπρας ταξίδεψε στην Τυνησία και τις Βρυξέλλες, έθεσε με έμφαση τα ζητήματα της τουρκικής προκλητικότητας, πέτυχε να ζητήσουν οι Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές την άμεση επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία και έστειλε τον Γιώργο Κατρούγκαλο στο Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής να βοηθήσει τον Νίκο Δένδια να περάσει ένα σχετικά εύκολο και συναινετικό απόγευμα.
Ακόμα και όταν η κυβέρνηση “έμπλεξε τις γραμμές της” στο θέμα των ευρωπαϊκών κυρώσεων (δηλώσεις του αναπληρωτή ΥΠΕΞ ότι …“δεν είναι τώρα η ώρα”), ευθυγραμμιζόμενη πλήρως με την γερμανική αναβλητικότητα και αμηχανία -για ιδιοτελείς σκοπιμότητες του Βερολίνου έναντι της Άγκυρας-, η κριτική του ΣΥΡΙΖΑ μόνο εποικοδομητική μπορεί να χαρακτηρισθεί καθώς δύναται να αξιοποιηθεί διεθνώς από τον πρωθυπουργό ως εσωτερική πίεση.
Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν καλά τους διαύλους επικοινωνίας του διπλωματικού επιτελείου του πρώην πρωθυπουργού με τους συμβούλους του κ. Μητσοτάκη και τις επαφές του αρμόδιου τομεάρχη με τον υπουργό Εξωτερικών. Αλλά και την πρόσκληση συνεννόησης που απηύθυνε ο Αλέξης Τσίπρας στον Κυριάκο Μητσοτάκη σχετικά με την προετοιμασία για μια προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Οι προσεκτικοί παρατηρητές επισήμαναν, αναμφίβολα, την αναφορά του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο συγκεκριμένο θέμα (Βουλή), επ’ αφορμή του γνωστού άρθρου του Κώστα Σημίτη στα “Νέα”, αλλά και τις συγκλίνουσες αναφορές του Δημήτρη Παπαδημούλη και της Ντόρας Μπακογιάννη. “Εθνικό στρατηγικό σχέδιο για τη Χάγη με απευθείας συνεννόηση Μητσοτάκη- Τσίπρα”, είπε δυο- τρεις φορές, τελευταία, ο επικεφαλής της ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ και αντιπρόεδρος του ΕΚ. Πόσο πιο σαφής πρέπει να γίνει;
Δεν είναι χωρίς κόστος όλα αυτά για τον Αλέξη Τσίπρα. Υπάρχουν, ως γνωστόν, εστίες στον ΣΥΡΙΖΑ που θα προτιμούσαν σκληρή και εξαντλητική αντιπολίτευση στα συγκεκριμένα θέματα, ή και κάποιοι που κινούνται σε άλλη κατεύθυνση. Το γεγονός πως χρειάστηκε να διαχειριστεί την μικρή εσωτερική κρίση μεταξύ των “σημιτογεννών” Λιάκου, Μπίστη, Παναγιώτου και του “αψύ” Πολάκη, είναι δείγμα των ισορροπιών που πρέπει να τηρηθούν. Και, προσώρας, τηρούνται.
Όλα αυτά, όμως, πρέπει να οδηγήσουν σε κάποιο αποτέλεσμα. Κι αυτό αφορά τις προληπτικές πολιτικές προς τις οποίες οφείλει να κινηθεί η κυβέρνηση. Στη συναίνεση, όπως και στο τανγκό, χρειάζονται δύο. Αυτό που προσφέρεται από τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να τύχει ανταπόκρισης από τον πρωθυπουργό.
Και οι προληπτικές αυτές πολιτικές συναίνεσης αφορούν το ιδιαίτερα σοβαρό ενδεχόμενο να κλιμακώσει έτι περαιτέρω την προκλητικότητά του ο Ταγίπ Ερντογάν. Βαυκαλισμοί περί διεθνούς απομόνωσης της Τουρκίας πέραν του ότι είναι ανακριβείς και αφελείς εγκυμονούν τον κίνδυνο του εφησυχασμού.
Οι πρωτοβουλίες του Κυριάκου Μητσοτάκη για τον EastMed και την εμπλοκή της Γαλλίας στο μέτωπο των τριμερών είναι, δίχως άλλο, προς τη σωστή κατεύθυνση και συνεχίζουν την πολιτική Τσίπρα- Κοτζιά.
Απαιτούνται, όμως, και πρωτοβουλίες στο εσωτερικό της χώρας. Είτε το θέλουμε, είτε όχι, εκ της δομής του πολιτικού μας συστήματος πολλά θα εξαρτηθούν από τις συγκλίσεις στο τρίγωνο Πρωθυπουργός, Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.
Η προσφερθείσα από τον Αλέξη Τσίπρα συναίνεση (με τις αποχρώσεις κριτικής που ορθώς υπάρχουν και είναι χρήσιμες) πρέπει να εξοπλίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη ώστε να κάνει τα επόμενα βήματα που θα την εδραιώσουν και θα την εντάξουν στον στρατηγικό και επιχειρησιακό σχεδιασμό (Ένοπλες Δυνάμεις, ελληνοαμερικανική αμυντική συμφωνία, εξοπλισμοί κ.ά) της χώρας έναντι αναβάθμισης των ήδη υψηλών κινδύνων. Και θα την εντάξουν, ακόμα, στον τρόπο με τον οποίο η κοινή γνώμη προσλαμβάνει αυτούς τους κινδύνους.
Η απόφαση του πρωθυπουργού για την προεδρική εκλογή πρέπει να λαμβάνει υπόψη της όλα τα παραπάνω.
Δεν δικαιολογούνται “αυτοσχεδιασμοί” για την τέρψη του πολιτικού εγωϊσμού κανενός. Εκτός κάποιας εκπλήξεως που δεν διαφαίνεται, ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπορεί να ενισχύσει το μέτωπο της συναίνεσης στα εθνικά θέματα με την επανεκλογή του Προκόπη Παυλόπουλου.
Το διεθνές κύρος του, η δυνατότητά του να δρα ενισχυτικά των εθνικών αποφάσεων στο επίπεδο των ευρωπαϊκών συσχετισμών, οι βαθύτατες γνώσεις του σχετικά με το Διεθνές Δίκαιο, κυρίως, όμως, το γεγονός ότι μπορεί να συγκεντρώσει ευρύτατη (εθνική) κοινοβουλευτική πλειοψηφία, είναι πλεονεκτήματα που δεν πρέπει να απαξιωθούν στο βωμό κάποιων εμμονών.
Μια επανεκλογή του νυν Προέδρου της Δημοκρατίας με τους κ. Μητσοτάκη και Τσίπρα να συναινούν υποδειγματικά και μία σύγκληση -αμέσως μετά- του Συμβουλίου Αρχηγών για την χάραξη νέας εθνικής στρατηγικής στα θέματα που θα κυριαρχήσουν στα ελληνοτουρκικά, το 2020, είναι κάτι χρήσιμο για την κυβέρνηση, το πολιτικό σύστημα και την ίδια την χώρα.