Για τον Θάνο Μικρούτσικο θα μιλήσουν περισσότερο άλλοι. Όσοι βρέθηκαν δίπλα στις νυχτωδίες του βασανιστικού και απελευθερωτικού οίστρου, τότε που ταίριαζε τις νότες, όταν ταξίδευε μαζί με τον Καββαδία και κάπνιζε παρέα με τον Γουϊλι, κι όταν τσακωνόταν δημιουργικά με τον Μπρεχτ, τον Ρίτσο και τη Ρόζα. Όσοι τυχεροί χάϊδευαν την αγωνία του σε καμαρίνια και παρασκήνια, κι όσοι μοιράστηκαν τον ηλεκτρισμό της συναυλιακής εξέδρας. Οι δικοί του άνθρωποι, αυτοί που λιγότερο ή περισσότερο τον συντρόφεψαν εν τέλει στην “μεγάλη έξοδο”.
Λίγες αλλά “μεγαλειώδεις” –για εμένα– συζητήσεις και συνεντεύξεις μαζί του δεν με κάνουν “ειδικό”.
Ούτε καν η αστείρευτη αγάπη για τις μουσικές και τα τραγούδια του. Δεν νιώθω ότι έχω το δικαίωμα. Είμαι, όμως, γεμάτος χαρά για ότι μας προσέφερε απλόχερα και άγριο ενθουσιασμό για το στήθος που φουσκώνει μπροστά στον Άμλετ, το Ανεμολόγιο και τους “7 νάνους”.
Αλλά και βαθιά, άγρια θλίψη όταν σκέφτομαι πως ο Θάνος κλείνει, μάλλον, την εποχή της μουσικής ανάγνωσης της Ιστορίας και της ιστορικής ματιάς στην τέχνη. Κατά ένα περίεργο και εξόχως μοναδικό τρόπο το “μάνα θα φύγω στα καράβια” είναι ο πιο αυθεντικός αποχαιρετισμός στη σύγχρονη ιστορία μας. Είναι πέντε λέξεις με εκατομμύρια αναγνώσεις. Είναι η αρχή για το νέο και η “μαύρη πέτρα” στο πίσω-παλιό. Αρχή και τέλος. Ζωή με πάθος και θάνατος- αλλά όχι λήθη.
Εκείνο που με συγκλονίζει είναι η σκοτεινή σκέψη πως ο Θάνος αφήνει πίσω του ένα πλήθος “ιστορικών ερειπίων” και ένα βλέμμα στον κόσμο μας που πιθανότατα δεν θα ξαναδούμε σε παρτιτούρες και κερκίδες.
Σακατεμένη η έμπνευση, παρότι δεν λείπουν οι άξιοι, εγκλωβισμένη η δημιουργία στα νέα αυτοκτονικά μας στερεότυπα. Σαν να έχει χαθεί εκείνο το φαραωνικό “ουουουφ”, στο τέλος κάθε ρεφρέν και κάθε νότας από το έργο του Θάνου.
Η πατρίδα εμφανίζεται αμήχανη όταν αναζητά τους “διαδόχους” της σε όλα αυτά που ξεκίνησαν από τους σπουδαίους της προηγούμενης εποχής. Κρατά κλειδωμένα τα συναισθήματα των θρύλων και των στιγμών που έζησε, αδυνατεί όπως να αναμετρηθεί με τις μελλοντικές απαντοχές της.
Σπαταλάει χρόνο για να μισήσει καθοδηγούμενη από “ευαγγελιστές” των διχασμών και δεν αφήνει ούτε ένα δευτερόλεπτο να αναπνεύσει και να συνειδητοποιήσει πόσο πτωχαίνει πνευματικά, πολιτικά, κοινωνικά.
Φοβάται –και φοβάμαι κι εγώ– να απαντήσω στην ερώτηση:
Πόσοι Θάνοι μετά τον Θάνο; Αλλά, ακόμα κι αν υπάρχουν φωνές κρυμμένες στις γραμμές των οριζόντων μας, θα μπορέσουμε να τις φτάσουμε, να τις αναγνωρίσουμε; Θα μπορέσουν εκείνες να βγουν μπροστά; Ή, μήπως, μοιραίοι, θα ασφυκτιούμε στη λαμαρίνα που όλα τα σβήνει και θα πνιγόμαστε στη ζώνη του Κουροσίβο;
Μετρήσαμε πολλές απώλειες τα τελευταία χρόνια…
Χειροκρότημα, αυλαία.
Σ.Κ