Περίπου ένας στους τρεις οφειλέτες αναγκάζεται να ζητάει τη συνεισφορά των εργαζόμενων ή συνταξιούχων γονέων του, πολλές φορές ατόμων υπερήλικων και με μικρές συντάξεις, όπως προκύπτει από τις καθημερινές συναντήσεις νομικών συμβούλων της ΕΚΠΟΙΖΩ με υπερχρεωμένους οφειλέτες…
Αυτό αναφέρθηκε σε εκδήλωση της Ενωσης Καταναλωτών Ποιότητα Ζωής (ΕΚΠΟΙΖΩ) σχετικά με το κόστος διαβίωσης μέσα στην κρίση όπου παρουσιάστηκε και έρευνα του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, σύμφωνα με την οποία η αλλαγή του επιπέδου διαβίωσης των Ελλήνων έχει επηρεάσει, όπως είναι φυσιολογικό, και τη διατροφή τους, οδηγώντας τους σε φθηνότερες επιλογές τροφών.
Τα στελέχη της ΕΚΠΟΙΖΩ έκαναν εκτενή αναφορά στο πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί σχετικά με τον καθορισμό του κόστους διαβίωσης στην κρίση, όπως αναφέρει η εφημερίδα «Εθνος».
Σύμφωνα με μια πρόχειρη έρευνα της ΕΚΠΟΙΖΩ, κατά τη διαχείριση φακέλων υπερχρεωμένων οφειλετών στο στάδιο του εξωδικαστικού συμβιβασμού, σε ένα ενδεικτικό δείγμα 100 ατόμων προέκυψαν τα εξής αποτελέσματα:
α) νοικοκυριά που αποτελούνται από ένα άτομο ορίζουν κατά μέσο όρο το ποσό των 536 ως απαραίτητο για τη διαβίωσή τους,
β) δύο άτομα το ποσό των 817 ευρώ,
γ) τρία άτομα το ποσό των 1.071 ευρώ,
δ) τέσσερα άτομα το ποσό των 1.257 ευρώ και
ε) πέντε άτομα το ποσό των 1.500 ευρώ.
Σε όλες τις περιπτώσεις δεν συνυπολογίζεται το ενοίκιο. Ενα αξιοσημείωτο στοιχείο που προκύπτει από την εν λόγω έρευνα είναι ότι παρουσιάζει πολύ μεγαλύτερη ομοιομορφία ανάμεσα στις επιμέρους περιπτώσεις νοικοκυριών σε αντίθεση με τον προσδιορισμό του κόστους διαβίωσης από τα ελληνικά δικαστήρια, όπου συναντάται, όπως αναφέρθηκε προηγούμενα, μεγάλο εύρος αποκλίσεων.
Οπως ανέφεραν τα στελέχη της ΕΚΠΟΙΖΩ, φαίνεται ότι τα ελληνικά δικαστήρια δεν έχουν κατασταλάξει στον τρόπο υπολογισμού των βιοτικών δαπανών του οφειλέτη. Το φαινόμενο αυτό έχει παρατηρηθεί σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες με νόμο ιδιωτικής αφερεγγυότητας.
Σταδιακά, μόλις τα τελευταία χρόνια, η λογική της ανθρώπινης αξιοπρέπειας επικράτησε της λογικής της μέγιστης ικανοποίησης των πιστωτών καθώς ενώ το εισόδημα και η περιουσία του οφειλέτη είναι εύκολα αποτιμητά και αποδείξιμα, οι βιοτικές ανάγκες παρουσιάζουν μεγάλη δυσχέρεια στον προσδιορισμό του κόστους τους.
«Στην Ελλάδα του 2013, ο δικαστής δεν είναι δυνατό να εντοπίσει αντικειμενικά κριτήρια στα κοινωνικά επιδόματα, λόγω του χαρακτήρα τους, της αμφιλεγόμενης συνταγματικότητάς τους και των ιδιαιτέρων συνθηκών που επικρατούν στην ελληνική κοινωνία. Πιο κοντά στην πραγματικότητα θα μπορούσαν να βρίσκονται τα αποτελέσματα των στατιστικών ερευνών της EUROSTAT και κατ’ επέκταση της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας σχετικά με τις έρευνες για τα όρια της φτώχειας, τα κριτήρια και η μεθοδολογία των οποίων καθορίζονται στον κανονισμό 1177/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου» όπως αναφέρθηκε από τους ομιλητές.