Μετά τα πενιχρά (επιεικώς) αποτελέσματα του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ταγίπ Ερντογάν στο Λονδίνο, πριν μερικούς μήνες, η τουρκική προκλητικότητα κλιμακώθηκε και έφτασε στο πλέον επικίνδυνο σημείο των τελευταίων περίπου 25 ετών. Τα memoranda με το καθεστώς της Τρίπολης δεν ήταν, φυσικά, όπως ήθελε η “εσωτερική πολιτική κατανάλωση”, μία αποσπασματική κίνηση της τουρκικής διπλωματίας αλλά, όπως αποδεικνύεται, μια καλά σχεδιασμένη κίνηση να σπάσει ο ενεργειακός κλοιός και να ανατραπούν οι γεωπολιτικές ισορροπίες στη νοτιοανατολική Μεσόγειο.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Ως απάντηση σε όλα αυτά, η ελληνική κυβέρνηση άρχισε να διακινεί την άποψη ότι η Τουρκία είναι “διεθνώς απομονωμένη” και να επιδεικνύει τις δηλώσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων και την διακινούμενη ανησυχία του αμερικανικού παράγοντα. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός διατύπωσε ευθέως και δημοσίως την άποψη περί “απομόνωσης της Τουρκίας” σε αρκετές περιπτώσεις, ακόμα και στις παρεμβάσεις του κατά το πρόσφατο ταξίδι στις ΗΠΑ.
Είναι αλήθεια πως εφόσον υλοποιηθεί η δέσμευση του Μάϊκ Πομπέο στην ελληνική αποστολή (σχετικές αναφορές έγιναν και στη συνάντηση που είχε ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας με Έλληνες ανταποκριτές στην Ουάσιγκτον) για αμερικανική διαμεσολάβηση προς αποκλιμάκωση της έντασης, το αμέσως προσεχές διάστημα, οι συντεταγμένες του γεωπολιτικού παζλ θα τροποποιηθούν κατάτι προς όφελος της Ελλάδας. Μένει, ωστόσο, να δούμε εάν, πότε και με ποιον τρόπο θα συμβεί κάτι τέτοιο.
Κι αυτό διότι, από τα μηνύματα του Πομπέο μέχρι τις δηλώσεις της γραφειοκρατίας του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ προκύπτει ουσιώδης διαφορά. Ο πρώτος είναι σαφώς πιο δεκτικός στις ελληνικές “κόκκινες γραμμές” απ΄ ότι η δεύτερη που (δήλωση στον ανταποκριτή του Ant1) περιορίζεται σε παροτρύνεσεις περί συνεργασίας των δύο χωρών για την διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας στην περιοχή. Και, επιπροσθέτως, σε όλα αυτά πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη και η παράμετρος Τραμπ, δεδομένου ότι ο Αμερικανός πρόεδρος, που επιδιώκει με μεγάλες πιθανότητες, όπως λέγεται, την επανεκλογή του σε περίπου 11 μήνες, όχι μόνο δηλώνει “φίλος” του Ερντογάν αλλά έχει μια διαφορετική θεώρηση των πραγμάτων.
Το ερώτημα είναι κατά πόσο απέναντι σε όλα αυτά η Ελλάδα διαθέτει “εθνική στρατηγική”. Μέχρις ώρας κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται.
Επί τρεις δεκαετίες, η στρατηγική της χώρας βασίστηκε στην “ευρωπαϊκή προοπτική” της Τουρκίας. Με αυτό το “εργαλείο” η ελληνική διπλωματία επιχειρούσε να αντισταθμίσει τις τουρκικές διεκδικήσεις, επικαλούμενη, ορθώς μέχρι ενός σημείου, το Διεθνές Δίκαιο και τις συνθήκες.
Σήμερα είναι πασιφανές πως ούτε οι Ευρωπαίοι θα δώσουν ποτέ το σήμα για την ευρωπαϊκή πορεία της γείτονος, ούτε ο Ταγίπ Ερντογάν επιθυμεί κάτι τέτοιο. Μια “ειδική σχέση” με οικονομικό πρόσημο είναι το περισσότερο που μπορεί να προκύψει κάποια στιγμή στο μέλλον και μένει να δούμε εάν στο πλαίσιο μιας τέτοιας προσέγγισης μπορεί να εισαχθούν προς συζήτηση ρήτρες διασφάλισης της ελληνικής κυριαρχίας έναντι των τουρκικών αμφισβητήσεων.
Είναι, όμως, μεγάλο στρατηγικό σφάλμα να θεωρούμε πως η Τουρκία είναι “διεθνώς απομονωμένη”.
Πρέπει να κατανοήσουμε -ώστε να σταθεί εφικτό να παραγάγουμε νέα εθνική στρατηγική- πως ο Ταγίπ Ερντογάν έχει οδηγήσει τον εξ ανατολών γείτονα στην εποχή της μεγαλύτερης του ισχύος και πως η ισορροπία δυνάμεων που πάντοτε επικαλούμασταν έχει διασαλευθεί εδώ και καιρό.
–Οικονομικά, η “ψαλίδα” ανάμεσα στο ελληνικό και το τουρκικό ΑΕΠ έχει ανοίξει κατά τη δεκαετία της ελληνικής κρίσης σε εξαιρετικά ανησυχητικό βαθμό, φθάνοντας πλέον περίπου το 1:4.
Σύγκριση ΑΕΠ Ελλάδας Τουρκίας. Σε τρέχουσες τιμές εκπεφρασμένες σε USD
Το ίδιο συμβαίνει και με το εξωτερικό δημόσιο χρέος:
Χρέος Γενικής κυβέρνησης σαν % του ΑΕΠ
–Δημογραφικά, δεν χρειάζεται κανείς να επιχειρηματολογήσει. Η Τουρκία είναι μια χώρα σε πληθυσμιακή έκρηξη και η Ελλάδα μια διαρκώς συρρικνούμενη κοινωνία. Εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς πως αυτή η εντεινόμενη δημογραφική ανισορροπία επηρεάζει το σύνολο των γεωπολιτικών εξελίξεων στην περιοχή μας.
–Στρατιωτικά, επίσης εύκολα κατανοεί κανείς πως η γειτονική χώρα διαθέτει οικονομική ισχύ, συμμαχίες και κυρίως –μη ούσα ευρωπαϊκή χώρα και μη υποκύπτουσα σε κανόνες διαφάνειας και κοινωνικής ισορροπίας– προχωρά ακατάπαυστα σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Με ένοπλες δυνάμεις επιθετικές που δοκιμάζονται συχνά “επί του πεδίου”.
Το γεγονός ότι στα επόμενα χρόνια η Τουρκία θα είναι πιθανώς σε θέση να έχει δική της “πολεμική” παραγωγή και να μην εξαρτάται απολύτως από τις ΗΠΑ, ή την Ρωσία, την φέρνει σε προνομιακή θέση. Στόχος είναι, ως γνωστόν, το “όραμα” του Ερντογάν για μια Τουρκία περιφερειακή υπερ-δύναμη με ορίζοντα το 2023 και την μετακίνηση από την κεμαλική στη νεοοθωμανική- “ερντογανική” περίοδο.
Δυστυχώς, σε όλους τους παραπάνω τομείς η Ελλάδα υπολλείπεται δραματικά και, ας το ομολογήσουμε, με ευθύνη του πολιτικού της συστήματος και των κυβερνήσεων των τελευταίων δεκαετιών.
Πως προκύπτει, λοιπόν, η ψευδαίσθηση περί “διεθνούς απομόνωσης” της Τουρκίας, την οποία αναπαράγουν οι κυβερνητικοί παράγοντες με σαφή κίνδυνο να αποπροσανατολίσει την στρατηγική της χώρας;
Την ώρα που ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρισκόταν στην Ουάσιγκτον, ο Ταγίπ Ερντογάν υποδεχόταν τον Βλαντιμίρ Πούτιν και προχωρούσαν τον σχεδιασμό για τον “Turkish Stream” που εν μέρει μόνο αποτελεί απάντηση στον Eastmed.
Ο Σαρλ Μισέλ βρέθηκε το σαββατοκύριακο στην Τουρκία σε μια προσπάθεια του ευρωπαϊκού παράγοντα να συμφωνήσει με τον Ερντογάν πρωτοβουλίες αποκλιμάκωσης στη Συρία, τη Λιβύη και τη νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Η Άγκελα Μέρκελ σπεύδει κι εκείνη στην Άγκυρα, έχοντας διακριτικά συνταχθεί με τον ενεργειακό σχεδιασμό του Ερντογάν ( “Turkish Stream”) , παρά τις αντιδράσεις του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ. Το Βερολίνο, άλλωστε, συγκλίνει με τη Μόσχα (άρα και με την Άγκυρα) με την ρωσική ενεργειακή πολιτική (“North Stream 2”). Και, προσέξτε, εγκωμιάζει δημοσίως τον Βλαντιμίρ Πούτιν και τον… “απομωνομένο” Ταγίπ Ερντογάν για την κατάπαυση πυρός στη Λιβύη!
Η Τουρκία βρίσκεται στρατιωτικά στη Λιβύη και τη Συρία. Υποκαθιστά σε μεγάλο βαθμό τις αμερικανικές δυνάμεις και διευκολύνει τον Τραμπ να πορευτεί με λιγότερα προβλήματα προς τις εκλογές του προσεχούς Νοεμβρίου.
Συνομιλεί με το Ιράν, σε αντίθεση, μάλιστα, με τα αμερικανικά συμφέροντα, ως παράγοντας που μπορεί να εξασφαλίσει λύσεις στην περιοχή. Στηρίζει το καθεστώς Σαράζ στη Λιβύη -σε κόντρα με τη Ρωσία- και η εκεχειρία που ανακοίνωσε ο στρατηγός Χαφτάρ μάλλον την ευνοεί καθώς δίνει χρόνο ζωής και δυνατότητα κινήσεων στην κυβέρνηση της Τρίπολης.
Δυστυχώς για εμάς, ο Ερντογάν βρίσκεται σχεδόν παντού, συνομιλεί με όλους. Χρησιμοποιεί ακόμα και το προσφυγικό για να εξασφαλίσει ήπιες σχετικά αντιδράσεις από την Ευρώπη (δεν είναι τυχαίο πως η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει θέσει ακόμα το θέμα των κυρώσεων διότι γνωρίζει πως οι Βρυξέλλες δεν είναι διατεθειμένες να τις εφαρμόσουν, όπως δεν εφάρμοσαν ποτέ τις αποφάσεις του περασμένου Ιουνίου).
Είναι αφελές, ή, μάλλον, είναι επικίνδυνο για τα συμφέροντά μας να θεωρούμε πως η Τουρκία είναι απομονωμένη. Ακόμα και ως σλόγκαν “εσωτερικής κατανάλωσης” δρα αποπροσανατολιστικά.
Και γίνεται έτι περαιτέρω επικίνδυνο δεδομένου ότι ανοίξαμε στο εσωτερικό της χώρας μια συζήτηση -πιθανώς αναγκαία- για την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, χωρίς να έχουμε ακόμα εξασφαλίσει το απαραίτητο διεθνές περιβάλλον και την εσωτερική πολιτική και κοινωνική συνοχή.
Ακόμα και η επίσης αναγκαία ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων που ως συζήτηση έχει ξεκινήσει (αναβάθμιση F16 και αιτούμενη συμμετοχή στο πρόγραμμα των F35 με προμήθεια τέτοιοων αεροσκαφών σε βάθος περίπου δεκαετίας), τίθεται ως “αντίβαρο”, και όχι στο πλαίσιο μιας νέας εθνικής στρατηγικής με οικονομικές, δημογραφικές, κοινωνικές, πολιτικές και στρατιωτικές διαστάσεις και με οικοδόμηση μιας νέας αρχιτεκτονικής διεθνών συμμαχιών.
Οι ψευδαισθήσεις περί “διεθνούς απομόνωσης” της Τουρκίας πρέπει να τελειώσουν. Όπως πρέπει να τελειώσουν και οι αντιλήψεις πως η Ελλάδα είναι “προβλέψιμος” σύμμαχος των ΗΠΑ ή της Ευρώπης, δίχως, όμως, να αντλεί εκείνα τα οφέλη που θα έπρεπε να απορρέουν από αυτές τις συμμαχίες.
Η επίκληση της ανάγκης εθνικής ενότητας, η οποία αποτελεί προαπαιτούμενο για μια νέα εθνική στρατηγική, παραπαίει, άλλωστε, σε μια ευτελή εσωτερική κομματική αντιπαράθεση και σε μια κοινωνία που τελεί σε σύγχυση και είναι, εν τέλει, διχασμένη με ευθύνες του πολιτικού μας προσωπικού. Επ΄ αυτού, η κυβέρνηση έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων αλλά ελάχιστα πράττει.
Οι ολοένα και πιο πυκνές αναφορές, πλέον, αρκετών δημοσίων παραγόντων (Καραμανλής, Σημίτης, Κοτζιάς, Ροζάκης), έστω και απο διαφορετική αφετηρία η κάθε μια, για “τα δύσκολα χρόνια που έρχονται”, πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη. Τίποτε δεν δικαιολογεί εφησυχασμό ή “αίσθηση μεγαλείου”…