Ξεκάθαρες αποστάσεις για τα θέματα των δημοσιών υπαλλήλων αλλά και για το «χαράτσι» πήρε ο Φώτης Κουβέλης μιλώντας σε ανοιχτή συγκέντρωση. Ο Πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ τόνισε πως είναι αντίθετος με την παράταση της πληρωμής του τέλους της ακίνητης περιουσίας μέσω της ΔΕΗ κάτι για το οποίο επιμένει η τρόικα…
«Πρέπει άμεσα να προχωρήσουν ρυθμίσεις για τη μείωση του Φ.Π.Α. στην εστίαση, την αύξηση του αριθμού των δόσεων για την εξόφληση των οφειλών των πολιτών προς το δημόσιο, την ουσιαστική ελάφρυνση των νοικοκυριών για την εξόφληση δανείων με αύξηση του αριθμού των δόσεων, μείωση των επιτοκίων και περικοπή μέρους του χρέους, την επανεξέταση και τον ανακαθορισμό της συνολικής τιμής του πετρελαίου θέρμανσης. Στο πλαίσιο αυτό δεν πρέπει να υπάρξει παράταση εφαρμογής του ειδικού τέλους ηλεκτροδοτούμενων επιφανειών και πρέπει να εφαρμοσθεί το 2013 ο Ενιαίος Φόρος Ακίνητης Περιουσίας»
Για το θέμα των απολύσεων, ο Φώτης Κουβέλης υποστήριξε πως δεν προσφέρει τίποτα από την στιγμή που υπάρχει ύφεση στην χώρα μας και στήριξε τον Α. Μανιτάκη για το τρόπο με τον οποίο χειρίζεται το θέμα των δημοσίων υπαλλήλων.
Παράλληλα εξαπέλυσε επίθεση εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ κατηγορώντας τον Α. Τσίπρα και τα στελέχη της Κουμουνδούρου ότι ψαρεύουν σε θολά νερά .
«Σε μια εποχή συγχύσεων, πολλοί ψαρεύουν στα θολά νερά. Θολά νερά, βρώμικα ψάρια, λέει ο λαός. Ο ΣΥΡΙΖΑ από τη μια τροφοδοτεί την ένταση, επιδιώκει την πόλωση και διατηρεί μια ισοπεδωτική πολεμική στο λόγο του και από την άλλη επιχειρεί να εμφανιστεί ως κυβερνητική δύναμη. Από τη μια επαναλαμβάνει την πρόταση μονομερούς καταγγελίας του μνημονίου και από την άλλη μιλάει για επαναδιαπραγμάτευση»
Ο Πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ απέκλεισε εκ νέου την πρόταση του Ευ. Βενιζέλου για κοινή κάθοδο των δύο κομμάτων στις εκλογές. «Μια πρόταση αντίθετα, που συσκοτίζει τη διαφορά μεταξύ της κομματικής συγχώνευσης και της πολιτικής συμμαχιών που μπορεί να έχει ένα αυτόνομο κόμμα, το αντιμετωπίζει εργαλειακά και υποτιμά τους ανθρώπους και τις ιδέες τους. Προωθεί μια σύγκλιση «από τα πάνω» όχι ως όραμα που κινητοποιεί αλλά ως επιβαλλόμενη «βούληση».