Η τελευταία δημοσκόπηση (Τάσεις) της MRB καταγράφει μερικά πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία σχετικά με τα συναισθήματα της κοινής γνώμης. Πρόκειται ουσιαστικά για το “συλλογικό υποσυνείδητο” της στιγμής, ή αλλιώς μια “φωτογραφία” της κοινωνίας, που -για τους γνωρίζοντες- έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από τα ποσοτικά στοιχεία, όπως η “Πρόθεση Ψήφου”, που συνήθως αναδεικνύονται από τα μέσα ενημέρωσης και δίνουν “τροφή” για πρωτοσέλιδα και πολιτικές αντιπαράθέσεις.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Στα χέρια των δημοσκόπων, άλλωστε, αυτά τα ποιοτικά στοιχεία είναι που βοηθούν στην ανάγνωση των τάσεων της κοινωνίας, οι οποίες, καθώς κυλάει ο χρόνος, μπορεί να μετουσιωθούν και σε ποσοτικά και να διαμορφώσουν πλαίσιο πολιτικών εξελίξεων.
Το τελευταίο γίνεται συνήθως αργά, αλλά δεν θέλω να σταθώ τόσο σε αυτό όσο στο τι κοινωνία είμαστε, τι πιστεύουμε και πως μεταβαλλόμαστε. Πρόκειται, επί της ουσίας, για έναν “καθρέφτη” του κοινωνικού περιβάλλοντος με την προβολή μικρών “ειδώλων” που επηρεάζεται από τις συνθήκες, τις εξελίξεις και μια σειρά εξωγενών παραγόντων.
Σταχυολογώ, λοιπόν, ορισμένα τέτοια στοιχεία που συνιστούν ένα μικρό εθνικό ψυχογράφημα:
–Αμέσως μετά τις εκλογές του Ιουλίου και την ευρεία νίκη της Ν.Δ, το στοιχείο που δικαίως κυριάρχησε ήταν η ελπίδα. Συναίσθημα που αφορούσε τη νέα διακυβέρνηση, το νέο πρωθυπουργό, σε συνδυασμό δίχως άλλο με την άρση της απογοήτευσης που είχε να κάνει με το “παλιό” (προηγούμενη διακυβέρνηση, πρώην πρωθυπουργός). Στην μέτρηση, λοιπόν, του Σεπτεμβρίου 2019, πρώτο στη σειρά των συναισθημάτων ήταν η ελπίδα με ποσοστό 48,4%. Ήτοι, ένας στους δύο Έλληνες επένδυε ελπιδοφόρες προσδοκίες στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
–Στην τελευταία μέτρηση της ίδιας εταιρείας (παρουσιάστηκε στο δελτίο ειδήσεων του Star Channel), το συναίσθημα της ελπίδας κατατάσσεται στη δεύτερη θέση και απομειώνεται κατά 10 ολόκληρες μονάδες (38,7%). Σε κάθε περίπου πενήντα Έλληνες που υποδέχθηκαν, δηλαδή, με συναίσθημα ελπίδας την πολιτική και κυβερνητική αλλαγή, οι δέκα έχουν πάψει να ελπίζουν!
-Στην μέτρηση του Σεπτεμβρίου, το συναίσθημα του φόβου διακατείχε το 34,8% των πολιτών. Μόλις ένας στους τρεις και σε ποσοστό κοντά στην εκλογική επίδοση του ΣΥΡΙΖΑ. Σήμερα, οι πολίτες που δηλώνουν ως κυρίαρχο συναίσθημα τον φόβο φθάνουν στο 40%, μια αύξηση, δηλαδή, πέντε μονάδων. Το 33,6% εκείνων, δε, που ψήφισαν Ν.Δ στις τελευταίες εκλογές δηλώνουν τώρα ότι φοβούνται!
–Τον Σεπτέμβριο, οι πολίτες που δήλωναν ότι ντρέπονταν (συναίσθημα ντροπής) ήταν το 25,8 των ερωτηθέντων. Σήμερα φθάνουν στο 31,6%! Μεταξύ αυτών και περίπου δύο στους δέκα που ψήφισαν τη Ν.Δ τον περασμένο Ιούλιο.
–Από τον Σεπτέμβριο μέχρι σήμερα διακρίνεται μείωση του συναισθήματος της οργής από το 35% στο 30,5%, στοιχείο που πιθανότατα είναι “μεταφερόμενο” από την οργή που ένοιωθε μια σημαντική μερίδα ψηφοφόρων για τις πολιτικές συνθήκες και τις πράξεις της προηγούμενης κυβέρνησης. Αλλά, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, και από μια γενική αίσθηση επιστροφής στην “κανονικότητα” που καλλιεργήθηκε από την κυβέρνηση και τα φιλικά μέσα ενημέρωσης.
–Δύο στοιχεία με μεγάλο ενδιαφέρον είναι και αυτά που αφορούν στα συναισθήματα της περηφάνειας και της σιγουριάς. Θα ανέμενε κανείς πως με το κλίμα της πολιτικής αλλαγής τα συναισθήματα αυτά θα ενισχύονταν. Αντ’ αυτού η μεν περηφάνεια μειώνεται από το 14,9% τον Σεπτέμβριο, στο 13,6% τον Ιανουάριο, η δε σιγουριά από το 14,2% στο 11,9% το ίδιο διάστημα. Μόνο το 18,3% των ψηφοφόρων της Ν.Δ του Ιουλίου δηλώνουν πως αισθάνονται περήφανοι και μόνο το 22,8% σίγουροι για την πορεία και το μέλλον της χώρας!
–Μεταξύ των γυναικών ο φόβος υπερβαίνει κατά πολύ τον μέσο όρο (στο εκλογικό σώμα) και φθάνει το 50,4 (!) και στις νεότερες ηλικίες 49,4% (17-34 ετών) και 50,4% (35-44 ετών).
-Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η αποτύπωση των παραπάνω συναισθημάτων στον χώρο της λεγόμενης αδιευκρίνιστης ψήφου (πολίτες που δεν έχουν αποφασίσει τι θα ψηφίσουν όταν θα διεξαχθούν εκλογές). Σε αυτό το τμήμα της κοινωνίας, ο φόβος φθάνει το 37,2%, η ντροπή το 44% (!), η οργή το 39,6%, ενώ εξαιρετικά χαμηλά είναι τα ποσοστά της περηφάνειας και της σιγουριάς.
Πρώτο συμπέρασμα: Η έρευνα της MRB αποτυπώνει μια κοινωνία που φοβάται περισσότερο, που ντρέπεται περισσότερο, που ελπίζει πολύ λιγότερο, που δεν αισθάνεται περήφανη για τη χώρα και σίγουρη για το μέλλον.
Παρότι είναι αρκετά εύκολο να “ερμηνεύσει” κανείς γιατί συμβαίνουν όλα τα παραπάνω σε ένα περιβάλλον αδιαμφισβήτητης (ακόμα) πολιτικής ηγεμονίας της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη και τόσο κοντά στον χρόνο των τελευταίων εκλογών, έσπευσα να ζητήσω τη γνώμη των ειδικών περί τις δημοσκοπήσεις.
Η απάντηση είναι κατηγορηματική: Ελληνοτουρκικά και μεταναστευτικό-προσφυγικό είναι οι δύο βασικές αιτίες για την διαμόρφωση αυτού του στιγμιαίου (;) “συλλογικού υποσυνείδητου”.
Αυτό επιβεβαιώνεται, άλλωστε, και από ποσοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων.
Στις Τάσεις της MRB, για παράδειγμα, του Δεκεμβρίου του 2018 -περίπου ένα χρόνο πριν- το μεταναστευτικό- προσφυγικό ήταν μόλις 7ο στην κατάταξη των θεμάτων που απασχολούσαν την ελληνική κοινωνία. Παρά την σκληρή, τότε, αντιπολιτευτική ρητορική της Ν.Δ, τις εικόνες στη Μόρια και γενικότερα στα νησιά, των απειλών της Τουρκίας, την αβελτηρία των ευρωπαίων εταίρων και την προβολή του υπαρκτού προβλήματα στα μέσα ενημέρωσης. Μόλις το 18,1% των πολιτών (Τάσεις Δεκεμβρίου 2018) αξιολογούσαν ως σημαντικό το συγκεκριμένο θέμα.
Σήμερα (δημοσκόπηση MRB Ιανουαρίου 2019) το μεταναστευτικό αναδεικνύεται -μετά την ανεργία- ως το 2ο θέμα που ανησυχεί την κοινωνία με ποσοστό 40,5%. Στο “συλλογικό υποσυνείδητο” το πρόβλημα έκανε “άλμα” 22 ποσοστιαίων μονάδων!
Η δεύτερη αιτιολογία σχετικά με την έκρηξη των συναισθημάτων -κυρίως του φόβου αλλά και της κατάρρευσης της ελπίδας-, σύμφωνα πάντοτε με τους αναλυτές των δημοσκοπήσεων, είναι η κρισιμότητα των εξελίξεων στα ελληνοτουρκικά. Αυτό επιβεβαιώνεται από άλλο στοιχείο της δημοσκόπησης που αναφέρει πως το 54,6% των πολιτών πιστεύει ότι είναι πολύ πιθανό ή πιθανό να εκδηλωθεί “θερμό επεισόδιο” με την Τουρκία το επόμενο χρονικό διάστημα.
Δεύτερο συμπέρασμα: Εάν επιχειρήσει κανείς μια λογική προβολή όλων των παραπάνω στοιχείων καταλήγει στην εύλογη διαπίστωση πως η κυβερνητική πολιτική αλλά και οι αντικειμενικές συνθήκες (αύξηση μεταναστευτικών ροών και απειλές της Τουρκίας) προκαλούν έντονα συναισθήματα φόβου και ανασφάλειας στους πολίτες.
Κι αυτό επιβεβαιώνει εκείνους που αξιολογούν ότι ο συνδυασμός εθνικά θέματα- μεταναστευτικό θα είναι το μείζον θέμα του 2020 και πως από αυτόν θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό η πολιτική σταθερότητα και η εικόνα της κυβέρνησης.
Είναι προφανές πως η περίοδος που ήταν -ορθή ή όχι είναι άλλη συζήτηση- βολική εξήγηση για όσα συμβαίνουν η αποτυχία της προηγούμενης κυβέρνησης οδηγείται προς το τέλος της. Ίσως και να έχει ήδη παρέλθει. Εφεξής, η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι αντιμέτωπη με τα προβλήματα και κρίνεται από την διαχείριση της σε αυτά.
Εν κατακλείδι, μια κοινωνία που “φοβάται” και “δεν ελπίζει” δεν είναι μια υγιής κοινωνία. Όσο κι αν οι ρυθμοί ανάπτυξης αυξάνονται (;), όσο κι αν εδραιώνεται το αίσθημα “δημόσιας τάξης” (;), ακόμα κι αν καταστεί εφικτός ο στόχος για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, όσο κι αν η μιντιακή υπεροπλία εδραιώνεται, τα κυρίαρχα συναισθήματα των πολιτών κρατούν την κοινωνία σε μια “φυλακή αβεβαιότητας”.
Η κυβέρνηση χάνει την επικοινωνιακή μάχη στις τοπικές κοινωνίες που αντιδρούν για το προσφυγικό, όμηρος και η ίδια της ρητορικής που είχε μετέλθει τα προηγούμενα χρόνια, δεν απαντά, επίσης, ακόμα, στην ανασφάλεια μιας σύγκρουσης με την Τουρκία.
Και όλα δείχνουν πως τα δύο αυτά σοβαρά θέματα θα εγκατασταθούν για τα καλά στην ατζέντα της καθημερινότητας. Το εάν θα παραγάγουν ή όχι και πολιτικές εξελίξεις μένει να το δούμε…
Υ.Γ Ευχαριστώ θερμά τον πρόεδρο της MRB Δημήτρη Μαύρο για τα στοιχεία που έθεσε σε γνώση μου. Φυσικά, τα συμπεράσματα είναι δικά μου…