Ο Διεπιστημονικός Οργανισμός Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης (ΔΟΑΤΑΠ), είχε ενημερώσει με επιστολή του την υπουργό Παιδείας, Νίκη Κεραμέως, (και τις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Εξωτερικών), στις 20 Σεπτεμβρίου 2019, σχετικά με το πρόβλημα που υπάρχει με τις απαιτήσεις της Κομισιόν στην αναγνώριση πτυχίων εκπαιδευτικών από κολέγια. Ωστόσο φαίνεται πως η υπουργός Παιδείας δεν έλαβε υπόψη της τα επιχειρήματα του ΔΟΑΤΑΠ. Σε επιστολή του ο Οργανισμός αναφέρει ότι:
Ζητήματα, τα οποία σχετίζονται με το είδος της αναγνώρισης αλλοδαπών τίτλων, την οποία κρίνει αναγκαία ο Έλληνας νομοθέτης για την πρόσληψη εκπαιδευτικών στη δημόσια εκπαίδευση, είναι εξεταστέα υπό το πρίσμα της απαίτησης από αυτόν αυξημένων ακαδημαϊκού χαρακτήρα ιδιοτήτων ή προσόντων τόσο από τους κατόχους ημεδαπών όσο και από τους κατόχους αλλοδαπών τίτλων, ζήτημα το οποίο, επίσης, ανάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητά του.
Στην πολυσέλιδη αναφορά του ο Οργανισμός υπογραμμίζει επίσης ότι:
Α. Φορείς όπως τα Κολέγια του ν. 3696/2008, όπως ισχύει, συνιστούν στο πλαίσιο της ελληνικής νομοθεσίας φορείς μη τυπικής εκπαίδευσης. Κατά συνέπεια, δεν θα μπορούσε να αναγνωρισθεί από τον ελληνικό Οργανισμό αναγνώρισης ακαδημαϊκής ισοτιμίας, ως χρόνος σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης, χρόνος σπουδών ο οποίος πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα σε τέτοιο φορέα διότι τούτο θα συνιστούσε καταστρατήγηση των παραγράφων 5 και 8 του άρθρου 16 του Συντάγματος, οι οποίες διέπουν την αναγνώριση ακαδημαϊκής ισοτιμίας στην Ελλάδα [ΣτΕ 1469/2016 (Ολομ), 546/2016, 2615–2618/2015, 775/2015 (επταμ.), 775/2015 (επταμ), 2154/2014, 1698/2013, 691/2013 (Ολομ.), 3451/2011, 567/2010 (επταμ.) 1412/2011, 2550/2009, 1452/2008, 1680/1999, 3457/1998 (Ολομ.), 1890/1992, 2274/1990 (Ολομ.)]. Οι σχετικές με την αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων Οδηγίες δεν αφορούν την ακαδημαϊκή αναγνώριση τίτλων σπουδών. Η παγίως και διεθνώς αποδεκτή διάκριση μεταξύ της αναγνώρισης ακαδημαϊκής ισοτιμίας τίτλων σπουδών της αλλοδαπής και αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων ή πρόσβασης σε επάγγελμα τα οποία πιστοποιούνται από τίτλους σπουδών της αλλοδαπής καθώς επίσης και το ότι ο καθορισμός των προσόντων που απαιτούνται για την άσκηση επαγγέλματος εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του εθνικού νομοθέτη έχει διατυπωθεί σε σχετική νομολογία του ΣτΕ. Άλλωστε η αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων εντάσσεται στην αρμοδιότητα άλλων Συμβουλίων.
Β. «…οι ρυθμίσεις του ν. 3328/2005, όπως ισχύει, και οι οποίες αφορούν αποκλειστικά στην αναγνώριση ακαδημαϊκής ισοτιμίας τίτλων προς τους απονεμόμενους από τα ΑΕΙ της ημεδαπής και επομένως ανάγονται στην εσωτερική οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος των σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης, δεν υπεισέρχονται σε παράβαση διατάξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για τον λόγο αυτό άλλωστε έχει κριθεί ότι οι σχετικές με την αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων Οδηγίες δεν αφορούν την αναγνώριση ακαδημαϊκών τίτλων σπουδών.
Όπως αναφέρει ο ΔΟΑΤΑΠ, η παγίως και διεθνώς αποδεκτή διάκριση μεταξύ της αναγνώρισης ακαδημαϊκής ισοτιμίας τίτλων σπουδών της αλλοδαπής και αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων ή πρόσβασης σε επάγγελμα τα οποία πιστοποιούνται από τίτλους σπουδών της αλλοδαπής καθώς επίσης και το ότι ο καθορισμός των προσόντων που απαιτούνται για την άσκηση επαγγέλματος εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του εθνικού νομοθέτη έχει διατυπωθεί σε σχετική νομολογία του ΣτΕ.
Γ. Επιπροσθέτως, οι δράσεις των οργάνων της ΕΕ δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τον συντονισμό των εθνικών νομοθεσιών στο πλαίσιο της αναγνώρισης ακαδημαϊκής ισοτιμίας καθώς αυτή εμπίπτει στην κατά την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών. Κατά συνέπεια οποιαδήποτε παρέμβαση στο ν. 3328/2005 – ο οποίος σε συνδυασμό με το άρθρο 16 παρ. 5 και 8 του Συντάγματος αποτελούν την ελληνική νομοθεσία η οποία διέπει την αναγνώριση ακαδημαϊκής ισοτιμίας – προς τον σκοπό αντιμετώπισης ζητημάτων τα οποία αφορούν στην από επαγγελματικής άποψης εξέταση αλλοδαπών τίτλων και τα οποία ανέκαθεν ενέπιπταν στις αρμοδιότητες άλλων οργάνων της ελληνικής Πολιτείας, θα συνεπαγόταν ανεπίτρεπτη παραβίαση των παραπάνω διατάξεων του Συντάγματος».