Εάν η Ιστορία ήταν υπαρκτή προσωπικότητα και καθόταν στα θεωρεία της Βουλής (μαζί με κάποιους μαθητές από σχολεία της Μαγνησίας) και άκουγε τον υπουργό Επικρατείας και καθηγητή Γιώργο Γεραπετρίτη να επιχειρηματολογεί κατά της απλής αναλογικής θα έσκαγε, δίχως άλλο, στα γέλια με όσα, δυστυχώς, είπε ο έμπειρος και συνήθως μετριοπαθής πανεπιστημιακός.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Ίσως, ακόμα κι αυτός ο Άδωνις Γεωργιάδης, που έχοντας επισκεφθεί προ ημερών το Άουσβιτς –τόπο μαρτυρίου των Εβραίων– είναι πιθανό να έχει εντρυφήσει στην Εγκυκλοπαίδεια του Ολοκαυτώματος (στην έκδοσή της από το Αμερικανικό Μουσείο– United States Holocaust Memorial Museum), όπου ρητώς αναφέρονται οι λόγοι και οι αιτίες για την ανάρρηση στην εξουσία του Αδόλφου Χίτλερ μετά την κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Η ατιμωτική για τους Γερμανούς Συνθήκη των Βερσαλλιών, το κράχ στις ΗΠΑ και το “τσουνάμι” που ακολούθησε στην Ευρώπη, η φτώχεια, η αποστέρηση από τη Γερμανία βασικών φυσικών πόρων, η ρατσιστική ρητορική κατά των Εβραίων, των κομμουνιστών και των τσιγγάνων, η απουσία στιβαρών ηγετών μαζί με την στάση του Φον Χίντεμπουργκ και αρκετά άλλα αναφέρονται εκεί ως το “περιβάλλον” που παρέδωσε τη Γερμανία στον μεγαλύτερο εγκληματία κατά της ανθρωπότητας. Δυστυχώς, για τον κ. Γεραπετρίτη, πουθενά δεν γίνεται αναφορά στην…απλή αναλογική.
Κάτι ανάλογο μπορεί να διαβάσει κανείς και στις διαφορετικές ιστορικές εκδοχές περί του δικού μας εμφυλίου. Από όποια πλευρά κι αν το δει κανείς δύσκολα θα καταλήξει στο συμπέρασμα πως με ένα άλλο εκλογικό σύστημα θα αποφεύγαμε την σύγκρουση των “σφαιρών επιρροής” επί ελληνικού εδάφους και τις εγκληματικές ευθύνες παραγόντων της εποχής.
Ο Γιώργος Γεραπετρίτης θα μπορούσε να επικαλεστεί χίλιους λόγους που εκκινούν από την σταθερή και αταλάνευτη άποψη της Δεξιάς στην Ελλάδα ότι η απλή αναλογική προκαλεί ακυβερνησία και ως εκ τούτου είναι… κακό πράγμα. Και, είναι αλήθεια πως ορισμένοι απ΄ αυτούς τους λόγους θα προκαλούσαν αμφιβολίες στους καλοπροαίρετους. Δεν το έπραξε. Ή δεν το έπραξε όσο έπρεπε. Προτίμησε να παραπέμψει στον εφιάλτη του Χίτλερ και στο εθνικό τραύμα του διχασμού. “Επένδυσε”, δηλαδή, στο θυμικό, διαστρεβλώνοντας την ιστορία, και απέφυγε να αναφερθεί στις πραγματικές διαστάσεις των γεγονότων.
Όμως, υπάρχει και η άλλη πλευρά.
Μετά τη χούντα, η Ελλάδα είχε επί 36 συναπτά έτη μονοκομματικές κυβερνήσεις που προήλθαν από πλειοψηφικά εκλογικά συστήματα. Μια αταλάντευτη εναλλαγή στην εξουσία δύο μεγάλων κομμάτων (ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ) που ναι μεν βοήθησαν τη χώρα να αποκαταστήσει στοιχειώδεις κανόνες ευρωπαϊκής δημοκρατίας αλλά, εν τέλει, την οδήγησαν σε μια φαραωνική χρεοκοπία που πληρώνει η κοινωνία επί δέκα χρόνια και τις συνέπειες της για πολλά ακόμα.
Το πελατειακό σύστημα, ο ασύδοτος υπερδανεισμός, τα σκάνδαλα διαφθοράς σε όλο το φάσμα της κρατικής λειτουργίας, οι μίζες σε υπουργούς και κρατικούς αξιωματούχους, οι διορισμοί ημετέρων, τα παραδικαστικά κυκλώματα και η λειτουργία της δικαιοσύνης είναι μερικά μόνο απ΄ όσα συνέβησαν επί αυτών των κυβερνήσεων για να προκαλέσουν τελικά -όλα μαζί- την πτώχευση του 2010.
Η απάντηση που ακούω σε όλα αυτά είναι πως δεν φταίνε τα εκλογικά συστήματα της περιόδου και οι ισχυρές μονοκομματικές κυβερνήσεις αλλά η…νοοτροπία μας. Βολική εξήγηση, αναμφίβολα, αλλά ακόμα κι αν υπάρχει κάποιο Ελληνικό “dna” με ροπή προς τη διαφθορά (που δεν υπάρχει) είναι επίσης προφανές πως το καθεστώς ασυδοσίας και η “προστασία” του πολιτικού συστήματος από την πλημελλή αντιπροσώπευση αποτέλεσαν “φυτώριο” όλων των παραπάνω φαινομένων.
Αυτό δεν “αγιογραφεί”, φυσικά, υπέρ της απλής αναλογικής. Δεν είναι, όμως, δυνατόν και να την ενοχοποιεί.
Η εμμονή μερίδας του πολιτικού συστήματος -εν προκειμένω της κυβέρνησης- σε εκλογικά συστήματα με “μπόνους” που εξασφαλίζουν κυβερνήσεις αυτοδυναμίας, άρα, όπως λένε, και πολιτική σταθερότητα, δεν έχει καμία απολύτως αντιστοίχηση σε όσα συμβαίνουν εδώ και πολλά χρόνια στην Ευρώπη.
Μερικά παραδείγματα για εκείνους που επικαλούνται την Ευρώπη μόνο εκεί που νοιώθουν ότι τους βολεύει:
Δέκα από τις 27 (εξαιρείται το Ηνωμένο Βασίλειο) χώρες της Ε.Ε κυβερνώνται σήμερα από κυβερνήσεις μειοψηφίας (πηγή: efsyn.gr)!
Στην Ιρλανδία, πρωθυπουργός εξελέγη το 2017 ο Λίο Βαράντκαρ, έχοντας τη στήριξη των βουλευτών του κόμματός του (Fine Gael) και μερικών ανεξάρτητων βουλευτών. Ελαβε 57 ψήφους «υπέρ», 50 «κατά», ενώ 47 βουλευτές απείχαν από τη σχετική ψηφοφορία. Συνεχίζει να κυβερνά έχοντας λάβει την ψήφο εμπιστοσύνης του κόμματος Fianna Fáil, το οποίο έχει 44 βουλευτές χωρίς ωστόσο να συμμετέχει στην κυβέρνηση.
Στη Δανία, πρωθυπουργός είναι ο κεντροδεξιός Λαρς Λόκε Ράσμουσεν, του οποίου το κόμμα (Venstre) συγκυβερνά με τους Φιλελεύθερους και τους Συντηρητικούς. Τα τρία κυβερνητικά κόμματα διαθέτουν 53 βουλευτές στους 179 που έχει η Βουλή της Δανίας. Εχουν όμως λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από το ακροδεξιό Λαϊκό Κόμμα της Δανίας το οποίο έχει εκλέξει 37 βουλευτές, αλλά δεν συμμετέχει στον κυβερνητικό συνασπισμό.
Στην Τσεχία, πρωθυπουργός είναι ο λαϊκιστής πολιτικός Αντρέι Μπάμπιτς. Συγκυβερνά με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Τσεχίας έχοντας τη στήριξη 105 εκ των 200 βουλευτών του Κοινοβουλίου της χώρας. Εχει λάβει την ψήφο εμπιστοσύνης των κομμουνιστών βουλευτών της Βοημίας και της Μοραβίας, οι οποίοι ωστόσο δεν συμμετέχουν στην κυβέρνηση συνασπισμού.
Στην Πορτογαλία, το Σοσιαλιστικό Κόμμα του πρωθυπουργού Aντόνιο Κόστα διαθέτει μόλις 86 από τις 230 έδρες της πορτογαλικής Βουλής. Βασίζεται ωστόσο στην ψήφο εμπιστοσύνης των 36 βουλευτών της ριζοσπαστικής και της κομμουνιστικής Αριστεράς, οι οποίοι δεν συμμετέχουν στην κυβέρνηση.
Στην Ισπανία, το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (PSOE) μαζί με το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Καταλονίας (PSC) διαθέτουν 84 βουλευτές, δηλαδή μόλις το 24% των εδρών της Βουλής. Καταφέρνουν, όμως, να συγκυβερνούν έχοντας μεταξύ άλλων λάβει και την ψήφο εμπιστοσύνης των 71 βουλευτών των Podemos, που δεν συμμετέχουν στον κυβερνητικό συνασπισμό.
Στη Σλοβενία, ο πεντακομματικός κυβερνητικός συνασπισμός που επέλεξε για πρωθυπουργό τον Μάριαν Σάρετς αποτελείται κατά βάση από κεντροαριστερούς και φιλελεύθερους. Επειδή δεν διαθέτει την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία (43 έδρες στις 90), συχνά επιδιώκει τη συνεργασία με ανεξάρτητους βουλευτές.
Στην Κύπρο, ναι μεν υπάρχει προεδρικό σύστημα, πλην όμως ο Νίκος Αναστασιάδης σε σχέση με το νομοθετικό έργο είναι υποχρεωμένος να συνεργάζεται με αλλά κόμματα αφού το κόμμα του ελέγχει μόνο τις 18 από τις 56 έδρες της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Στην Κροατία, ο κεντροδεξιός κυβερνητικός συνασπισμός υπό τον Αντρέι Πλένκοβιτς ελέγχει τις 75 από τις 151 έδρες της κροατικής Βουλής. Ως εκ τούτου συχνά συνεργάζεται με άλλα κόμματα, πρωτίστως δε με το Αγροτικό Κόμμα της χώρας.
Στη Σλοβακία, υπάρχει ένας ετερόκλητος κυβερνητικός συνασπισμός κομμάτων ο οποίος αποτελείται από Σοσιαλδημοκράτες, Ούγγρους μειονοτικούς και Σλοβάκους εθνικιστές. Ο πρωθυπουργός Πέτερ Πελεγκρίνι εξελέγη λαμβάνοντας τις ψήφους 81 εκ των 150 βουλευτών. Σήμερα ωστόσο δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία.
Στο Βέλγιο, η κυβέρνηση υπό τον φιλελεύθερο Σαρλ Μισέλ δεν διαθέτει εδώ και περίπου έναν μήνα την πλειοψηφία στη Βουλή. Και αυτό διότι οι Φλαμανδοί εθνικιστές, οι οποίοι δεν κρύβουν ότι στόχος τους είναι η απόσχιση της Φλάνδρας από το Βέλγιο, αποφάσισαν να αποχωρήσουν από την κυβέρνηση συνεργασίας. Ετσι, απέσυραν τους υπουργούς τους λέγοντας όμως ταυτόχρονα ότι θα υπερψηφίζουν κάθε νομοσχέδιο που υπήρχε στο πρόγραμμα κυβερνητικής συνεργασίας που είχαν υπογράψει με τον Μισέλ.
Στην Αυστρία, την Ιταλία, τη Γερμανία και αρκετές ακόμα υπάρχουν κυβερνήσεις συνεργασίας, απότοκο σε μεγάλο βαθμό του εκλογικού συστήματος και της πολιτικής κουλτούρας.
Το τελευταίο είναι ίσως το “κλειδί” της υπόθεσης. Τα ελληνικά πολιτικά κόμματα δεν απέκτησαν ποτέ πολιτική κουλτούρα συνεργασιών. Έπρεπε να φτάσουμε στην οικονομική χρεοκοπία και στην αφαίρεση της κυριαρχίας από το εγχώριο πολιτικό σύστημα λόγω των μνημονίων και της εποπτείας από τους δανειστές για να αναγκαστούν κάποιες πολιτικές δυνάμεις να συνεργαστούν.
Αυτό, όμως, που συνέβη δια της έξωθεν επιβολής, ίσως αποτελεί και μία από τις θετικές παραμέτρους της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων. Τα πολιτικά κόμματα αναγκάστηκαν να συνεργαστούν. Γιατί πρέπει, τώρα, να επιστρέψουμε σε μια λειτουργία πολιτικού συστήματος που αποδεδειγμένα ήταν μία από τις βασικές αιτίες όλων των παραμέτρων που οδήγησαν στο χάος και την πτώχευση;
Γιατί πρέπει να προεξοφλείται από την μεγάλη μερίδα των κομμάτων και του μιντιακού συστήματος πως οι επόμενες εκλογές, οι οποίες θα διεξαχθούν με απλή αναλογική, θα οδηγήσουν σε “διπλή κάλπη”, καθώς, όπως λέγεται, είναι απίθανο να βρεθεί κυβερνητική λύση;
Επ’ αυτού το λάθος δεν αφορά μόνο την κυβέρνηση. Την αφορά πρωτίστως διότι είναι προφανές πως η προεξόφληση του “ναυαγίου” –να προκύψει, δηλαδή, κυβέρνηση συνεργασίας με την απλή αναλογική- γίνεται διότι ο σκοπός είναι να στιγματιστεί ως ανεφάρμοστο και ανεδαφικό το συγκεκριμένο εκλογικό σύστημα.
Για τη Ν.Δ “απλή αναλογική= ακυβερνησία”, και, ως εκ τούτου, αυτός ο μανιχαϊσμός πρέπει να επιβεβαιωθεί.
Από την άλλη, ο Αλέξης Τσίπρας κακώς εξαιρεί εκ προοιμίου τη Ν.Δ από μια κυβερνητική λύση που θα μπορούσε να προέλθει από μια εκλογική αναμέτρηση απλής αναλογικής. Λογικό και θεμιτό να αναζητήσει μια, όπως λέει, “προοδευτική διακυβέρνηση”, “φωτογραφίζοντας” το ΚΙΝ.ΑΛ και μικρότερα κόμματα.
Είναι, επίσης, σωστό, πως ουδείς μπορεί να προβλέψει τον κοινοβουλευτικό χάρτη μετά από μία τέτοια αναμέτρηση. Είναι πιθανό να εισέλθουν στη Βουλή μικρότερα κόμματα εξαιτίας της δυναμικής που εκ των πραγμάτων θα δημιουργήσει η νέα μέθοδος εκπροσώπησης. Και από μία τέτοια διαδιαδικασία ίσως προκύψουν άλλα σχήματα συνεργασίας.
Όμως είναι σαφές πως το κυρίαρχο σενάριο, με τα σημερινά δεδομένα, ίσως απαιτήσει τη συνεργασία των δύο μεγαλύτερων κομμάτων. Εάν το εκλογικό σώμα, για παράδειγμα, αποφασίσει να δώσει περίπου ισοδύναμα ποσοστά στη Ν.Δ και τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα συνιστά κάτι τέτοιο μια έμμεση εντολή σηματισμού κυβέρνησης “μεγάλου συνασπισμού”; Αντιληπτό είναι πως η σκοπιμότητα μπροστά σε μια τέτοια εκλογική αναμέτρηση οδηγεί και τα δύο αυτά κόμματα στο να διακηρρύσσουν πως δεν μπορούν να συνεργαστούν. Κάπως έτσι θα κριθεί η πρωτιά. Όμως τη νύχτα των εκλογών, η πραγματικότητα μπορεί να είναι διαφορετική. Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι τόσο καταλυτικό που η ετυμηγορία των πολιτών να οδηγεί σε αυτό που τώρα “ξορκίζουν”…
Και μια τελευταία επισήμανση:
Είναι μεγάλη αντίφαση για το πολιτικό σύστημα –στη σημερινή συγκυρία περισσότερο για την κυβέρνηση– να αναζητείται συναίνεση στα μείζονα θέματα, από την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας μέχρι την ψήφο των αποδήμων και, φυσικά, τα εθνικά θέματα, και την ίδια ώρα το ίδιο σύστημα να ναρκοθετεί την “θεσμοποίηση” της συναίνεσης με έναν αναλογικό εκλογικό νόμο που θα υπαγορεύει την έντιμη αντιπροσώπευση των πολιτών. Έχει την εντύπωση η κυβέρνηση πως όταν βρεθεί προ του διλήμματος για την…Χάγη, θα λειτουργήσει ως “ασπίδα” μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία που θα έχει προέλθει από το οποιοδήποτε “μπόνους”; Κακώς…
Οι δηλώσεις Γεραπετρίτη
«Είχαμε απλή αναλογική πέντε φορές πριν τη μεταπολίτευση. Οι εκλογές με την απλή αναλογική οδήγησαν την Ελλάδα σε παντελή αδυναμία, σε εμφυλίους πολέμους, σε μετεμφυλιακό κλίμα, σε πόλεμο», συνέχισε.
«Την απλή αναλογική, για πρώτη φορά, την εισάγει το σύνταγμα της Βαϊμάρης, το 1919, και εξ αυτού οδηγηθήκαμε στις εκλογές στη Γερμανία το 1933, όπου με περιορισμένο ποσοστό και εξαιτίας της αδυναμίας να συγκροτηθεί ισχυρός κυβερνητικός πόλος, αναλαμβάνει την εντολή νομότυπα ο Χίτλερ, για να οδηγήσει εκεί που οδήγησε. Η απλή αναλογική οδηγεί να υπάρχει κατάσταση πάγιων συνασπισμών που ουσιαστικά μηδενίζουν τον πολιτικό αντίλογο.
»Από το 1917 έως το 1992, στην Ολλανδία κυβερνούσε ο ίδιος κυβερνητικός συνασπισμός. Δεν υπήρχε αντιπολίτευση για σχεδόν 65 χρόνια. Η απλή αναλογική, που ήταν το κυρίαρχο σύστημα στη μεταπολεμική Ιταλία, οδήγησε στη τεράστια ιταλική ύφεση και την αδυναμία σχηματισμού κυβερνήσεων και στο φαινόμενο της κυβέρνησης του Τζιβάνι Σπαντολίνι, του 3%», συμπλήρωσε.
https://www.facebook.com/left.gr/videos/154838295932408/?t=10