Ο Αντώνης Σαμαράς έχει κάθε λόγο να έχει σήμερα το “χαμόγελο της Τζοκόντα”. Εκείνο το υποδόριο μειδίαμα ευχαρίστησης της συζύγου του Φλωρεντινού εμπόρους Φραντζέσκο ντελ Τζοκόντο που ζωγράφισε ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι και αποτελεί για αιώνες αντικείμενο ερευνών και μυστηριακών προσεγγίσεων.
“Ούτε έδωσε εξηγήσεις, ούτε θα μπορούσαν να του ζητηθούν εξηγήσεις”, απάντησαν αφ’ υψηλού οι συνεργάτες του που μετέφεραν την αντίδρασή του, χθες το απόγευμα, μέσω του (κρατικού) ΑΠΕ-ΜΠΕ, εις απάντηση άστοχων “διαρροών” του Μεγάρου Μαξίμου ότι ο πρώην πρωθυπουργός έδωσε τις δέουσες εξηγήσεις για την απουσία του από την ψηφοφορία της ποδοσφαιρικής τροπολογίας και, ως εκ τούτου, το θέμα “θεωρείται λήξαν”.
Μόνο που για τον Αντώνη Σαμαρά τίποτε δεν έληξε. Κέρδισε, μάλλον εύκολα, την μάχη των εντυπώσεων, αφού οι συσκέψεις στο Μέγαρο Μαξίμου –σύμφωνα με το ρεπορτάζ– για την πιθανότητα διαγραφής του κατέληξαν σε μια σαφή υποχώρηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
“Οι πρωθυπουργοί δεν διαγράφονται, διαθέτουν εκ των πραγμάτων την άνεση να διατυπώνουν τις απόψεις τους”, λένε εκ των υστέρων οι συνεργάτες του πρωθυπουργού. Η αλήθεια είναι πως στο Μέγαρο Μαξίμου αιφνιδιάστηκαν. Ουδείς ανέμενε μια τόσο ηχηρή διαφοροποίηση του πρώην πρωθυπουργού και την περιφρόνηση της κεντρικής “γραμμής” περί κομματικής πειθαρχίας.
Βεβαίως, κακώς δεν το ανέμεναν.
Κάτι τέτοιο προδίδει άρνηση να αντιληφθούν, και την σωρρευμένη δυσαρέσκεια του Αντώνη Σαμαρά για την περιθωριοποίησή του (διορισμός στην Κομισιόν, προεδρική εκλογή κ.ά), αλλά, και το πείσμα του Μεσσήνιου πολιτικού. Και ακόμα περισσότερο την υπερχειλίζουσα αυτοπεποίθησή του ότι μπορεί να “συνδιοικεί” και να καθοδηγεί εξ αποστάσεως.
Η σύγχρονη πολιτική ιστορία έχει δείξει πως ο Κώστας Καραμανλής δεν έγινε ουσιαστικά αρχηγός της Ν.Δ το βράδυ που συγκεντρώθηκαν μυστικά οι τότε “λοχαγοί” στο σπίτι του Γιάννη Βαρβιτσιώτη, αλλά περίπου ένα χρόνο αργότερα όταν, ως πρόεδρος,πλέον, του κόμματος, διέγραψε τους Μάνο, Κοντογιαννόπουλο και Σουφλιά ( Φεβρουάριος 1998 ).
Από την άλλη, ο Γιώργος Παπανδρέου λέγεται πως “φλέρταρε” αρκετές φορές, επί της προεδρίας του στο ΠΑΣΟΚ, με τη διαγραφή του Κώστα Σημίτη. Δεν τόλμησε και τα αποτελέσματα είναι γνωστά.
Η επικοινωνιακή “μηχανή” της κυβέρνησης προσπαθεί από χθες να “θάψει” το θέμα Σαμαρά και σε γενικές γραμμές το κατάφερε. Το ερώτημα, φυσικά, που προκύπτει είναι κατά πόσο ο πρώην πρωθυπουργός κρατάει στην τροπαιοθήκη του αυτή τη νίκη εντυπώσεων και επιστρέφει στην σιωπή της αποστρατείας. Επ΄ αυτού η απάντηση είναι μάλλον εύκολη. Δεν είναι ο Αντώνης Σαμαράς από τους πολιτικούς που επαναπαύονται σε μικρές στιγμιαίες νίκες, όταν όλα δείχνουν πως μπορεί να κερδίσει ακόμα περισσότερα.
Εκείνο που δεν είναι εύκολο να απαντηθεί είναι εάν ο πρώην πρωθυπουργός διαθέτει πράγματι στόχο και στρατηγική.
Ορισμένοι λένε πως κάποια στιγμή ίσως αποφασίσει να ιδρύσει το δικό του κόμμα, ή να βάλει πλάτες ώστε να δημιουργηθεί ένα μεγάλο κόμμα στα δεξιά της σημερινής Ν.Δ. Το ότι έχει ρίξει την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, το 1993, είναι αναμφίβολα μια “κληρονομιά” που μπορεί να οδηγήσει ορισμένους στο συμπέρασμα “έξις δευτέρα φύσις”. Αφήγημα μπορεί να βρει, ιδιαίτερα εάν οι εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά (Χάγη;) του το επιτρέψουν, βουλευτές με αρχηγικές φιλοδοξίες επίσης μπορεί να βρει. Λέγεται πως ήδη διαθέτει σκληρή επιρροή σε τουλάχιστον δέκα μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας, μεταξύ των οποίων και υπουργοί.
Από την άλλη δεν είναι εύκολο να αμφισβητηθεί η πολιτική ηγεμονία ενός εν ενεργεία πρωθυπουργού. Δεν είναι ανίσχυρος απέναντί του ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Κι αυτό το γνωρίζει καλά ο Αντώνης Σαμαράς. Ίσως να μην του συγχωρηθεί η επανάληψη της “μαύρης σελίδας” του 1993.
Δεν είναι, όμως, αυτό το ζήτημα. Ο πρωθυπουργός εμφανίστηκε αμήχανος και αδύναμος απέναντί του, από τη στιγμή που δεν μπόρεσε να υλοποιήσει την γενική απειλή περί διαγραφής, παρά την προσβλητική για την κυβέρνηση διαφοροποίησή του πρώην πρωθυπουργού στο μικρό ποδοσφαιρικό και πολιτικό βατερλό που βιωνουν στο Μέγαρο Μαξίμου.
Αυτό που μένει είναι πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν τόλμησε να διαγράψει τον Αντώνη Σαμαρά. Κι αυτό δεν είναι λίγο. Και, εν τέλει, δικαιολογεί πλήρως το “χαμόγελο της Τζοκόντα”…
Σ.Κ