Στη δημοσιότητα δόθηκε η πρόταση νόμου που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ για την αύξηση του κατώτατου μισθού, με πρωτοβουλία του προέδρου του κόμματος Αλέξη Τσίπρα. Προβλέπει αύξηση κατά 7,5% το 2020 και 7,5% το 2021 και επιστροφή της αρμοδιότητας καθορισμού του κατώτατου μισθού στους εθνικούς κοινωνικούς εταίρους μέσω εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας από 1.1.2022. Προβλέπει επίσης την καθολική επανίσχυση του επιδόματος γάμου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην αιτιολογική έκθεση, ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί την κυβέρνηση της ΝΔ ότι «με χειρουργικά χτυπήματα στο θεσμικό πλαίσιο επιδεινώνει διαρκώς τη θέση των εργαζομένων αφαιρώντας τους κεκτημένα δικαιώματα», σημειώνοντας ότι «η πολιτική αυτή εξάλλου δεν είναι μόνο επιζήμια για τους εργαζόμενους αλλά αποδεικνύεται στην πράξη και αντιαναπτυξιακή καθώς μειώνει την εγχώρια ζήτηση ενώ ταυτόχρονα λειτουργεί ως αντικίνητρο για την στροφή του παραγωγικού μοντέλου στην καινοτομία και την ποιότητα καθώς επιδιώκει να στηρίξει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας στο χαμηλό εργατικό κόστος και τη γενικευμένη απορύθμιση της αγοράς εργασίας».
Επιπλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί την κυβέρνηση ότι «φαίνεται να υπαναχωρεί ακόμη και από τις προεκλογικές της δεσμεύσεις για ανεπαρκή μεν αλλά αύξηση του κατώτατου μισθού.
Ο κ. Μητσοτάκης, που προεκλογικά έταζε «πολλές και καλές δουλειές» & «αύξηση του κατώτατου μισθού στο διπλάσιο του ρυθμού ανάπτυξης», οφείλει να πάρει ξεκάθαρη θέση: Θα στηρίξει έστω και μια φορά τους εργαζόμενους ή θα συνεχίζει να στηρίζει μονάχα τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα; pic.twitter.com/ucGnsMXLM9
— Αλέξης Τσίπρας – Alexis Tsipras (@atsipras) February 5, 2020
Δείτε ολόκληρη την πρόταση νόμου του ΣΥΡΙΖΑ
«1.Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και μέχρι 31.12.2020 ο νόμιμος κατώτατος μισθός των υπαλλήλων ορίζεται σε 698,75 ευρώ και το νόμιμο κατώτατο ημερομίσθιο των εργατοτεχνιτών ορίζεται σε 31,22 ευρώ.
Από 1.1.2021 ο νόμιμος κατώτατος μισθός των υπαλλήλων ορίζεται σε 751,16 ευρώ και το νόμιμο κατώτατο ημερομίσθιο των εργατοτεχνιτών ορίζεται σε 33,56 ευρώ.
Επί των ως άνω ποσών καταβάλλεται επίδομα γάμου ανερχόμενο σε ποσοστό 10%. Περαιτέρω ο ως άνω κατώτατος μισθός των υπαλλήλων, προσαυξημένος με το επίδομα γάμου προσαυξάνεται περαιτέρω με ποσοστό 10% για κάθε τριετία προϋπηρεσίας και έως τρεις τριετίες και συνολικά 30% για προϋπηρεσία 9 ετών και άνω, ενώ το ως άνω κατώτατο ημερομίσθιο των εργατοτεχνιτών προσαυξημένο με το επίδομα γάμου προσαυξάνεται περαιτέρω με ποσοστό 5% για κάθε τριετία προϋπηρεσίας και έως έξι τριετίες και συνολικά 30% για προϋπηρεσία 18 ετών και άνω. Οι ως άνω προσαυξήσεις προϋπηρεσίας καταβάλλονται σε εργαζόμενο με προϋπηρεσία σε οποιονδήποτε εργοδότη και με οποιαδήποτε ειδικότητα. Ατομικές συμβάσεις εργασίας και συλλογικές συμβάσεις εργασίας κάθε είδους δεν επιτρέπεται να ορίζουν μηνιαίο μισθό ή ημερομίσθιο πλήρους απασχόλησης κατώτερο από το εδώ καθορισμένο κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο. Όπου στην ισχύουσα νομοθεσία γίνεται αναφορά στον ελάχιστο μισθό ή στο ελάχιστο ημερομίσθιο της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) ως τέτοιος νοείται ο εδώ νόμιμος νομοθετημένος κατώτατος μισθός και κατώτατο ημερομίσθιο για όσο χρόνο θα ισχύσει το παρόν άρθρο.
2. Από 1.1.2022 ο ελάχιστος μισθός, όπως και το ελάχιστο ημερομίσθιο καθορίζονται κάθε φορά με Εθνικές Γενικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 1876/1990.
3. Το άρθρο πρώτο παρ. ΙΑ, υποπαρ. ΙΑ.11 του Ν. 4093/2012 και το άρθρο 103 του Ν. 4172/2013, περί καθορισμού νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου καταργούνται»
Η αιτιολογική έκθεση
Οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα υπέστησαν συντριπτικές μειώσεις στα εισοδήματά τους, ως αποτέλεσμα κυρίως της αναστολής λειτουργίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της μείωσης του κατώτατου μισθού το 2012. Η τότε κυβέρνηση ΝΔ ΠΑΣΟΚ πιστή στο δόγμα της εσωτερικής υποτίμησης προέκρινε ως το κύριο μέσο για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης τη μείωση των μισθών. Προχώρησε έτσι στη δια νόμου μείωση του κατώτατου μισθού κατά 22 % και κατά 32 % για τους νέους. Ως αποτέλεσμα, οι πραγματικοί ετήσιοι μισθοί μειώθηκαν κατά 18% και η μερική απασχόληση αυξήθηκε κατά 28%. Οι εν λόγω πολιτικές όχι μόνο δεν κατόρθωσαν να περιορίσουν τη συνεχώς αυξανόμενη ανεργία, η οποία προσέγγισε το 28% συνολικά και ξεπέρασε το 60% στους νέους αλλά επιδείνωσαν ραγδαία την ποιότητα των θέσεων εργασίας με την Ελλάδα να καταλαμβάνει το 2015 μία από τις χαμηλότερες θέσεις μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Ως επιπλέον συνέπεια μεγάλο τμήμα του εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού μετανάστευσε στο εξωτερικό, θέτοντας σε κίνδυνο τις οικονομικές προοπτικές της χώρας. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θέτοντας στο επίκεντρο της πολίτικής της την αντιστροφή αυτής της κατάστασης έλαβε συγκεκριμένα μέτρα για την ενίσχυση του εισοδήματος και της διαπραγματευτικής θέσης των εργαζομένων αλλά και για την άμβλυνση της εισοδηματικής ανισότητας ώστε να αντιστραφεί ο αντίκτυπος της οικονομικής κρίσης και να ενισχυθεί το δίχτυ κοινωνικής προστασίας, τόσο για τους εργαζόμενους όσο και για τους ανέργους. Στο πλαίσιο αυτό, προχώρησε μεταξύ άλλων στην αύξηση του κατώτατου μισθού το 2019 κατά 11% και στην κατάργηση του υποκατώτατου μισθού για του νέους, οδηγώντας τους σε σημαντική αύξηση 27%.
Αντίθετα η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ με χειρουργικά χτυπήματα στο θεσμικό πλαίσιο επιδεινώνει διαρκώς τη θέση των εργαζομένων αφαιρώντας τους κεκτημένα δικαιώματα. Η πολιτική αυτή εξάλλου δεν είναι μόνο επιζήμια για τους εργαζόμενους αλλά αποδεικνύεται στην πράξη και αντιαναπτυξιακή καθώς μειώνει την εγχώρια ζήτηση ενώ ταυτόχρονα λειτουργεί ως αντικίνητρο για την στροφή του παραγωγικού μοντέλου στην καινοτομία και την ποιότητα καθώς επιδιώκει να στηρίξει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας στο χαμηλό εργατικό κόστος και τη γενικευμένη απορύθμιση της αγοράς εργασίας. Η πορεία αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί.
Ιδίως μάλιστα όταν η σημερινή κυβέρνηση φαίνεται να υπαναχωρεί ακόμη και από τις προεκλογικές της δεσμεύσεις για ανεπαρκή μεν αλλά αύξηση του κατώτατου μισθού. Ωστόσο μετά την έξοδο από τα μνημόνια και την αυστηρή δημοσιονομική προσαρμογή είναι ελάχιστη υποχρέωση του κράτους να αποκαταστήσει τις απώλειες που το ίδιο προκάλεσε με αποφάσεις της εκτελεστικής εξουσίας στους μισθούς των εργαζομένων, πριν παραδώσει την αρμοδιότητα καθορισμού του ελάχιστου μισθού σε αυτούς που πραγματικά ανήκει, δηλ τους κοινωνικούς ανταγωνιστές. Θα δημιουργούσε εξάλλου ισχυρό ανταγωνιστικό μειονέκτημα στην εργατική πλευρά η επιστροφή της αρμοδιότητας καθορισμού του κατώτατου μισθού στη διαπραγμάτευση των κοινωνικών ανταγωνιστών προτού αποκατασταθεί στο επίπεδο που οι ίδιοι είχαν διαμορφώσει το 2011, λίγο πριν δηλ παρέμβει η κρατική λειτουργία και τον μειώσει.
Το παρόν άρθρο ορίζει ένα σαφή οδικό χάρτη ισόποσης αύξησης του κατώτατου μισθού για μια διετία και εν συνέχεια προβλέπει την επαναφορά του καθορισμού του μέσω εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας. Συγκεκριμένα η πρόταση προβλέπει αύξηση κατά 7,5% το 2020 και 7,5% το 2021 και επιστροφή της αρμοδιότητας καθορισμού του κατώτατου μισθού στους εθνικούς κοινωνικούς εταίρους μέσω εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας από 1.1.2022. Προβλέπει επίσης την καθολική επανίσχυση του επιδόματος γάμου.