Στη συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ συζητήθηκε σήμερα το κείμενο απολογισμού της κυβερνητικής θητείας, ενώ αναμένεται να εγκριθεί από την Κεντρική Επιτροπή το Σαββατοκύριακο.
Το 80σελιδο σχέδιο κειμένου (32.129 λέξεις) που συνέταξαν οι Γ. Δραγασάκης, Θ. Δρίτσας και Α. Μπαλτάς αναφέρεται σε όλες τις αποφάσεις-σταθμούς στην πορεία του κόμματος από την διαπραγμάτευση του 2015 με τους θεσμούς και το δημοψήφισμα μέχρι και τις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019.
Το κείμενο του απολογισμού, αφού εμπλουτιστεί μέσα από ευρύ διάλογο στην Κεντρική Επιτροπή, θα αποτελέσει ένα από τα κείμενα συζήτησης κατά τον προσυνεδριακό διάλογο στις Οργανώσεις Μελών του ΣΥΡΙΖΑ.
Το σχέδιο απολογισμού επίσης επιρρίπτει «ιδιάζουσα ευθύνη» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο Γιάνη Βαρουφάκη για την διαπραγματευτική τακτική του πρώτου 7μηνου της διακυβέρνησης.
Όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις το καλοκαίρι του 2015 και την υπογραφή του μνημονίου επισημαίνεται ότι «η τελική διαπραγμάτευση του Ιουλίου 2015 κατέληξε μεν σε επώδυνο συμβιβασμό –αφού όχι μόνο το μνημόνιο δεν καταργήθηκε αλλά υπογράφηκε νέο, με πρόσθετους δυσβάσταχτους όρους για τον ελληνικό λαό– αλλά η τελική συμφωνία ήταν πράγματι μετρήσιμα ευνοϊκότερη από εκείνη που είχε τεθεί στην ελληνική κυβέρνηση πριν το δημοψήφισμα».
Υπογραμμίζει ότι: «Μπορεί να ήταν εμφανές σε όλους ότι αυτή είχε εξαναγκαστεί να το υπογράψει, χωρίς να συμφωνεί και χωρίς να το «υιοθετεί», μπορεί αυτό να είχε όντως ηπιότερες κοινωνικές επιπτώσεις από τα προηγούμενα, μπορεί η νέα κυβέρνηση όντως να προσπάθησε με νύχια και με δόντια να απαλύνει παλιά και νέα βάρη, μπορεί να σεβάστηκε απόλυτα τους δημοκρατικούς κανόνες και να προστάτευσε τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, μπορεί να καλλιέργησε άλλες συμπεριφορές και άλλο δημόσιο ήθος ή να προσέδωσε άλλο ύφος στους τρόπους διακυβέρνησης, αλλά μολαταύτα υπέγραψε μνημόνιο. Ακυρώνοντας έτσι εν τοις πράγμασι την κύρια διάσταση της μέχρι τότε πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία, ακριβώς, είχε αναδείξει ως κύριο αιτούμενο το να απαλλαγεί η χώρα από μνημόνια. Παραμένοντας βέβαια στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωζώνη.» Και προσθέτει:
«Η υπογραφή αυτή σφράγισε τη γενική εικόνα: η νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια ακόμα «μνημονιακή κυβέρνηση». Και ως προς αυτόν τον βασικό πολιτικό χαρακτηρισμό, “όμοια με τις άλλες”».
Από τα σημεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι, όπως σημειώνεται από κάποιες πλευρές του ΣΥΡΙΖΑ είχε καλλιεργηθεί, το 2015, η προσδοκία ότι «η Ρωσία ίσως και η Κίνα θα βοηθούσαν την Ελλάδα όμως, αυτό που τονίζεται είναι πως ούτε η μία ούτε η άλλη ήταν διατεθεμένες να διακινδυνεύσουν στρατηγικά συμφέροντα προχωρώντας σε αποφασιστικές πράξεις συμπαράστασης».
Σε ότι αφορά τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στη ΝΔ στο κείμενο αναφέρεται ότι «Υποτιμήσαμε την απήχηση που μπορούσε να αποκτήσει ο λόγος της ΝΔ περί «τάξης και ασφάλειας», όπως και τα επικοινωνιακά μπαράζ που εξαπολύθηκαν με αφορμή την τραγωδία στο Μάτι και στη Μάνδρα ή ενάντια στη συμφωνία των Πρεσπών. Γενικότερα ως προς τα τελευταία, η επικοινωνιακή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησής του δεν στάθηκε άξια των περιστάσεων.»
Επισημαίνεται ακόμα : «Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται η σχετική ολιγωρία που επιδείξαμε ως προς το τι σημαίνει ειδικά για την Ελλάδα «μεσαία τάξη», ποια υπήρξε διαχρονικά και ποια είναι σήμερα η θέση της στον κοινωνικό σχηματισμό, σε τι κατηγορίες διαιρείται αυτή, ποιές είναι οι ιδεολογικές ορίζουσες και ποιες οι προσδοκίες κάθε κατηγορίας και πώς μπορεί να συμπτυχθεί συγκεκριμένα το κοινωνικό μέτωπο που επιδιώκει να εκπροσωπεί πολιτικά ο ΣΥΡΙΖΑ».
Για την ήττα στις ευρωεκλογές και τις περιφερειακές το κείμενο αναγνωρίζει «ως πολιτικά άστοχη την επιλογή να ταυτιστεί η ημερομηνία διεξαγωγής των τριών εκλογικών αναμετρήσεων», ενώ στο ερώτημα τι πετύχαμε για την Αριστερά στην Ελλάδα, τονίζεται ότι «σπάσαμε το ταμπού ότι δήθεν η Αριστερά δεν μπορεί να κυβερνήσει κι ότι είναι αποκλειστικά δύναμη διαμαρτυρίας».
Πέρα από τα γενικά πολιτικά προβλήματα, το κείμενο εντοπίζει και λάθη στην εκλογική τακτική του κόμματος. Συγκεκριμένα:
«Είχαμε συλλογικά υποτιμήσει τη συγκρότηση από «τα κάτω», εν πολλοίς σιωπηλά, του πλατιού αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου. Υποτιμήσαμε αυτή τη συγκρότηση γιατί πραγματικό κίνημα ενάντια στη κυβέρνηση δεν είχε αναπτυχθεί ενώ οι δημοσκοπήσεις που φαίνονταν να υποδεικνύουν την ύπαρξή του είχαν απαξιωθεί στη συνείδησή μας λόγω της μεγάλης αστοχίας τους κατά τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Μορφή αυτάρκειας που αγγίζει την αλαζονεία. »
Για τις δημοτικές εκλογές γίνεται λόγος για «υποτίμησης της σημασίας τους», καθώς και για «μορφές προχειρότητας ως προς τους τρόπους επιλογής –και την καθαυτό επιλογή– των υποψηφίων». Ωστόσο, στην Αυτοδιοίκηση βασική αιτία της ήττας θεωρείται μικρή διείσδυση του ΣΥΡΙΖΑ στις τοπικές κοινωνίες.
Στις ευρωεκλογές το κείμενο θεωρεί λάθος ότι «σηκώσαμε το γάντι στην πρόκληση Μητσοτάκη να αντιμετωπίσουμε τις εκλογές ως οιονεί δημοψήφισμα».
«Οι προεκλογικές παροχές, όσο δίκαιες, μετρημένες και δικαιολογημένες κι αν ήταν, δεν προφυλάχθηκαν από το να εκληφθούν από αρκετούς ως οιονεί εξαγορά ψήφων. Θεσμική, βέβαια, και κοινωνικά επιβεβλημένη, αλλά εξαγορά μολαταύτα. Δηλαδή κάτι σαν προσβολή της αξιοπρέπειας ακόμη και πολλών από εκείνους που θα ωφελούνταν. Και όπως έχουμε μάθει από πολύ παλιά, αλλά και όπως διαπιστώσαμε από τις εμπειρίες της διακυβέρνησης, τούτη είναι προσβολή που ο ελληνικός λαός τιμωρεί.»
Στο αν η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιουλίου ήταν στρατηγική η απάντηση του κειμένου απολογισμού είναι ξεκάθαρα αρνητική: «Μεγάλο μέρος της κοινωνίας φαίνεται να αναγνωρίζει, να εκτιμά και να στηρίζει τη συνολική θετική προσφορά μας. Μια τέτοια στάση καθιστά πασιφανές ότι το ποσοστό που κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ στις εθνικές εκλογές δεν υπήρξε καθόλου ευκαταφρόνητο: η ήττα του δεν είναι κατά κανένα τρόπο ήττα στρατηγικού χαρακτήρα. Αν μάθουμε από τα σφάλματα, καλύψουμε τις ολιγωρίες και διορθωθούμε, οι επόμενες εκλογές μπορούν να αποβούν νικηφόρες και εμείς σοφότεροι και περισσότερο αποτελεσματικοί.»
Το κείμενο απολογισμού της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ θα παρουσιαστεί στην επικείμενη Κεντρική Επιτροπή του κόμματος το προσεχές σαββατοκύριακο.