Την άμεση επιστροφή του διαβατηρίου στον εφοπλιστή Βαγγέλη Μαρινάκη, αποφάσισε η Ολομέλεια του Συμβουλίου Επικρατείας κρίνοντας ότι όταν κριθεί από το αρμόδιο δικαστικό όργανο ότι δεν δικαιολογείται πλέον η διατήρηση σε ισχύ του μέτρου της απαγορεύσεως εξόδου από τη χώρα και, κατά συνεκδοχή η μη χορήγηση ή η αφαίρεση του διαβατηρίου, “δεν είναι, κατά το Σύνταγμα, νοητή η εν τούτοις διατήρηση του μέτρου ευθέως εκ του νόμου ή με πράξη διοικητικού οργάνου”.
Ειδικότερα, η Ολομέλεια του ΣτΕ, με πρόεδρο τον Αθανάσιο Ράντο και εισηγητή τον σύμβουλο Επικρατείας Διομήδη Κυριλλόπουλο, έκρινε, με την υπ΄ αριθμ. 357/2020 απόφασή της, ότι ναι μεν είναι κατ’ αρχήν συνταγματικώς ανεκτές οι διατάξεις του Προεδρικού Διατάγματος 25/2004 που καθορίζουν τους κανόνες για τη μη χορήγηση ή αφαίρεση διαβατηρίου από πολίτη σε περίπτωση ασκήσεως σε βάρος του ποινικής διώξεως για κακούργημα ή για κάποια πλημμελήματα, αλλά εάν όμως το αρμόδιο δικαστικό όργανο κρίνει, εν όψει νεότερων δεδομένων που ανέκυψαν, ότι δεν δικαιολογείται πλέον η διατήρηση σε ισχύ της απαγορεύσεως εξόδου από τη χώρα, τότε δεν είναι συνταγματικά νοητό να μην επιστραφεί το διαβατήριο και μάλιστα σε αόριστο βάθος χρόνου.
Υπενθυμίζεται, ότι η υπόθεση απασχόλησε την Ολομέλεια του ΣτΕ, μετά από παραπομπή του θέματος λόγω σπουδαιότητας από την 7μελή σύνθεση του Δ΄ Τμήματος.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με ανακοίνωση του ΣτΕ, οι σύμβουλοι Επικρατείας, έκριναν κατά πλειοψηφία τα εξής:
«Οι ορισμοί του πδ/τος 25/2004 για τη μη χορήγηση ή αφαίρεση από την αρμόδια διοικητική αρχή διαβατηρίου σε περίπτωση ασκήσεως, από το αρμόδιο δικαστικό όργανο, ποινικής διώξεως για κακούργημα ή για ορισμένα πλημμελήματα, είναι συνταγματικώς κατ’ αρχήν ανεκτή.
Τούτο διότι η μη χορήγηση ή αφαίρεση αυτή λαμβάνει χώρα επί τη βάσει της αποφάσεως του δικαστικού οργάνου που άσκησε την ποινική δίωξη, εκτιμώντας, με τον τρόπο αυτό, ότι συντρέχουν οι προς τούτο, κατά τους ορισμούς του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, νόμιμες προϋποθέσεις και διότι περαιτέρω, το αρμόδιο διοικητικό όργανο ουδεμία διατηρεί διακριτική ευχέρεια για την λήψη ή όχι του μέτρου αλλά υποχρεούται, εξετάζοντας απλώς, κατά δεσμία αρμοδιότητα, τη συνδρομή της προϋποθέσεως ασκήσεως ποινικής διώξεως για κακούργημα να το λάβει.
Η παρεχόμενη με τις εν λόγω διατάξεις αρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου έχει, όμως, ως συνταγματικό όριο την τυχόν περαιτέρω εκφερόμενη αντίθετη κρίση του κατά το Σύνταγμα και τον νόμο αρμόδιου δικαστικού οργάνου. Εάν, δηλαδή, το δικαστικό όργανο, εκκρεμούσης της ποινικής διώξεως για κακούργημα, χωρήσει σε περαιτέρω δικονομικές διαδικασίες και ενέργειες και κρίνει τυχόν, εν όψει των νεότερων δεδομένων, ότι δεν δικαιολογείται πλέον η διατήρηση σε ισχύ του μέτρου της απαγορεύσεως εξόδου από τη χώρα και, κατά συνεκδοχή η μη χορήγηση ή η αφαίρεση του διαβατηρίου, δεν είναι, κατά το Σύνταγμα, νοητή η εν τούτοις διατήρηση του μέτρου ευθέως εκ του νόμου ή με πράξη διοικητικού οργάνου.
Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, θα συνέτρεχε το άτοπο να έχει κριθεί με πράξη δικαστικού οργάνου, κατόπιν εξατομικευμένης κρίσεως, ότι δεν συντρέχουν, για μια συγκεκριμένη πράξη, τιμωρούμενη σε βαθμό κακουργήματος, οι κατά το Σύνταγμα και τον νόμο προϋποθέσεις για την διατήρηση του απαγορευτικού της ελεύθερης κυκλοφορίας Έλληνα και Ευρωπαίου πολίτη μέτρου, αλλά παρά ταύτα, το μέτρο να διατηρείται σε ισχύ, και μάλιστα για αόριστο χρόνο, είτε ευθέως εκ του νόμου, είτε δυνάμει διοικητικής πράξεως. Τούτο, διότι σε αμφότερες τις τελευταίες αυτές περιπτώσεις έχει αρχικώς εκτιμηθεί προηγούμενο στοιχείο, δηλαδή μόνη η άσκηση της ποινικής διώξεως, ενώ, ήδη, κατά την πρόοδο της δικαστικής διαδικασίας για το αυτό κακούργημα, η αρμοδίως ενεργούσα δικαστική αρχή κρίνει επιγενομένως ότι δεν δικαιολογείται, πλέον, η διατήρηση σε ισχύ του μέτρου».
Παράλληλα, η Ολομέλεια του ΣτΕ αναφέρει ότι «ουδεμία δε εν προκειμένω ασκεί επιρροή το γεγονός ότι οι εν λόγω διατάξεις (Κώδικας Ποινικής Δικονομίας αφ’ ενός και πδ 25/2004 αφ’ ετέρου) αναφέρονται σε εν μέρει διαφορετικά πλημμελήματα, διότι κρίσιμα εν προκειμένω δεν είναι τα διαφοροποιούμενα αυτά πλημμελήματα, αλλά ένα και το αυτό, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, αποδιδόμενο κακούργημα, για τα αυτά πραγματικά περιστατικά».
Όπως είναι γνωστό, από την διεύθυνση διαβατηρίων της ΕΛΑΣ αφαιρέθηκε το διαβατήριο στον εν λόγω εφοπλιστή μετά την άσκηση σε βάρος του ποινικής δίωξης σε βαθμό κακουργήματος και μετά τη διάταξη του εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, με την οποία τέθηκε σε βάρος του (και σε βάρος τριών συνεργατών του) ο περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου από την χώρα. Η εν λόγω εισαγγελική διάταξη δεν επικυρώθηκε όμως από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών.
Κατόπιν αυτών, ο εφοπλιστής ζήτησε (4.6.2018) να του επιστραφεί το διαβατήριο που του είχε αφαιρεθεί (4.4.2018), σύμφωνα με την εισαγγελική διάταξη, αλλά το αίτημά του δεν έγινε αποδεκτό. Έτσι, προσέφυγε στο ΣτΕ.
Τέλος, με την υπ΄ αριθμ. 358/ 2020 απόφαση της Ολομέλειας με την ίδια σύνθεση και με το ίδιο σκεπτικό, επιστράφηκε δεύτερο διαβατήριο μιας δεύτερης ανάλογης περίπτωσης που και πάλι είχε αφαιρεθεί, καθώς υπήρχε απαγόρευση εξόδου μετά από άσκηση ποινικής δίωξης για τα αδικήματα της διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης, πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ΄ εξακολούθηση, απόπειρας απάτης από κοινού, κλπ.