Ως γνωστόν, τα “θαύματα” διαρκούν τρεις ημέρες, οι κηδείες σαράντα, οι δε γάμοι σχολάνε εάν το…αποφασίσει η νύφη. Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί προκάλεσε την …”παγκόσμια θλίψη” για περίπου 24 ώρες, για την δε κυβέρνηση η οργή κάτι περισσότερο. Διότι προκαλεί πολλά ερωτήματα μια μυστική συνάντηση των δύο εξ απορρήτων συμβούλων του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Ταγίπ Ερντογάν, με γερμανική “αιγίδα”, ενώ στην Αθήνα γράφονταν ακόμα πύρινες ανακοινώσεις κατά της μείζονος ιστορικής πρόκλησης κι ενώ κορυφαίοι υπουργοί εισηγούνταν δημοσίως ακόμα και “αντίποινα” με λουκέτο στο μουσείο-σπίτι του Κεμάλ στη Θεσσαλονίκη. Ούτε “θαύμα”, ούτε κηδεία, ούτε γάμος…
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Η εξήγηση δόθηκε από τον εκπρόσωπο της Καγκελαρίας Στέφαν Ζάϊμπερτ- την “φωνή” της Άνγκελα Μέρκελ.
Το Βερολίνο ήταν σαφές: άλλο πράγμα η “λύπη” για την κατάργηση ενός μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς προστατευόμενου από την Unesco, το οποίο σημαίνει πάρα πολλά στο συλλογικό υποσυνείδητο των απανταχού χριστιανών, κι άλλοι οι πολιτικές σχέσεις μεταξύ χωρών. Δηλαδή, κατά το Βερολίνο, ο Ερντογάν μπορεί να προσβάλλει και να παραβιάζει κάθε κανόνα και κώδικα διεθνούς δικαίου, αλλά οι πολιτικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας πρέπει να παραμένουν ενεργές. Σύμφωνα με τις κυβερνητικές πηγές, που επιβεβαίωσαν την αποκάλυψη του Μεβλούτ Τσαβούσογλου για την μυστική συνάντηση, πρόκειται για προσπάθεια να κρατηθούν “ανοικτοί δίαυλοι επικοινωνίας”.
Υπό άλλες συνθήκες και με κάποια άλλη κυβέρνηση θα είχαν ξεσηκωθεί ακόμα και οι πέτρες. Το είδαμε στην περίπτωση των διαπραγματεύσεων για την Συμφωνία των Πρεσπών. Αλλά και σε εκείνες τις αλήστου μνήμης δηλώσεις βουλευτών της Ν.Δ που διαλαλούσαν πως “πιστεύουν τον Ερντογάν και όχι τον (πρώην) πρωθυπουργό και την ελληνική κυβέρνηση”.
Υπάρχουν, ωστόσο, δύο πολύ σοβαροί παράμετροι:
Πρώτον, ως προς την τακτική και επικοινωνιακή διάσταση της τριμερούς του Βερολίνου.
Η κυβέρνηση δείχνει αδύναμη να “διαβάσει” τον Ερντογάν. Προσπάθησε να κρατήσει μυστική μια συνάντηση που θα έπρεπε να θεωρεί μαθηματικά βέβαιο πως κάποια στιγμή θα την δημοσιοποιούσε η τουρκική πλευρά. Όπερ και εγένετο, με τον Τσαβούσογλου να την “ναρκοθετεί” με το καλημέρα, διότι, όπως αποδεικνύεται, δεν συμφωνεί με τους όρους (;) που έθεσε η γερμανική διαμεσολάβηση. Ήτοι, απευθείας διερευνητικές διαπραγματεύσεις με προαπαιτούμενο να σταματήσουν οι μεταναστευτικές ροές προς την Ελλάδα και να μην προχωρήσουν οι γεωτρήσεις νοτίως της Κρήτης. Μαζί με την δημοσιοποίηση της συνάντησης Σουρανή-Καλίν ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών κατέστησε σαφές πως οι γεωτρήσει θα γίνουν κανονικά και, μάλιστα, φαίνεται πως επισπεύδονται.
Σαφέστατο το “ναυάγιο” της γερμανικής πρωτοβουλίας, το οποίο, άλλωστε, είχε αρχίσει να διαφαίνεται από το ταξίδι του Ζοζέπ Μπορέλ στην Άγκυρα με εντολή της ίδιας της Μέρκελ. Ήρθε, δε, και η έκδοση Navtex από την Τουρκία για τις έρευνες του “Γιαβούζ” για να επιβεβαιώσει τα παραπάνω.
Δεύτερον, η κυβέρνηση φαίνεται πως δεν διαθέτει σαφή στρατηγική έναντι της Τουρκίας. Στην Αθήνα, ο πρωθυπουργός και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος διατείνονταν πως μετά την πρόκληση με την Αγία Σοφία “δυσχεραίνουν οι επαφές Ελλάδας- Τουρκίας”, και την ίδια ώρα το Μέγαρο Μαξίμου έστελνε την διπλωματική σύμβουλο Ελένη Σουρανή σε μια μυστική συνάντηση με τον Ιμπραήμ Καλίν. Πόσο πιο αντιφατικά θα μπορούσαν να είναι τα μηνύματα προς την Άγκυρα και την διεθνή κοινότητα; Πόσο πιο προκλητικός και προσβλητικός θα μπορούσε να είναι ο Ερντογάν όταν μετατρέπει την Αγία Σοφία σε τζαμί, λίγες μόνο ημέρες μετά την τηλεφωνική του επικοινωνία με τον Κυριάκο Μητσοτάκη με παρότρυνση Μέρκελ; Διότι δεν μπορεί κανείς να πιστέψει πως ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν του έθεσε το θέμα της Αγίας Σοφίας σε εκείνη την επικοινωνία των “ανοιχτών διαύλων”.
Εάν, δε, είναι ακριβείς οι πληροφορίες περί “αιφνιδιασμού” ακόμα και του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια, η κατάσταση είναι ακόμα πιο σοβαρή.
Αλλά και επί της ουσίας:
Με ποια ακριβώς ατζέντα θα μπορούσε να ξεκινήσει ένας απευθείας γύρος διερευνητικών επαφών- διαπραγματεύσεων Αθήνας- Άγκυρας υπό τις παρούσες περιστάσεις; Θα περιλαμβάνει και τα “χωρικά ύδατα”, όπως είπε ο Μπορέλ στην Άγκυρα; Θα επικυρώνει την διαδικασία “διαμοιρασμού φυσικών πόρων”, ήτοι την συνεκμετάλλευση, και σε ποιον βαθμό; Θα αναφέρει κάτι για την επήρρεια του Καστελορίζου; Εν τέλει είναι στο τραπέζι μιας τέτοιας διαπραγμάτευσης ένα εύρος θεμάτων και διεκδικήσεων της Τουρκίας που ξεπερνούν την πάγια ελληνική θέση που αναγνωρίζει ως μοναδική ελληνοτουρκικά διαφορά αυτήν την υφαλοκρηπίδας;
Η σπουδή της Μέρκελ για αποκλιμάκωση της έντασης στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και εκκίνησης ενός απευθείας ελληνοτουρκικού διαλόγου είναι προφανές πως δεν αφορά την ευαισθησία της για την παραβίαση της νομιμότητας από τον Ερντογάν και τις απειλές που δέχεται ένα κράτος-μέλος του σκληρού πυρήνα της ΕΕ από μια τρίτη χώρα που επιθυμεί (;) να συνδεθεί με την Ευρώπη.
Η Γερμανίδα καγκελάριος διαθέτει συγκεκριμένο σχέδιο που αφορά τα συμφέροντα του γερμανικού “αστερισμού”. Ως εκ τούτου, χωρίς να απορρίπτεται, απαιτούνται πολύ μεγάλη προσοχή και καχυποψία.
Μόνο εάν η Τουρκία τελεί υπό την απειλή σκληρών και εξειδικευμένων κυρώσεων για την παραβατικότητά της (που θα συνδέονται και με τα ευρωπαϊκά κονδύλια) και δώσει απτά δείγματα αποκλιμάκωσης της επιθετικότητάς της θα μπορούσε να προχωρήσει ένας τέτοιος κύκλος διερευνητικών επαφών. Και αφού αναιρεθεί η απόφαση για την Αγία Σοφία.
Ακόμα κι έτσι, όμως, σημασία έχει τι ακριβώς μπορούν αν συζητήσουν οι δύο πλευρές.
Εάν, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι, η κυβέρνηση έχει αποδεχθεί πως στο τραπέζι μπορούν να μπουν υπό προϋποθέσεις και θέματα πέραν της πάγιας ελληνικής θέσης, είναι προφανές πως δεν διαθέτει τέτοια εντολή και εξουσιοδότηση από το εκλογικό σώμα και την αντιπολίτευση.
Η μυστική συνάντηση του Βερολίνου αποδεικνύει πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν προτίθεται να διαχειριστεί (ακόμα;) ένα τέτοιο μείζον εθνικό θέμα κρατώντας ενήμερη την αντιπολίτευση και οικοδομώντας συναινέσεις. Κανονικά, θα έπρεπε να έχει επιδιώξει συναντήσεις με τους πολιτικούς αρχηγούς, ακόμα και σύγκληση Συμβουλίου Αρχηγών. Μέχρις ώρας δεν το έχει πράξει.
Όλα τα δείγματα γραφής έως σήμερα (από τις δηλώσεις του αναπληρωτή συμβούλου ασφαλείας Θάνου Ντίκου έως εκείνες του καθηγητή Χρήστου Ροζάκη, αλλά και από την συζήτηση στη δημόσια σφαίρα περί Χάγης) κατατείνουν στο συμπέρασμα πως, στο κενό που αφήνουν οι ΗΠΑ με την προκλητική ανοχή του Ντόναλντ Τραμπ στην επιθετικότητα Ερντογάν, η Γερμανία ξεδιπλώνει έναν σχεδιασμό “ιστορικού συμβιβασμού” μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Εάν η ελάσσονος σημασίας –σε σύγκριση με μια φαραωνική και ιστορική αλλαγή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις– Συμφωνία των Πρεσπών απαιτούσε την ετυμηγορία της Βουλής των Ελλήνων, ένας απευθείας διάλογος με συγκεκριμένη ατζέντα που πιθανώς υπερβαίνει την πάγια ελληνική θέση δεν απαιτεί, τουλάχιστον, μια συνεννόηση των πολιτικών αρχηγών και την εκπόνηση νέας εθνικής στρατηγικής;
Εν κατακλείδι, ο πρωθυπουργός δήλωσε (για την Αγία Σοφία) πως “τα μνημεία ταπεινώνουν τους ασεβείς”. Μπορεί, λοιπόν, κανείς να ανοίγει απευθείας διάλογο με τους “ασεβείς” πριν αναιρέσουν την ασέβειά τους;