Στην αθάνατη Ελληνίδα μάνα «δηλητήριο» που εκτοξεύει τα «”μη” σαν χαστούκια» στο πρόσωπο που λατρεύει είναι αφιερωμένο το άρθρο της Έλενας Ακρίτα στα «Νέα Σαββατοκύριακο».
Το κείμενο με τον τίτλο «Ζακέτα μην πάρεις» συνοψίζει όλα όσα κάνουν ή προσπαθούν να μην κάνουν οι μαμάδες.
Μην μάς ακούς, πουλάκι μου. Μη μάς δίνεις σημασία. Εμείς οι Ελληνίδες μανάδες είμαστε γυναίκες δηλητήριο. Εκτοξεύουμε τα ‘μη’ σαν χαστούκια στο πρόσωπο που λατρεύουμε. Να τού μπλαβιάσουμε τα μάγουλα και μετά να τού βάλουμε δροσερά πανιά να δροσιστεί. Μη βγεις έξω έχει ψόφο. Μη βγεις έξω έχει καύσωνα. Μην τρως τώρα θα κόψεις την όρεξη σου. Φάε, δεν τρως γιατί δεν τρως. Μη χαζεύεις αύριο δίνεις εξεταστική. Τι τής/τού βρήκες; Δεν την/τον βλέπεις πώς είναι; Είναι ντύσιμο αυτό τώρα; Είναι τρόπος αυτός τώρα; Γι’ αυτό σε μεγάλωσα, γι’ αυτό σε ανάστησα, γι’ αυτό φίλησε κατουρημένες ποδιές ο μπαμπάς σου, γι’ αυτό φτύσαμε αίμα να σε κάνουμε άνθρωπο;
Ομολογώ, ζορίστηκα πολύ όταν απέκτησα τον γιο μου. Όταν γίνεσαι μητέρα, όλα τα ‘μη’ συμπεριλαμβάνονται στο πακέτο το all inclusive. Σού βγαίνουν αυθόρμητα σαν φιδάκια απ’ το στόμα. Μη. Πρόσεχε. Μη. Μη. Μη λέμε μη. Μη δεν ξέρεις εσύ. Μη με πρήζεις. Μη με ψήνεις, μη μού βγάζεις την Παναγία, μη!
Χρειάστηκε μεγάλος αγώνας για να καταπιώ τα ‘μη’ μου και να μη γαμ@σω τη ζωή του. Αυθόρμητη μού έβγαινε η αγάπη που σκοτώνει. Που στραγγαλίζει το παιδί. ‘Για το καλό του’.
Γιατί είναι, βλέπεις, και η ανταλλακτική οικονομία στη μέση: να το έχεις κάβα για τα γεράματα. Να σου φέρει ένα ποτήρι νερό. Να σου φτιάξει ένα χαμομήλι να σού αγοράσει φάρμακα να σε πάει στο γιατρό.
Να σε γηροκομήσει βρε αδελφέ. Ό,τι σού δίνω, το θέλω πίσω. Ό,τι σού προσφέρω, το διεκδικώ. Είσαι δικός-η μου μέχρι να σβήσει ο ήλιος. Θα σε τσακίσω στα χαμομήλια, θα σε λιανίσω στα πιεσόμετρα. Γιατί θυσιάστηκα για σένα, γιατί στερήθηκα για σένα, γιατί σ’ αγαπώ.
Αυτή η Ελληνίδα μάνα που τόσο αγαπησιάρικα μνημονεύουμε, δεν είναι καθόλου η κωμική φιγούρα που κυνηγάει το παιδί με έναν κεφτέ στην παραλία. Η Ελληνίδα μάνα είναι μια γυναίκα που η ζωή την έχει κουράσει και τα όνειρα την έχουν διαψεύσει. Όταν φίλησε τον βάτραχο που παντρεύτηκε αυτός δεν έγινε πρίγκιπας, απλώς της έμεινε μια βατραχίλα στο στόμα. ‘Θ’ αλλάξουν τα πράγματα’ της έλεγε κι όντως άλλαξαν: προς το χειρότερο.
Μισή ζωή, μισός έρωτας, μισή δουλίτσα, μισή καρδιά. Το σπίτι της κρυψώνα που σπάνια ξεμυτίζει από εκεί. Ζει μέσα από τους ήρωες της σαπουνόπερας, μέσα από τις συνταγές της Αργυρώς, μέσα από τις καρδούλες. Έχει ρίζα στο μαλλί, φοράει μικροσκοπικά σκουλαρίκια και το κραγιόν της Μενεγάκη. Αλλά πάνω απ’ όλα ζει μέσα από τα παιδιά της.
Δυστυχώς για τα παιδιά της.
Μη. Μη. Μη. Μην ανακατεύεσαι. Μη μπλέκεσαι. Μην ανοίγεις ιστορίες με τους γειτόνους. Μην ακούς τις κραυγές στο διπλανό διαμέρισμα. Μη χτυπάς το κουδούνι, μην πας στην αστυνομία, μη βγάζεις εσύ το φίδι από την τρύπα. Κοίτα τη δουλίτσα σου. Το σπιτάκι σου. Τη γυναικούλα σου. Το παιδάκι σου. Τα υποκοριστικούλια σου. Γιατί έχω και την καρδιά μου πουλάκι μου, δεν θα με πεθάνεις εσύ εμένα.
Όχι, μη μάς ακούς τις τρελές. Ζακέτα μην πάρεις, αγάπη μου. Ή πάρε. Κι αν κρυώσεις, κρύωσες. Θα γίνεις καλά. Δεν μπορώ να κάνω εγώ τα λάθη σου για να μην πονέσεις εσύ. Μπορώ όμως αν χρειαστεί, αν με χρειαστείς, να τα πληρώσω μαζί με σένα. Να μοιραστώ τον πόνο σου. Να κλάψω στο κλάμα σου. Να ξενυχτήσω στην αγρύπνια σου, να είμαι κοντά σου. Δίπλα σου. Όχι σαν βαρίδι. Σαν κουβερτούλα χνουδωτή. Που σκεπάζει τους καημούς σου, μόνο όταν εσύ θέλεις να τη ρίξεις στους ώμους σου. Γιατί σ’ αγαπώ. Γι’ αυτό που είσαι. Όχι γι’ αυτό που νομίζω πώς είσαι.
Ζακέτα μην πάρεις, ψυχούλα μου. Και γαία πυρί μιχθήτω τι να πω.
Έλενα Ακρίτα