Με κομμένη την ανάσα παρακολουθούν παράγοντες της γερμανικής οικονομίας τις εξελίξεις από το μέτωπο της πανδημίας και κυρίως των νέων περιοριστικών μέτρων. Ο κίνδυνος νέου lockdown εξακολουθεί να αιωρείται.
Οι επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού στη γερμανική οικονομία είναι πιο δραματικές από τις αρχικά αναμενόμενες, οι συνέπειες θα είναι μακροπρόθεσμες και η ανάκαμψη θα αργήσει σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις. Αυτά είναι επιγραμματικά τα βασικά και μάλλον απαισιόδοξα συμπεράσματα της νέας φθινοπωρινής έκθεσης των κορυφαίων οικονομικών ινστιτούτων της Γερμανίας.
Στόχος των εκθέσεων αυτών που συντάσσονται δυο φορές το χρόνο για λογαριασμό του υπουργείου Οικονομίας είναι να αναλύουν και να αξιολογούν τα οικονομικά δεδομένα. Επί αυτή τη βάσει οι οικονομολόγοι κάνουν συγκεκριμένες συστάσεις προς την πολιτική. Εν καιρώ πανδημίας βέβαια η πρόκληση και η δυσκολία είναι ακόμη μεγαλύτερη, όπως επισήμαναν και οι εκπρόσωποι των οικονομικών ινστιτούτων κατά την παρουσίαση στα μέσα της τρέχουσας εβδομάδας.
Με βραδείς ρυθμούς επιστρέφει η ανάπτυξη από το 2021
Οι ειδικοί εμφανίζονται πλέον βέβαιοι ότι η ύφεση θα είναι μεγαλύτερη σε σχέση με τις εκτιμήσεις που οι ίδιοι έκαναν στο πλαίσιο των εαρινών τους προβλέψεων. Για την τρέχουσα χρονιά υπολογίζουν με μείωση των ρυθμών ανάπτυξης κατά 5,4% (από 4,2%). Για να υπάρχει μέτρο σύγκρισης αρκεί μια αναδρομή στην κρίση του 2009 όταν η γερμανική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 5,9%. Για την ερχόμενη χρονιά οι ειδικοί αναμένουν ανάπτυξη 4,7% από 5,8% που προέβλεπαν πριν από μερικούς μήνες ενώ το 2022 οι οικονομικές επιδόσεις της ισχυρότερης οικονομίας της Ευρωζώνης αναμένεται να αυξηθούν κατά 2,7%.
Θα πρέπει να σημειωθεί ωστόσο πως πρόκειται για προγνώσεις που συντάχθηκαν τις περασμένες εβδομάδες και οι οποίες δεν έλαβαν υπόψη την νυν έξαρση των νέων κρουσμάτων. «Οι προγνώσεις μας βασίζονται όμως στην εκτίμηση ότι οι επιβαλλόμενοι από τον κορωνοϊό περιορισμοί θα παραμείνουν σε γενικές γραμμές για τουλάχιστον μισό ακόμη χρόνο», εξήγησε ο Στέφαν Κόοτς, από το Ινστιτούτο της Παγκόσμιας Οικονομίας του Κιέλου.
Κίνδυνος δεύτερου lockdown;
Τι θα γίνει όμως στην περίπτωση που κλείσουν ξανά καταστήματα και εστιατόρια και σταματήσει η παραγωγή στα εργοστάσια και τις επιχειρήσεις; Οι οικονομολόγοι δεν θεωρούν πιθανό αυτό το σενάριο. «Το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα υπάρξει δεύτερο lockdown», εκτίμησε ο Κόοτς.
Ακόμη και χωρίς περαιτέρω περιορισμούς όμως η ανάκαμψη της οικονομίας θα αργήσει. Οι οικονομικές επιδόσεις θα επανέλθουν στα επίπεδα προ κρίσης μάλλον περί τα τέλη του 2021. Σημειωτέον ότι ακόμη και τότε θα βρίσκονται 2,5 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από τα επίπεδα που θα μπορούσαν να είχαν επιτευχθεί εάν δεν είχε ξεσπάσει πανδημία. Με απλά λόγια: η οικονομία πάει χρόνια πίσω.
Τροχοπέδη για την ανάκαμψη είναι το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις έχουν μικρότερη ρευστότητα και κατά συνέπεια επενδύουν και λιγότερα. Ιδιαίτερα βαρύ είναι το πλήγμα για τις επιχειρήσεις που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις κοινωνικές επαφές, όπως η εστίαση και ο τουρισμός, ο κλάδος των εκδηλώσεων ή οι εναέριες συγκοινωνίες. «Το τμήμα αυτό της γερμανικής οικονομίας θα υποφέρει για μεγάλο ακόμη διάστημα από την πανδημία και θα αρχίσει να συνέρχεται μόνο όταν θα αρχίσουν να αίρονται τα μέτρα προστασίας, κάτι που δεν θα πρέπει να αναμένεται πριν τα μέσα της επόμενης χρονιάς».
Προκειμένου να συνδράμει ακριβώς αυτές τις επιχειρήσεις ο υπ. Οικονομίας Αλτμάγερ σχεδιάζει την αναπροσαρμογή των πακέτων παροχής προσωρινής βοήθειας που αξιοποιήθηκαν ελάχιστα τους τελευταίους μήνες. Μεταξύ άλλων τα κονδύλια αυτά αναμένεται να διοχετευτούν τώρα σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις προκειμένου να καλύψουν μέχρι τα τέλη του έτους μεγάλο μέρος των πάγιων εξόδων τους. Τα οικονομικά ινστιτούτα επικροτούν την εν λόγω απόφαση, τονίζοντας την ανάγκη στοχευμένων παρεμβάσεων της πολιτικής.
Αναποτελεσματική η μείωση του ΦΠΑ
Εκ των υστέρων και εκ του αποτελέσματος πάντως οι οικονομολόγοι των κορυφαίων ινστιτούτων θεωρούν λανθασμένα και ανούσια ορισμένα από τα μέτρα που αποφάσισε και υλοποίησε η γερμανική κυβέρνηση κατά τους πρώτους μήνες της πανδημίας. «Η μείωση του ΦΠΑ δεν χρειαζόταν», συμπεραίνει σήμερα ο Κόοτς.
Ημείωση του συντελεστή από το 19% στο 16% μέχρι τα τέλη του έτους κοστίζει περί τα 18 δις ευρώ. Εντούτοις το μέτρο ωφέλησε και πολλούς που δεν το είχαν καν ανάγκη, υποστηρίζουν οι ειδικοί. Ειδικά στα νοικοκυριά υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ εκείνων που τελούν σε καθεστώς επιδοτούμενης μερικής εργασίας ή και που έχουν χάσει τη δουλειά τους και εκείνων που δεν ξέρουν καν πώς να ξοδέψουν τα χρήματά τους στην παρούσα φάση. «Η τάση αποταμίευσης ενισχύθηκε σημαντικά», λένε οι ειδικοί.
Οι ίδιοι θεωρούν μείζονος σημασίας για την οικονομία την απρόσκοπτη λειτουργία των σχολείων. Ενδεχόμενη εκ νέου διακοπή των μαθημάτων θα είχε μακροπρόθεσμα τεράστιες οικονομικές συνέπειες, εκτιμούν οι οικονομολόγοι. Σημαντική θεωρούν επίσης τη στήριξη νέων επιχειρήσεων διότι «πρόκειται για επιχειρήσεις που θα μας λείπουν αύριο», όπως επισήμανε ο Κλάους Μίχελσεν από το Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών του Βερολίνου DIW. «Παρά ταύτα θα πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι», είπε ο ίδιος, προσθέτοντας ότι εν τέλει έχουμε διδαχθεί πολλά από την πανδημία και το πώς μπορούμε να την ελέγχουμε.
Πηγή: DW – Ζαμπίνε Κίνκαρτς