Η δράση και η ακτινοβολία του αμφιλεγόμενου αγωνιστή Άρη Βελουχιώτη δεν είναι σε λίγους γνωστή: στις 15 Ιουνίου του 1945, ο ‘Αρης, κατά κόσμον Θανάσης Κλάρας, αποκηρυγμένος από το ΚΚΕ και καταδιωκόμενος από τον Εθνικό Στρατό αυτοκτονεί στη Μεσούντα Άρτας και γίνεται αμέσως θρύλος.
Είναι λογικό ότι το ρεμπέτικο τραγούδι δεν θα μπορούσε να μείνει αμέτοχο και αδιάφορο απέναντι σε μια τέτοια προσωπικότητα.
Ο Νίκος Μάθεσης, ή αλλιώς «Τρελάκιας», που στον άγριο κόσμο των ρεμπέτηδων έχει τη φήμη του σκληρού μάγκα, αποδεικνύει τις πολιτικές και κοινωνικές του ανησυχίες απαθανατίζοντας με τους στίχους του το τέλος ενός ήρωα. Θα χρειαστεί όμως αυτοί οι στίχοι να φτάσουν στα χέρια ενός νεαρού συνθέτη και δεξιοτέχνη μουσικού, του Μανώλη Χιώτη για να γίνουν τραγούδι.
Ο Χιώτης σε ηλικία 24 ετών συνθέτει το τραγούδι για τον Άρη Βελουχιώτη σε ρυθμό χασαποσέρβικο, αλλάζοντας τη λέξη νεκροπούλι σε κλαψοπούλι και προσθέτοντας την τέταρτη στροφή. Φαίνεται όμως πως το τραγούδι αυτό, όπως όλα όσα σχετίζονται με τον Βελουχιώτη, θα χανόταν μες στην τύρβη του χρόνου και των πολιτικών συνθηκών της εποχής, ως ένας από τους μικρούς-μεγάλους μύθους του ρεμπέτικου. Το 1974 ο Μάθεσης μιλά για αυτό στον ερευνητή Κώστα Χατζηδουλή:
«Λίγο μετά που σκοτώθηκε ο Άρης Βελουχιώτης το ’γραψα. Είχε τρία τετράστιχα και όχι τέσσερα. Ο Άρης, ήτανε φίνος άντρας, μάγκας κι αγωνιστής και Έλληνας. Κατάλαβες; Μιλάει ο Μάθεσης. Υπήρχανε κι άλλοι αγωνιστές δηλαδή που θέλανε να τους λένε έτσι, αλλά αυτοί ήτανε αγωνιστές για την πάρτη τους. Δηλαδή αποφάγια. Άλλη ταρίφα αυτοί.
Όταν έσβησε το καντήλι του παλικαριού, έκατσα και το ’γραψα, γιατί έγινε θρήνος. Θρήνος και ύμνος… Μετά συναντήθηκα με το Χιώτη, που είχε έρθει με τον Παπαϊωάννου, το Στεφανάκη και τον Γενίτσαρη να παίξουνε σ’ ένα χορό, στο Χατζηκυριάκειο. Είπα του Χιώτη για το τραγούδι και δώσαμε ραντεβού και του ’δωσα τα λόγια.
Έβαλε ένα τετράστιχο ακόμα ο Μανώλης, το τελευταίο, κι άλλαξε το «νεκροπούλι» που είχα εγώ και το ’κανε «κλαψοπούλι». Δεν είπα τίποτα. Ο Μανώλης ήτανε φίλος μου, καλός άντρας και μάγκας από τους λίγους. Άμα θες να μάθεις ποιοι είναι οι μάγκες, κοίτα τον Χιώτη. Εξηγήσεις ζόρικες, ρεμπέτικες και ψυχή μόρτικια μεγάλη…»
Οι στίχοι του Μάθεση κατέληξαν τελικά στα χέρια του Μιχάλη Γενίτσαρη, ο οποίος ισχυρίζεται είχε ακούσει τη μελωδία του Χιώτη αλλά τη θυμόταν κάπως αχνά. Ο γνωστός ρεμπέτης συνέθεσε τελικά ένα ζεμπέκικο που το 1980 ερμήνευσε ο Γιώργος Νταλάρας με τίτλο «Ένας λεβέντης έσβησε» και περιλαμβάνεται στα «Ρεμπέτικα της Κατοχής». Ωστόσο κανείς δεν θα μάθει ποτέ πώς ήταν η πρώτη αυθεντική κατά Χιώτη μελωδία αυτού του τραγουδιού.
Αντιλαλούνε τα βουνά κλαίνε τα κλαψοπούλια
ο Βελουχιώτης χάθηκε ψηλά σε μια ραχούλα
Τι έχεις κλαψοπούλι μου και χαμηλά κοιτάζεις
για πες μου τι σε πλήγωσε και βαριαναστενάζεις
Μαράθηκαν τα λούλουδα χάθηκε το φεγγάρι
ένας λεβέντης έσβησε που τον ελέγαν Άρη
Κείνος δε θέλει κλάματα δε θέλει μοιρολόγια
θέλει αγώνες και χαρές αρματωσιές και βόλια
Πηγή: Το Ποντίκι