Το σημερινό δημοσίευμα της εφημερίδας «Δημοκρατία», σχετικά με την προμήθεια τεστ ταχείας ανίχνευσης αντιγόνου SARS-CoV-2 (rapid test), διαψεύδει το υπουργείο Υγείας με ανακοίνωσή του στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρει:
«Εκφράζουμε εύλογη απορία για τη σκοπιμότητα τέτοιων δημοσιευμάτων, καθώς και τι ή ποιους μπορεί να εξυπηρετούν. Η Ελλάδα ήταν από τις πρώτες χώρες στην Ευρώπη που προμηθεύτηκε και χρησιμοποίησε, σύμφωνα και με τις εισηγήσεις της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, τα εγκεκριμένα από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας rapid tests, που πληρούν προδιαγραφές υψηλότατης ευαισθησίας και ειδικότητας.
Όπως είναι γνωστό εξ’ αρχής:
* Στον διαγωνισμό μπορούσε να συμμετέχει οποιαδήποτε εταιρεία είχε διαθέσιμη, έστω και μια μικρή ποσότητα τεστ.
* Το κριτήριο κατακύρωσης του διαγωνισμού, μετά τον έλεγχο αξιοπιστίας, ήταν η χαμηλότερη τιμή.
* Ο διαγωνισμός για την προμήθεια των rapid tests διενεργήθηκε από την ΙΦΕΤ Α.Ε. σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 4682/2020, αναρτήθηκε όπως προβλέπει ο Νόμος στην ιστοσελίδα της ΙΦΕΤ και τηρήθηκαν όλες οι προβλεπόμενες διαδικασίες, όπως ο προσυμβατικός έλεγχος νομιμότητας από το Ελεγκτικό Συνέδριο».
Και καταλήγει η ανακοίνωση του υπουργείου Υγείας: «Από την πρώτη στιγμή έως σήμερα, το Υπουργείο Υγείας και η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων ενεργούν με διαφάνεια και εντιμότητα, υπηρετώντας το δημόσιο συμφέρον και μόνον».
Στο σημερινό της φύλλο, η εφημερίδα που την περασμένη Κυριακή δημοσίευσε το ρεπορτάζ για τις διπλές καταγραφές από τον ΕΟΔΥ, αποκαλύπτει νέο σκάνδαλο – όπως το χαρακτηρίζει – με «μπίζνα ύψους 10 εκατ. ευρώ για τα rapid tests, υποστηρίζοντας ότι δόθηκε «σε μεσάζοντα με ετήσιο τζίρο 1.300.00 ευρώ η τεράστια προμήθεια» και ότι το «καπέλο» που μπήκε στην τελική τιμή προκάλεσε μεγάλη ζημιά στο Δημόσιο.