«Μη διστάσεις να ενεργήσεις σαν να ήσουν σε κατακτημένη πόλη, όπου γίνεται μια τοπική εξέγερση»
Τηλεγράφημα Ουίνστον Τσόρτσιλ προς τον στρατηγό Ρόναλντ Μακένζι Σκόμπι
«Μάταια ο ΕΛΑΣ και ο λαός της πρωτεύουσας περίμεναν μια διαταγή γενικής εξόρμησης στο κέντρο της πόλης. Τέτοια διαταγή δεν έφτασε ποτέ. Το κόμμα είχε δειλιάσει. Η τύχη της μάχης της Αθήνας κρίθηκε στη συνεδρίαση του Πολιτικού Γραφείου στις 7 Δεκεμβρίου του 1944»
Θανάσης Χατζής, αντιστασιακός, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ και του ΕΑΜ
Μόσχα, 9 Οκτωβρίου 1944, Κρεμλίνο, γραφείο Στάλιν, ώρα 22.00
Ο άνδρας που καθόταν στη δεξιά πλευρά του τεράστιου τραπεζιού έμοιαζε κουρασμένος. Κοίταξε αφηρημένος έξω από το παράθυρο και είδε τον χτισμένο με κόκκινα τούβλα πύργο Σπασκάγια του Κρεμλίνου. Το μεγάλο αστέρι και το σφυροδρέπανο δέσποζαν στην κορυφή του. Το σκληρό βλέμμα του έμοιαζε να χαλαρώνει για κάποια δευτερόλεπτα.
Σταθερά, χτύπησε την πίπα του στο μεγάλο βαρύ γυάλινο τασάκι και στη συνέχεια την καθάρισε από τα υπολείμματα του καπνού με ένα μαντίλι που είχε διπλωμένο στο πλάι του για τον σκοπό αυτό. Πέρασε το μάκτρο αρκετές φορές μέχρι να βγει καθαρό από την άλλη πλευρά και όταν ικανοποιήθηκε με το αποτέλεσμα κάθισε αναπαυτικά στην παχιά δερμάτινη καρέκλα του.
Με τελετουργικές κινήσεις άνοιξε την καπνοσακούλα του. Με τον δείκτη και τον αντίχειρά του έπιασε μια μεγάλη ποσότητα καπνού και την έσπρωξε μέσα στο «μπολ» της πίπας. Άναψε ένα μεγάλο σπίρτο, το έφερε επάνω από τον καπνό και άρχισε να ρουφάει. Το δωμάτιο γέμισε με μια γλυκιά μυρωδιά. Μεγάλα γαλαζωπά σύννεφα έκρυβαν το πρόσωπό του. Τα μάτια τού άνδρα όση ώρα άναβε την πίπα του δεν σταμάτησαν στιγμή να κοιτάζουν τον συνομιλητή του, που καθόταν δίπλα του. Αφού πήρε 4-5 μεγάλες ρουφηξιές, έφερε το χέρι του στο παχύ μουστάκι του και το ίσιωσε. Ο άνδρας με το σκληρό συνοφρυωμένο βλέμμα έμοιαζε όλη την ώρα να χαμογελάει, αλλά δύσκολα θα έπαιρνε κάποιος όρκο για αυτό.
Δίπλα του, ο συνομιλητής του χαμογελούσε και εκείνος. Μόλις είχε καταφέρει να διατηρήσει το γόητρο της αυτοκρατορίας του αλώβητο και να κρατήσει για το στέμμα όσα διεκδίκησε. Ο παχουλός φαλακρός άνδρας έπιασε το χοντρό πούρο του, ένα Romeo y Julieta Piramides, βύθισε την κομμένη του άκρη μέσα στο κρυστάλλινο ποτήρι με μπράντι που είχε δίπλα του και στη συνέχεια το άναψε συναγωνιζόμενος τον άνδρα με το μουστάκι για το ποιος θα κάνει το μεγαλύτερο σύννεφο καπνού στη μικρή αίθουσα.
«Είναι ευκαιρία, αγαπητέ μου Ιωσήφ, σήμερα να διευθετήσουμε τις υποθέσεις μας στα Βαλκάνια. Τι λες;», είπε ο παχουλός άνδρας, πρώην λόρδος του Ναυαρχείου και νυν πρωθυπουργός της Αγγλίας.
«Δεν βρίσκω κάποιον λόγο να μην το κάνουμε, Ουίνστον», απάντησε ο άνδρας από τη Γεωργία, με το παχύ μουστάκι, που άκουγε στο όνομα Ιωσήφ και ήταν ο ηγέτης της μεγαλύτερης σε έκταση χώρας του κόσμου. Της χώρας που είχε πληρώσει το βαρύτερο τίμημα στον πόλεμο.
«Λοιπόν, ο στρατός σας, ο Ερυθρός Στρατός, έχει παρελάσει νικηφόρα και βρίσκεται στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Εμείς, όπως καλά ξέρεις, έχουμε και συμφέροντα αλλά και πράκτορες εκεί. Ας μην αναλωθούμε σε ανόητες προστριβές μετά το τέλος του πολέμου, που θα έρθει σύντομα από όσο βλέπω. Αγαπητέ Ιωσήφ, η Βρετανία προτείνει να έχεις το 90% στη Ρουμανία και εμείς το 10%. Προτείνουμε επίσης για τη Γιουγκοσλαβία και την Ουγγαρία το ποσοστό επιρροής των χωρών μας να είναι στο 50-50. Και για τη Βουλγαρία 75% εσείς και 25% εμείς. Συμφωνείς;».
Ο άνδρας με το μουστάκι έσμιξε τα φρύδια του, έγνεψε καταφατικά και περίμενε τη συνέχεια: «Ως Μεγάλη Βρετανία ζητούμε να έχουμε επιρροή στην Ελλάδα. 90% εμείς και 10% εσείς. Ιωσήφ, είναι μια δίκαιη λύση».
Όση ώρα ο ηγέτης της μεγάλης Σοβιετίας περίμενε τη μετάφραση, ο Άγγλος πρωθυπουργός κάτι έγραψε σε μια χαρτοπετσέτα. Στη συνέχεια την πέρασε επάνω από τη λουστραρισμένη επιφάνεια του τραπεζιού για να τη δει ο σύμμαχός του.
«Μη με θεωρήσετε κυνικό, αλλά προέχει η ειρήνη από δω και στο εξής», είπε ο Άγγλος πρωθυπουργός.
Ο Ιωσήφ Στάλιν διάβασε τι έγραφε η χαρτοπετσέτα, πήρε ένα μπλε στυλό, έκανε ένα «ν», σημάδι ότι συμφωνεί, και επέστρεψε τη χαρτοπετσέτα.
«Ωραία. Αφού συμφωνήσαμε, ας κάψουμε το χαρτί», είπε ο άνδρας με το πούρο.
«Μπα, όχι, κρατήστε το», απάντησε ο άνδρας με την πίπα.
Οι δυο άνδρες, που σύντομα θα ήταν οι νικητές του παγκόσμιου πολέμου, μόλις είχαν υπογράψει τη μοίρα μιας μικρής ρημαγμένης χώρας στα Νοτιοανατολικά Βαλκάνια.
Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 1944, ώρα 10.00, Σύνταγμα, ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία – ταράτσα
Ο χωροφύλακας στην ταράτσα του πολυτελούς ξενοδοχείου στην καρδιά της πόλης έβγαλε το καπέλο του, με το στέμμα στο εθνόσημο που έγραφε «Ελληνική Βασιλική Χωροφυλακή», και το απόθεσε δίπλα του. Κοίταξε δεξιά και αριστερά και είδε κάποιους συναδέλφους του να κάνουν το ίδιο. Μερικοί άναψαν τσιγάρο και άλλοι μιλούσαν ψιθυριστά μεταξύ τους λες και θα τους άκουγε ο κόσμος που είχε ήδη αρχίσει να συγκεντρώνεται μπροστά από τη Βουλή.
Ξαπλωμένος μπρούμυτα επάνω στο τσιμέντο της ταράτσας καθώς ήταν, έλεγξε για άλλη μια φορά το τουφέκι του. Έφερε το σκοπευτικό στο μάτι του, σημάδεψε τυχαία μια γυναίκα από το πλήθος που κρατούσε ένα πλακάτ και μονολόγησε «μπαμ». Με το μυαλό του φαντάστηκε μια μικρή μαύρη τρύπα στο κεφάλι της και το πλακάτ που έγραφε: «Λευτεριά. ΕΑΜ – ΕΛΑΣ» να πέφτει στην άσφαλτο και να το ποδοπατάει το πλήθος…
«Έλα, Δημητρίου, σοβαρέψου μη σου φύγει καμιά σφαίρα και τρέχουμε όλοι». Η φωνή του επικεφαλής ενωμοτάρχη από πίσω του τον έκανε να δαγκωθεί.
Ο κόσμος κάτω από το ξενοδοχείο όσο η ώρα περνούσε αυξανόταν. Πριν από ένα τέταρτο ίσα που μπορούσε κάποιος να διασχίσει τον δρόμο, ενώ τώρα κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον.
«Πρέπει να είναι περισσότεροι από 150.000. Βρε τα κουμμούνια», είπε ο χωροφύλακας και θυμήθηκε τις ένδοξες ημέρες που έζησε με τα μηχανοκίνητα δίπλα στον Νικόλαο Μπουραντά. Πριν από έναν χρόνο παρά κάτι μέρες, στις 30 Νοεμβρίου 1943, ήταν από εκείνους που είχαν εισβάλει στο νοσοκομείο «Άγιος Σάββας» και είχαν κακοποιήσει ανάπηρους ήρωες του αλβανικού μετώπου.
«Τους γαμήσαμε τους σακάτηδες. 15.000 κουμμούνια στείλαμε στο Χαϊδάρι και στου Χατζηκώστα. Σκατοσακάτηδες, σου λέει, από το αλβανικό μέτωπο. Ακόμη θυμάμαι πως έσκουζαν όταν τους πετούσαμε από τα παράθυρα, καθισμένους στα καροτσάκια τους.».
Όσο σκεφτόταν τις ένδοξες ημέρες του ο χωροφύλακας στην ταράτσα του ξενοδοχείου, τόσο αυξανόταν ο κόσμος στο Σύνταγμα, που πλέον έμοιαζε πολύ μικρό και στενάχωρο για να χωρέσει όλο αυτό το πλήθος.
Το συλλαλητήριο
Το συλλαλητήριο οργανώθηκε από το ΕΑΜ ως απάντηση προς την πρόταση των Άγγλων διά του Γεωργίου Παπανδρέου για αφοπλισμό όλων των ομάδων των ανταρτών που πολέμησαν τους ναζί και την υπαγωγή τους στον Άγγλο στρατηγό Ρ.Μ. Σκόμπι. Μια πρόταση η οποία είχε φαρδιά πλατιά την υπογραφή της Αριστεράς, που μόνη της είχε δεθεί χειροπόδαρα από τους διπλωμάτες Άγγλους στον Λίβανο και την Καζέρτα. Το σχέδιο για να συρθεί η χώρα στον εμφύλιο ήταν τέλεια ενορχηστρωμένο. Η μπαγκέτα του Τσόρτσιλ με μαεστρία κουνιόταν πέρα – δώθε και η ηγεσία της Αριστεράς χόρευε στον ρυθμό που ήθελε ο Άγγλος πρωθυπουργός.
24 Νοεμβρίου αρχίζουν οι προπαρασκευές για τη συγκρότηση Εθνοφυλακής. Στο υπουργείο Στρατιωτικών ο υφυπουργός Λάμπρος Λαμπριανίδης συγκεντρώνει ονόματα αξιωματικών για να στελεχώσει τις διοικήσεις των μονάδων. Ο Λαμπριανίδης τοποθετεί 250 αξιωματικούς, εκ των οποίων ουδείς προέρχεται από τις τάξεις του ΕΛΑΣ. Τοποθετεί αξιωματικούς της ΕΝΑ (Ένωσις Αξιωματικών Νέων), της Τρίαινας και του ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών). Ελάχιστοι από αυτούς είχαν ακούσει ποτέ μια μπαταριά στα μπορντέλα και τα καφενεία της Αιγύπτου όπου περνούσαν τον χρόνο τους όταν στην Ελλάδα πνιγόντουσαν στο αίμα. Ήταν όμως όλοι τους μεταξικοί και φιλοβασιλικοί. Πολλοί από αυτούς την ώρα της μάχης των ελληνικών δυνάμεων στο πλευρό των συμμάχων στην Ελ Αγκέιλα υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους χωρίς καμία επίπτωση.
27 Νοεμβρίου ο Παπανδρέου παύει τον Λαμπριανίδη, τον αντικαθιστά με τον στρατηγό του ΕΛΑΣ Πτολεμαίο Σαρηγιάννη και ανακαλεί τις μεταθέσεις. Το ίδιο βράδυ συναντάται με τους ΕΑΜικούς υπουργούς και δίνουν τα χέρια για το εξής: «Ο νεοσύστατος Εθνικός Στρατός θα συμβολίζει την ενότητα. Σε αυτόν θα συμμετέχουν: η Ορεινή Ταξιαρχία, ο Ιερός Λόχος, τμήματα του ΕΔΕΣ καθώς και μια ταξιαρχία του ΕΛΑΣ έχουσα δύναμιν ίσην προς το άθροισμα των άνω δυνάμεων και με ίσον οπλισμόν».
28 Νοεμβρίου ο Παπανδρέου άλλα συμφώνησε και άλλα ανακοίνωσε στον Τύπο: «Την 10ην Δεκεμβρίου θα αποστρατευτούν οι δυνάμεις της Εθνικής Αντιστάσεως ΕΛΑΣ – ΕΛΑΝ και ΕΔΕΣ. Μέχρι της οργανώσεως του τακτικού μας στρατού, εκτός της Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου, θα σχηματιστούν επίσης εκ των δυνάμεων της Εθνικής Αντίστασης, μια ταξιαρχία του ΕΛΑΣ και ανάλογοι μονάδες του ΕΔΕΣ». Τι σήμαινε αυτό επί της ουσίας; Ότι παρέμενε ο Ιερός Λόχος και η Ορεινή Ταξιαρχία άθικτες, ότι ο ΕΔΕΣ των δύο ταξιαρχιών διέλυε τη μία και διατηρούσε την άλλη και ότι ο ΕΛΑΣ των 31 ταξιαρχιών διέλυε τις 30 και διατηρούσε μία!!! Στο σχέδιο που ανακοίνωσε ο Παπανδρέου οι δυνάμεις θα ήταν μονάδες οργανικά ανεξάρτητες, κάτι που σήμαινε ότι ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε η ταξιαρχία του ΕΛΑΣ να μετατεθεί παραμεθόρια και στην Αθήνα θα έμεναν κυρίαρχες οι άλλες δύο ταξιαρχίες.
1η Δεκεμβρίου παραιτούνται διαμαρτυρόμενοι οι ΕΑΜικοί υπουργοί. Την ίδια στιγμή η Ορεινή Ταξιαρχία ακροβολίζεται στον Υμηττό, ανάμεσα στην Καισαριανή και του Ζωγράφου.
3 Δεκεμβρίου.
Η Βασιλική ήταν δεν ήταν 17 χρόνων εκείνον τον Δεκέμβρη. Παρά τις κακουχίες και την πείνα της Κατοχής, είχε κρατήσει τη νεανική της λάμψη, την παιδικότητά της, το ανάλαφρο περπάτημά της και κάποιες στιγμές μάλιστα χαμογελούσε. Τις περισσότερες όμως θλιμμένα. Οι ψείρες την είχαν κάνει να κόψει τα μαλλιά της κοντά. «A la garcon» έλεγε αυτοσαρκαζόμενη. Ήθελε να τελειώσει ο πόλεμος και να σπουδάσει. Ήταν μια από τις χιλιάδες κοπέλες που είχαν οργανωθεί στην ΕΠΟΝ. Ονειρευόταν μια καλύτερη κοινωνία για όλους. Εκείνο το πρωινό κατέβηκε τη Φορμίωνος με τα πόδια και όταν έφτασε στο ύψος της Φιλολάου ενώθηκε με ένα τεράστιο ανθρώπινο ποτάμι που κατευθυνόταν προς τον «Ευαγγελισμό» και από κει στο Σύνταγμα.
Στο ύψος όπου 13 χρόνια αργότερα θα χτιζόταν το ξενοδοχείο Χίλτον οι άνθρωποι περπατούσαν με δυσκολία. «Θεέ μου, δεν πρόκειται να φτάσω ποτέ στο Σύνταγμα. Τι κόσμος είναι αυτός, δεν μπορώ να προχωρήσω», σκέφτηκε και έκανε να «κόψει» από το Παγκράτι για να βγει στη Ρηγίλλης. Μικρά λιπόσαρκα παιδάκια κουρεμένα σχεδόν γουλί με κοντά παντελόνια που βαστούσαν από το χέρι τούς γονείς τους. Έφηβοι, νέοι, ηλικιωμένοι, άνδρες, γυναίκες, όλη η Αθήνα κατέβαινε στο Σύνταγμα. Τα πλακάτ ήταν δεκάδες. Τα περισσότερα έγραφαν «ΕΑΜ».
Ύστερα από ώρα η Βασιλική κατάφερε να φτάσει στο Σύνταγμα. Ακριβώς απέναντι από τον Άγνωστο Στρατιώτη. Βρήκε δεκάδες νεαρούς συναγωνιστές της. Όλοι χαμογελούσαν. Μια παρέα φοιτητών τραγουδούσε μπροστά από κάτι Άγγλους φαντάρους με κοντά παντελονάκια που χαζογελούσαν, αφού δεν είχαν καταλάβει το παραμικρό:
«Τα όπλα δεν τα δίνουμε
Ένα, δύο, τρία, τέσσερα
Ελάτε να τα πάρετε
Πέντε, έξι, επτά…»
Το βλέμμα της πλανήθηκε και τότε τους είδε. Μια παρέα πέντε ατόμων παρακολουθούσαν τη συγκέντρωση και σημείωναν διάφορα στα μπλοκάκια τους. Ανάμεσά τους αναγνώρισε έναν ταγματασφαλίτη. Φορούσε πολιτικά. Ήξερε ότι τον έλεγαν Μανώλη και έμενε στην οδό Φ. Πλυτά, στους Αμπελοκήπους. Το επάγγελμά του ήταν καντηλανάφτης. Είχε κάψει κόσμο και κοσμάκη. Στα διάφορα μπλόκα κοίταζε ειρωνικά τον κόσμο και όποιον σήκωναν από το έδαφος οι Γερμανοί μαρτυρούσε στα χέρια του μέχρι το εκτελεστικό απόσπασμα. Της ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Ούρλιαξε και τους έδειξε, αλλά κανείς δεν την άκουσε. Πλησίασε την ομάδα των Άγγλων φαντάρων που συνέχιζαν να χαζοκοιτάζουν τους φοιτητές. «Τους βλέπετε;» είπε και έδειξε τους ταγματασφαλίτες. «Αυτοί μας χτυπούσαν όταν κατεβαίναμε σε συλλαλητήρια εναντίον των Γερμανών». Ο Άγγλος λοχίας χαμήλωσε το βλέμμα και ψιθύρισε: «Yes… I know…».
Στις 11.00 το πρωί δόθηκε το σύνθημα να αρχίσει η σφαγή. Οι χωροφύλακες άρχισαν να πυροβολούν από ψηλά το ανυπεράσπιστο πλήθος που διαδήλωνε ειρηνικά. Ένας εύκολος στόχος. Οι σφαίρες έπεφταν βροχή. Ο κόσμος διαλύεται και τρέχει προς κάθε κατεύθυνση για να σωθεί. Ύστερα από 45 λεπτά σφαγής, ο απολογισμός είναι 33 νεκροί, όλοι τους διαδηλωτές, και 148 τραυματίες.
Οι κυβερνητικές δυνάμεις πανηγυρίζουν. Για λίγο όμως. Πίσω από τη Μητρόπολη η επιτροπή του συλλαλητηρίου, σίγουρη για επεισόδια, είχε λάβει τα μέτρα της. Εφεδρικές μάζες διαδηλωτών ξεχύθηκαν στους δρόμους και σε λιγότερο από 15 λεπτά είχαν αφοπλίσει αναίμακτα 200 χωροφύλακες και είχαν περισυλλέξει τους νεκρούς τους από τα ματωμένα πλακάκια της πλατείας Συντάγματος.
Δεκατέσσερα χρόνια μετά, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Ακρόπολις», στις 5.12.1958, ο Άγγελος Έβερτ, τότε διευθυντής της αστυνομίας, θα πει: «Εγώ διέταξα την βιαίαν διάλυσιν των διαδηλωτών βάσει των διαταγών τας οποίας είχον…». Από ποιον δεν αποκάλυψε ποτέ. Όλα αυτά τα χρόνια οι κυβερνήσεις των… εθνικοφρόνων ισχυρίζονταν, δίχως καμία απόδειξη ή καταγεγραμμένο στοιχείο, ότι το «συλλαλητήριο ήταν ένοπλο και στόχος του ήταν η κατάλυση της έννομης τάξης στα πρότυπα της Οκτωβριανής Επανάστασης…». Σε κανένα πρακτικό, σε καμία πηγή από οποιαδήποτε πλευρά δεν αναφέρεται η ύπαρξη οπλισμένων ΕΛΑΣιτών οι οποίοι να πυροβόλησαν κατά οποιουδήποτε και ως απάντηση οι χωροφύλακες να άρχισαν να ρίχνουν από τις ταράτσες.
Την επόμενη μέρα, 4 Δεκεμβρίου, έγιναν οι κηδείες των θυμάτων. Μια λαοθάλασσα που δεν είχε ξαναζήσει η πρωτεύουσα. Ο Παπανδρέου είχε παραιτηθεί από τις 10.00 το βράδυ της σφαγής.
Η Βασιλική δεν επέστρεψε στο σπίτι της. Στα Χαυτεία, έξω από το ξενοδοχείο «Ερμής», όπου είχαν «κλειστεί» οι δωσίλογοι και οι ταγματασφαλίτες, κάποιος Μανώλης από τους Αμπελοκήπους, καντηλανάφτης στο επάγγελμα, τη στρίμωξε σε μια γωνία και εν ψυχρώ άδειασε επάνω στο κορμί της τις σφαίρες από το πιστόλι του. Δεν τον πείραξε ποτέ κανείς.
Στις 12 Δεκεμβρίου η κυβέρνηση, με τις ευλογίες των Άγγλων, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει 12.000 πρώην ταγματασφαλίτες που τυπικά ήταν κρατούμενοι για συνεργασία με τον εχθρό στη μάχη των Δεκεμβριανών. Η ανηθικότητα έγκειται στο γεγονός πως τον Δεκέμβρη του 1944 και επί 33 ημέρες (όσο διαρκούν οι μάχες) οι κυβερνητικές δυνάμεις στο σύνολό τους είναι 18.000 άνδρες, εκ των οποίων οι 12.000 ήταν ταγματασφαλίτες.
Τακτικά λάθη και διασπορά δυνάμεων έγιναν στη σύγκρουση με τους χωροφύλακες στου Μακρυγιάννη και την Ορεινή Ταξιαρχία με τους ταγματασφαλίτες στου Γουδή (σχολές χωροφυλακής). Μια εύκολη υπόθεση, ακόμη και για τον εφεδρικό ΕΛΑΣ της Αθήνας, κατέληξε σε φιάσκο. Στου Γουδή χάθηκε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και η επίθεση, αντί να ξεκινήσει τα ξημερώματα, ξεκίνησε στις 10.00 το πρωί, στου δε Μακρυγιάννη, λίγο πριν από την τελειωτική έφοδο και ενώ οι άμυνες των χωροφυλάκων είχαν σχεδόν ισοπεδωθεί, το αξιόμαχο 2ο σύνταγμα του ΕΛΑΣ Καισαριανής αποχώρησε εσπευσμένα με διαταγή του επιτελάρχη, ο οποίος έλαβε σοβαρά υπόψη τις ψευδείς φήμες ότι δυνάμεις της Ορεινής Ταξιαρχίας κατευθύνονταν στην Καισαριανή. Το αποτέλεσμα γνωστό. Τα δυο “οχυρά” δεν έπεσαν, ο ΕΛΑΣ, δεν απέκτησε το τακτικό πλεονέκτημα μέσα στην Αθήνα και οι… χωροφύλακες έγιναν “ήρωες” εκεί που όλα έδειχναν χαμένα για εκείνους
.Ο ΕΛΑΣ ουδέποτε κατέβηκε στην Αθήνα για να «τελειώσει» με άνεση τις συγκρούσεις. Η ηγεσία του ΚΚΕ προτίμησε να στείλει τον Άρη και τον Σαράφη να κυνηγούν… φαντάσματα στην Ήπειρο.
Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα του κόσμου μετά τον πόλεμο στην οποία οι συνεργάτες των ναζί όχι μόνο δεν διώχθηκαν ποτέ (έγιναν ελάχιστα δικαστήρια), αλλά πήραν τίτλους και τιμές από το επίσημο κράτος.
Θα περάσουν δύο δεκαετίες μέχρι ο Παπανδρέου να αντιληφθεί τον ύπουλο ρόλο των δυνάμεων που υπηρέτησε και να ξεκινήσει τον «ανένδοτο» προκειμένου να ξεπλύνει το παρελθόν του.
Η διάσκεψη της Μόσχας και τα όσα γράφτηκαν σε μια χαρτοπετσέτα δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ από τους Άγγλους και τους Σοβιετικούς.
«Τα Δεκεμβριανά δεν ήταν αντίδραση κομμουνιστών. Ήταν η αγανάκτηση των παιδιών της γαλαρίας που έβλεπαν τους συντρόφους τους και τα όνειρά τους στα φέρετρα, από σφαίρες που ρίξαν δωσίλογοι και φασίστες, φορώντας γαλάζιους μανδύες εθνικοφροσύνης. Και όλα αυτά τα ελληνικά αποβράσματα με την επίσημη στήριξη του νεαρού τότε κράτους είχανε έναν εχθρό: την ψυχή των παιδιών της γαλαρίας».
Μάνος Χατζιδάκις
**φωτογραφίες: Ντμίτρι Κέσελ
Πηγή: Το Ποντίκι