Η καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου για βιασμό από μεγαλοπαράγοντα της ιστιοπλοΐας προκάλεσε ντόμινο αντιδράσεων και αποκαλύψεων. Η μαρτυρία θύματος βιασμού στο Documento είναι αποκαλυπτική.
Ο καταιγισμός αποκαλύψεων φέρνει στο προσκήνιο την ανάγκη η πολιτεία να δημιουργήσει το πλαίσιο ώστε οι γυναίκες που λόγω πατριαρχίας φοβούνται να μιλήσουν να μπορέσουν δίχως φόβο να καταγγείλουν τα εις βάρος τους εγκλήματα.
Καταιγισμός καταγγελιών για βιασμό και σεξουαλική παρενόχληση από πρόσωπα υπεράνω πάσης υποψίας ακολούθησε την αποκάλυψη της Σοφίας Μπεκατώρου. Η ολυμπιονίκης κατήγγειλε πρόσφατα τον βιασμό της από τον παράγοντα της ιστιοπλοΐας και μεγαλοστέλεχος της ΝΔ Αριστείδη Αδαμόπουλο, προκαλώντας ντόμινο αντιδράσεων και εξελίξεων, αφού δεκάδες θύματα βρήκαν το θάρρος να μιλήσουν για αντίστοιχες δικές τους περιπτώσεις. Η Ελλάδα βιώνει κατά κάποιον τρόπο το δικό της #MeToo, ένα κίνημα που ξεκίνησε προ ετών στις Ηνωμένες Πολιτείες κι έφερε στο φως εκατοντάδες υποθέσεις βιασμού και παρενόχλησης γυναικών από μεγαλοσχήμονες και ανθρώπους του θεάματος και της σοουμπίζ.
Σύμφωνα με ανάλυση των «New York Times», μετά τη δημοσιοποίηση της πρώτης καταγγελίας το φθινόπωρο του 2017 τουλάχιστον 200 άντρες έχασαν την εργασία τους, ενώ οι καταγγελίες προσέγγισαν τις 1.000. Το γεγονός ότι η Σ. Μπεκατώρου βρήκε το σθένος να μιλήσει δημοσίως για τον βιασμό της από μεγαλοπαράγοντα της ιστιοπλοΐας και οι συνεχιζόμενες από εκείνη τη στιγμή καταγγελίες γυναικών καταδεικνύουν την ανάγκη η πολιτεία να αγκαλιάσει τα θύματα εξασφαλίζοντάς τους τη δυνατότητα να καταγγέλλουν χωρίς δεύτερες σκέψεις ανάλογα περιστατικά.
Ασφαλώς η κινητοποίηση του πολιτικού κόσμου, συμπεριλαμβανομένης της προέδρου της Δημοκρατίας, προέκυψε λόγω της αναγνωρισιμότητας του θύματος. Θα μπορούσε ωστόσο να αποτελέσει την αρχή ώστε χιλιάδες γυναίκες οι οποίες έχουν βρεθεί στη θέση της ολυμπιονίκη να υπερκεράσουν τους φόβους τους και να μιλήσουν στις αρχές. Προς αυτή την κατεύθυνση, όπως επισημαίνουν στο Documento ειδικοί, πρέπει να κινηθεί και η Δικαιοσύνη, ώστε αφενός να μη λιμνάζουν τέτοιες υποθέσεις, αφετέρου να μην ενοχοποιούνται εκ νέου κατά την ακροαματική διαδικασία τα θύματα. Σημαντικά βήματα βεβαίως πρέπει να γίνουν και στο πεδίο της κοινωνικής εκπαίδευσης, αφού φαίνεται ότι η δυσκολία πολλών θυμάτων να καταγγείλουν τέτοια περιστατικά οφείλεται εν πολλοίς στην πατριαρχική αντίληψη της κοινωνίας και στα ταμπού που τη διέπουν και συχνά θέλουν τη γυναίκα-θύμα να ευθύνεται ως έναν βαθμό για την απεχθή πράξη του δράστη.
Τη βίασε ο αδερφός της
Η μαρτυρία της Ε., τα στοιχεία της οποίας έχει στη διάθεσή του το Documento αλλά για ευνόητους λόγους δεν δημοσιοποιεί, είναι αποκαλυπτική: «Θα μας κάνεις ρεζίλι». Αυτή ήταν η απάντηση της μητέρας της όταν εκείνη της δήλωσε ότι θέλει να κάνει μήνυση στον κατά εξίμισι χρόνια μεγαλύτερο αδερφό της, ο οποίος την κακοποιούσε σεξουαλικά από την ηλικία των 11,5 ετών.
Η κακοποίηση της Ε. κράτησε πάνω από έναν χρόνο. Η ίδια το εξομολογήθηκε στον πατέρα της και εκείνος χωρίς να σοκάρεται απάντησε «ωραία οικογένεια», ενώ η μητέρα της το ήξερε αρκετά χρόνια προτού η ίδια της το εκμυστηρευτεί, πράγμα που έμαθε λίγο προτού προχωρήσει σε καταγγελία σχεδόν 15 χρόνια αργότερα, λίγο πριν από την πλήρη παραγραφή του αδικήματος.
Επί χρόνια γνώριζαν και δεν την προστάτευε κανείς. Ακόμη και όταν μίλησε ήρθε αντιμέτωπη με την οικογενειακή ομερτά της ελληνικής κοινωνίας, που θυσιάζει το ένα της μέλος αρκεί να μη βγουν στη φόρα τα άπλυτά της. «Θα μπορούσαν να με είχαν σώσει. Η μάνα μου θα μπορούσε να μη με αναγκάζει να του μιλάω στο τηλέφωνο, να μην έρχεται σπίτι (σ.σ.: είχε πια μετακομίσει αλλού). Ήξερε και κατηγορούσε εμένα για τους αυτοτραυματισμούς μου. Όλη η οικογένεια έκανε και κάνει ότι δεν συμβαίνει τίποτε. Το ξέρανε και με βάζανε να πηγαίνω διακοπές μαζί του» λέει στο Documento.
Οι απόπειρες αυτοκτονίας
Η Ε. έχει κάνει συνολικά τέσσερις απόπειρες αυτοκτονίας˙ στις δύο από αυτές έχει νοσηλευτεί στην εντατική σε κωματώδη κατάσταση για κάποιες ημέρες. «Στα 12 ξεκίνησα να μην κοιμάμαι. Είχα υπερφαγικά επεισόδια, ξεκίνησα να αυτοτραυματίζομαι. Αργότερα διαγνώστηκα με οριακή διαταραχή προσωπικότητας και μετατραυματικό στρες, που φυσικά είναι άμεσα συνδεδεμένο με όλη την κατάσταση. Όταν έκανα την πρώτη απόπειρα αυτός εξαφανίστηκε. Φοβήθηκε ότι θα αρχίσω να μιλάω» σημειώνει.
«Στα 15 διάβασα έναν ορισμό της σεξουαλικής κακοποίησης και ταυτίστηκα˙ τα είχα όλα. Σοκαρίστηκα! Δεν είχα ξεχάσει, αλλά συνειδητοποίησα τη βαρύτητα της πράξης» προσθέτει. Η Ε. αφού κατάφερε και αντιμετώπισε την οικογένειά της– βρίσκοντας δύναμη από τους φίλους της– ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσει την ελληνική Δικαιοσύνη και να έρθει αντιμέτωπη με την επιχείρηση ενοχοποίησής της. «Μόνο οι φίλοι μού στάθηκαν. Αν δεν τους είχα, δεν ξέρω τι θα έκανα. Όταν έκανα τη μήνυση το βράδυ την έβαλα κάτω από το μαξιλάρι μου και κοιμήθηκα» αναφέρει στο Documento.
«Υπεραναπτυγμένο 12χρονο»
Μία από τις φορές που η Ε. έγινε αποδέκτης της κακοποίησης του αδερφού της τον είδε γυμνό και όπως δήλωσε και στο δικαστήριο σοκαρίστηκε. Τότε η εισαγγελέας προσπαθώντας να την απαξιώσει είπε: «Γιατί σοκαριστήκατε; Δεν είχατε δει πορνό;» αναφερόμενη σε ένα περιστατικό που όταν συνέβη το θύμα ήταν έντεκα – δώδεκα χρόνων, ενώ αντίστοιχα όταν αναφερόταν στον κατηγορούμενο έλεγε πως είχε ανθρώπινη περιέργεια γιατί δεν είχε δει γυναικείο σώμα στα 19 του.
Προσπαθώντας να υποβαθμίσει τα όσα είχαν συμβεί και να την ενοχοποιήσει, κατά την αγόρευσή της μεταξύ άλλων είπε ότι την παραξενεύει το γεγονός ότι το θύμα αναγνωρίζει τι έγινε στα 15 του χρόνια διαβάζοντας ένα άρθρο και χρησιμοποιεί συνέχεια τη λέξη «σεξουαλική κακοποίηση» γιατί, όπως είπε χαρακτηριστικά, το θύμα θα πρέπει «να ξεκολλήσει απ’ αυτό το πράγμα. Για να μιλάμε τώρα για βιασμό έτσι, όταν λέμε βιασμός εννοούμε χρήση βίας, να γίνει η άλλη μαύρη στο ξύλο. Υπάρχουν και χειρότερα περιστατικά, άντρας με αγόρι ας πούμε…».
«Επρεπε να αποδείξω ότι δεν έφταιγα, έπρεπε να αποδείξω ότι δεν είχα προκαλέσει, έπρεπε να αποδείξω ότι δεν ήμουν αναπτυγμένη» λέει η Ε. χαρακτηριστικά. Μια τέτοια αντιμετώπιση, πόσο μάλλον όταν έρχεται από την πλευρά της Δικαιοσύνης, αναπόφευκτα οδηγεί στον επανατραυματισμό του θύματος και το οδηγεί πολλά βήματα πίσω. Τέτοιου είδους αντιδράσεις είναι αυτό που τα θύματα σεξουαλικών επιθέσεων φοβούνται και επιμένουν να κρατούν επτασφράγιστο μυστικό το τραύμα τους.
Ομως η Ε. μίλησε. Και όταν μίλησε ελευθερώθηκε. Ακόμη και όταν η οικογένειά της δεν τη στήριξε, ακόμη και όταν η Δικαιοσύνη επιχείρησε να την τραμπουκίσει. Η Ε. κέρδισε τη δίκη σε πρώτο βαθμό και τώρα περιμένει το εφετείο. Ο θύτης κατηγορήθηκε για αποπλάνηση ανηλίκου που δεν είχε συμπληρώσει τα 13 έτη και καταδικάστηκε. Τα παιδιά που βιώνουν σεξουαλική κακοποίηση σπάνια μιλούν γι’ αυτή. Η Ε. θα ήθελε να μπορεί να παροτρύνει όσο περισσότερους ανθρώπους έχουν βρεθεί στη θέση της να μιλήσουν.
Η δίκη σε δεύτερο βαθμό αναμένεται να εκδικαστεί στα μέσα Φεβρουαρίου 2021. Η πλατφόρμα #SpeakUpToo δημιουργήθηκε για την οικονομική ενίσχυση, ώστε να συγκεντρωθεί το ποσό που απαιτείται για τη νομική υποστήριξη της κατηγορίας. Αλλά περαιτέρω και για την ηθική ενίσχυση, για να παροτρύνει κι άλλους με παρόμοιο βίωμα να το καταγγείλουν, να διεκδικήσουν να ακουστεί η φωνή τους, να μην αφήσουν το τραύμα στη σφαίρα του «ανεπανόρθωτου». Για να μιλήσουν εκείνα τα άτομα που πίστεψαν ότι δεν θα ακουστούν ποτέ.
Γιατί καθυστερούν τα θύματα να μιλήσουν
Η δευτερογενής θυματοποίηση των κακοποιημένων ατόμων από το σύστημα απονομής δικαιοσύνης
Η δικαστική ψυχολόγος Ερη Ιωαννίδου εξηγεί στο Documento τους λόγους για τους οποίους τα θύματα βιασμού ή και παρενόχλησης μπορεί να καθυστερούν να μιλήσουν ακόμη και για δεκαετίες. Σύμφωνα με την ίδια, αγόρια και άντρες θύματα βιασμού συχνά δεν αποκαλύπτουν ποτέ όσα έχουν συμβεί από κοινωνική ντροπή. Το ίδιο ωστόσο συμβαίνει και σε ανήλικα κορίτσια ή γυναίκες οι οποίες αντιμετώπισαν τέτοια περιστατικά στο επαγγελματικό περιβάλλον τους ή οι δράστες ήταν πρόσωπα με εξουσία. «Για τα θύματα παίζει σημαντικό ρόλο στην αποκάλυψη του περιστατικού το υποστηρικτικό περιβάλλον. Αν δεν υπάρχει αυτό, είναι ακόμη πιθανότερο να καθυστερήσουν περισσότερο να μιλήσουν». Σύμφωνα με την κ. Ιωαννίδου ωστόσο σημαντικό ρόλο παίζει και το κατά πόσο τα θύματα πιστεύουν ότι μπορεί να υπάρξουν αντίποινα από την πλευρά του δράστη ή κατά πόσο οι αποδείξεις είναι επαρκείς. Κατά τη δικαστική ψυχολόγο, πράγματι συχνά δεν υπάρχουν αποδείξεις, πέραν της ίδιας της μαρτυρίας. «Αν το θύμα είναι ενήλικο» εξηγεί, «ακόμη κι αν φαίνεται βίαιη σεξουαλική πράξη, ιατροδικαστικά δεν αποδεικνύεται απαραίτητα ότι υπάρχει βιασμός».
H κ. Ιωαννίδου παρατηρεί ωστόσο και κάτι ακόμη. Τον φόβο της κοινωνικής αντίδρασης απέναντι στο θύμα, ο οποίος έχει αυξηθεί λόγω των μέσω κοινωνικής δικτύωσης. «Τα θύματα» λέει στο Documento «δεν τυγχάνουν καλής αντιμετώπισης από την κοινωνία. Συνεχίζει δηλαδή να αναπαράγεται η λογική ότι θα έκανε κάτι ή ότι φέρει μέρος της ευθύνης και το θύμα». Υπάρχουν επίσης «έντονη ντροπή και φόβος εξευτελισμού, ενώ συμβαίνει κι όταν ο δράστης έχει υψηλό στάτους και είναι πιθανότερο να πιστέψουν εκείνον παρά το θύμα. Υπάρχει επίσης φόβος αντίδρασης γονέων, συντρόφων και γενικώς της κοινωνίας».
Η ειδικός σημειώνει ωστόσο ότι σκληρή είναι και η διαχείριση μιας τέτοιας κατάστασης από την αστυνομία και τις ανακριτικές αρχές, ενώ δευτερογενής στιγματισμός παρατηρείται και από τα μέσα ενημέρωσης. Σημαντικότερο όλων ωστόσο, όπως παρατηρεί, είναι το γεγονός ότι τα δικαστήρια καθυστερούν δραματικά να εξετάσουν τις υποθέσεις αυτές. Ως αποτέλεσμα, εξηγεί στο Documento, το θύμα φοβάται και συνεχίζει να θυματοποιείται επί μακρόν. Άλλωστε, σημειώνει, άνθρωποι με εξουσία μπορεί έμμεσα ή και άμεσα να απειλήσουν το θύμα τους, ενώ ο κύκλος τους συχνά τους προστατεύει.
Θύμα βιασμού έχει περιγράψει στο Documento την αντιμετώπιση που της επιφύλαξε η Δικαιοσύνη κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας για την υπόθεσή της. «Με εξέταζαν επί έξι ώρες. Μου ζήτησαν δεκάδες φορές να δείξω πώς μου έβγαλε τα ρούχα, με ρωτούσαν επανειλημμένως γιατί δεν αντέδρασα. Περισσότερο απ’ όλα όμως με πείραξε όταν με ρώτησαν αν διεκδικώ χρήματα. Αυτή ήταν η πρώτη κουβέντα που μου είπε ο εισαγγελέας. Ολα αυτά ενώ είχα την ιατροδικαστική έκθεση που πιστοποιούσε τον βιασμό μου και μάλιστα παρά φύση» σημείωσε.
Η Eρη Ιωαννίδου επιβεβαιώνει τα λεγόμενα του θύματος. «Πράγματι» λέει «στα δικαστήρια ρωτούν το θύμα λεπτομέρειες. Λεπτομέρειες ωστόσο οι οποίες είναι καταγεγραμμένες στις αρχικές καταθέσεις των θυμάτων, αλλά και στις εκθέσεις των πραγματογνωμόνων». Γιατί όμως ενώ υπάρχουν τα στοιχεία το θύμα να υποβάλλεται εκ νέου στο μαρτύριο της διήγησης επώδυνων λεπτομερειών; Η απάντηση είναι λιγότερο σύνθετη απ’ όσο ίσως φαντάζεται κάποιος, αλλά σε κάθε περίπτωση ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί η ελληνική Δικαιοσύνη.
Σύμφωνα με την Έρη Ιωαννίδου, «τα δικαστήρια δεν έχουν μελετήσει επαρκώς τα στοιχεία της υπόθεσης προτού ξεκινήσει η εκδίκαση. Οι δικαστές δεν έχουν προλάβει να διαβάσουν τα στοιχεία, με αποτέλεσμα να εκφράζουν απορίες οι οποίες κατά πάσα πιθανότητα έχουν ήδη απαντηθεί». Η ίδια υποστηρίζει ότι, προκειμένου να αποφεύγεται αυτή η ψυχοφθόρα διαδικασία, θα μπορούσε να βιντεοσκοπείται η αρχική κατάθεση του θύματος, ώστε να μην αναγκάζεται να περιγράψει από την αρχή τα δραματικά περιστατικά, ενώ εξηγεί ότι η διαδικασία αυτή επαναλαμβάνεται για τα θύματα πολλές φορές, αφού αρχικά καταθέτουν στην αστυνομία, αργότερα στον ανακριτή, μετέπειτα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και χρόνια μετά στο εφετείο στο οποίο μπορεί να έχει προσφύγει κάποιος καταδικασθείς. Μπορεί επίσης να έχουν καταθέσει σε πραγματογνώμονες, ιατροδικαστή ή όπου αλλού τους έχει ζητηθεί.
Περαιτέρω ενοχοποίηση των θυμάτων παρατηρείται κατά τις ακροαματικές διαδικασίες από τους συνηγόρους υπεράσπισης των κατηγορούμενων. Δεδομένου ότι δίκες για υποθέσεις βιασμών γίνονται σε μεικτά ορκωτά δικαστήρια, δηλαδή την απόφαση για την ενοχή ή μη του κατηγορουμένου και για την ποινή του λαμβάνουν μαζί με τους τακτικούς δικαστές και τυχαία επιλεγμένοι πολίτες, οι συνήγοροι, εκτιμά η Ερη Ιωαννίδου προσπαθούν να ευαισθητοποιήσουν τους ενόρκους. Φαίνεται δε πως η υπεράσπιση συχνά εκμεταλλεύεται και ανακολουθίες στις καταθέσεις των θυμάτων, τα οποία στη διάρκεια των χρόνων που μπορεί να έχουν μεσολαβήσει από το περιστατικό είναι πιθανόν να έχουν αποβάλει ή να έχουν επαναφέρει στη μνήμη τους λεπτομέρειες. «Αυτό όμως δεν αλλάζει την ουσία της αρχικής κατάθεσης» λέει κατηγορηματικά η δικαστική ψυχολόγος.
Το προφίλ των δραστών
Το προφίλ των δραστών δύσκολα μπορεί να σκιαγραφηθεί· άνθρωποι υπεράνω πάσης υποψίας οι οποίοι δεν συγκεντρώνουν συγκεκριμένα ηλικιακά ή σωματικά χαρακτηριστικά ούτε η οικονομική τους επιφάνεια σχετίζεται με την πράξη τους. Με άλλα λόγια, όπως εξηγεί η ειδικός, «δεν υπάρχει συγκεκριμένη ομάδα που να δείχνει ροπή προς τον βιασμό». «Αυτό που φαίνεται να συμβαίνει» σημειώνει ωστόσο η Έρη Ιωαννίδου, «είναι ότι άνθρωποι με περισσότερη ισχύ μπορεί να φοβούνται λιγότερο. Πιστεύουν ότι το θύμα δεν θα βγει να φωνάξει και ότι αν το κάνει έχουν τις διασυνδέσεις για να ξεγλιστρήσουν».
«Είναι σημαντικό να επισημανθεί» καταλήγει η Έρη Ιωαννίδου «ότι οι ψευδείς καταγγελίες για κακοποίηση και βιασμό είναι πολύ λίγες. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι καταγγελίες είναι αληθείς. Ωστόσο πολλές φορές οι δράστες αθωώνονται λόγω αμφιβολιών».
Πηγή: Documento