Μπορεί η παρουσία εφεξής της αστυνομίας στα πανεπιστήμια να αποτελεί μια σχεδόν παγκόσμια –και πάντως ευρωπαϊκή- “πρωτοτυπία”, ιδιαίτερα επικίνδυνη για τους θεσμούς, η ψήφιση, ωστόσο, του νόμου, πλέον, Κεραμέως- Χρυσοχοϊδη ήταν για την κυβέρνηση μια επίδειξη πολιτικής ισχύος.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Το θέμα δεν αφορά την κοινοβουλευτική αριθμητική, υπό την έννοια πως η Ν.Δ με τους 158 βουλευτές που διαθέτει δύναται να ψηφίσει ότι θέλει. Η πολιτική ισχύς που της επιτρέπει να το κάνει προκύπτει από την υπεροπλία της να παρουσιάζει “αφήγημα”, να το υποστηρίζει πολιτικά, επικοινωνιακά και μιντιακά και κυρίως από την δυνατότητά της να εκμεταλλεύται τα κοινωνικά “κενά”, την συντηρητικοποίηση σημαντικής μερίδας πολιτών και την περιρρέουσα αδιαφορία- σχεδόν παραλυσία.
Η κοινοβουλευτική νίκη της κυβέρνησης σχετικά με την ίδρυση και εγκατάσταση ειδικού αστυνομικού σώματος στα ΑΕΙ δεν κερδήθηκε με ιδιαίτερο κόπο. Της χαρίστηκε σε μεγάλο βαθμό από την αδυναμία της πανεπιστημιακής κοινότητας και των προηγούμενων κυβερνήσεων να εφαρμόσουν αξιόπιστο θεσμικό πλαίσιο. Κάπως έτσι η ιδεολογική εμμονή απέκτησε υπόσταση “λογικής” και “αναγκαιότητας”. “Αφού όλα απέτυχαν, ας δοκιμάσουμε κι αυτό”, είναι η αντίληψη που κατόρθωσαν να σερβίρουν οι οπαδοί του “αφηγήματος”. Και, ταυτόχρονα, να ενοχοποιήσουν το εκπαιδευτικό κίνημα, τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ακόμα και κορυφαία στελέχη της ίδιας της κυβερνώσας παράταξης, ως θιασώτες της αδράνειας και της ανομίας.
Επί χρόνια, το “αφήγημα” οικοδομείται με την ανάδειξη υπαρκτών περιστατικών βίας και εικόνες που εμφανίζουν τα πανεπιστημιακά ιδρύματα ως άντρα ακραίων συμπεριφορών. Μερίδα της κοινωνίας “εκπαιδεύτηκε” να παραβλέπει τις ευθύνες των λίγων και να θεωρεί πως το θεσμικό πλαίσιο φταίει για όσα συμβαίνουν. Και να επιτρέπει να διασύρεται η ίδια η ιδέα του δημοσίου συστήματος εκπαίδευσης. Λιγότερο ή περισσότερο το ίδιο έχει συμβεί και με το ΕΣΥ (την αξία του οποίου ανακαλύψαμε λόγω της πανδημίας), αλλά και με οτιδήποτε έχει δημόσιο χαρακτήρα.
Οι εξαιρετικές επιδόσεις των ελληνικών πανεπιστημίων και η παραγωγή επιστημόνων με διεθνείς διακρίσεις, παρά την ισχνή χρηματοδότηση, υποτιμήθηκαν και διαπομπεύθηκαν από μικρές εστίες ανομίας και παραβατικότητας που δεν αντιμετωπίσθηκαν από τους υπεύθυνους.
Η πανεπιστημιακή αστυνομία απέκτησε λογική (…) υπόσταση επειδή προηγουμένως είχε ακυρωθεί η ίδια η λογική. Το γεγονός πως ακόμα και τα κόμματα της αντιπολίτευσης που αντέδρασαν στην κυβερνητική πολιτική πρότειναν ένα διαφορετικό ολοκληρωμένο πλαίσιο, αναγνωρίζοντας το ουσιαστικό πρόβλημα φύλαξης και εύρυθμης λειτουργίας των ΑΕΙ, διέλαθε, τελικά, της προσοχής της κοινωνικής πλειοψηφίας διότι είχαν φροντίζει πολλοί να ακυρώσουν την έννοια της εμπιστοσύνης στους θεσμούς.
Αντί της πανεπιστημιακής αστυνομίας θα μπορούσε να ιδρυθεί ειδικό σώμα φύλαξης και ασφάλειας που θα υπαγόταν στις πρυτανικές αρχές και η είσοδος στα ιδρύματα θα μπορούσε να γίνεται με ειδική κάρτα, όπως συμβαίνει παντού στην Ευρώπη. Η κοινωνία αδιαφόρησε γι’ αυτή την μόνη λογική πρόταση διότι είχε καθοδηγηθεί στο να μην έχει εμπιστοσύνη σε ότι προϋπήρξε. ‘Ετσι, η κυβέρνηση αξιοποίησε την συντηρητική στροφή της κοινωνίας και την αβουλία κάποιων πρυτάνεων- σήμερα και πριν- να εφαρμόσουν το υφιστάμενο και επαρκές θεσμικό πλαίσιο.
Ο νέος νόμος θα ανοίξει πιθανώς τον ασκό του Αιόλου. Δεν χρειάζεται να γίνει κανείς μάντης κακών, η συνύπαρξη, πάντως, αστυνομίας, φοιτητών και πανεπιστημιακών εντός των ιδρυμάτων δεν θα είναι εύκολη. Ιδιαίτερα σε μια περίοδο που, δυστυχώς, κυριαρχεί σε μεγάλο τμήμα της αστυνομίας η αντίληψη ότι “διοικεί”, ότι είναι ένα ιδιότυπο “κράτος” που επιβάλλει την ισχύ της στο κράτος.
Θα είναι δύσκολα και επικίνδυνα όσα ακολουθήσουν…