Ορισμένοι πολιτικοί, ιδιαιτέρως οι γνωστοί «ιέρακες» της δημοσιονομικής πειθαρχίας, εκφράζουν διαρκώς ανησυχία για τον εκτεταμένο δανεισμό στον οποίο έχουν αναγκαστεί να καταφύγουν οι περισσότερες χώρες ανά τον κόσμο για να αντιμετωπίσουν τον οικονομικό αντίκτυπο της πανδημίας. Η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, δεν συμμερίζεται τις ανησυχίες τους.
Σε συνέντευξή της στο αμερικανικό δίκτυο CNN, η κ. Λαγκάρντ τόνισε πως ο μεγαλύτερος φόβος της δεν αφορά την προοπτική να συγκεντρώσει η Ευρωπαϊκή Ενωση υπερβολικά μεγάλο όγκο χρέους. Εκείνο που όντως την ανησυχεί είναι το ενδεχόμενο να αποφασίσουν οι κυβερνήσεις να ανακαλέσουν «βάναυσα» και εσπευσμένα τις επιδοτήσεις μισθών, τις εγγυήσεις του κράτους και τη στήριξη του εισοδήματος των Ευρωπαίων προτού έρθει η κατάλληλη στιγμή. Τα προγράμματα αυτά, τόνισε η πρόεδρος της ΕΚΤ, πρέπει να αρχίσουν να περιορίζονται «σταδιακά» και με προσοχή. Τόνισε επίσης πως «αυτή η στιγμή νομίζω ότι είναι η πιο δύσκολη, η πιο ευαίσθητη, που πρέπει να εφαρμοσθεί το κριτικό πνεύμα».
Ο προβληματισμός της προέδρου της ΕΚΤ αφορούσε τα τρισ. δολάρια ή ευρώ που έχουν επιστρατεύσει οι κυβερνήσεις από το περασμένο έτος και το πρώτο κύμα της πανδημίας για να θωρακίσουν τις οικονομίες τους. Σε αυτό έχουν συνδράμει αποφασιστικά με προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης και πολλές κεντρικές τράπεζες, μεταξύ των οποίων και η ΕΚΤ. Επιπλέον οι Ευρωπαίοι ηγέτες κατέληξαν έπειτα από σχοινοτενείς διαπραγματεύσεις στο Ταμείο Ανάκαμψης των 1,8 τρισ. ευρώ για τη στήριξη των οικονομιών τους μέχρις ότου παρέλθει η κρίση. Η κ. Λαγκάρντ, όμως, υπογράμμισε ιδιαίτερα πως οι πολιτικοί δεν πρέπει να σπεύσουν να αποσύρουν τη στήριξη μόλις αρχίσει να ανακάμπτει η οικονομία και να βελτιώνεται η κατάσταση. Οπως χαρακτηριστικά τόνισε στο αμερικανικό δίκτυο, η ΕΚΤ «βρίσκεται μέσα στη διαδικασία στήριξης και παραμένει μακροπρόθεσμα». Στην τελευταία έκθεσή της που έδωσε στη δημοσιότητα τον Δεκέμβριο, η κεντρική τράπεζα προέβλεψε πως η ευρωπαϊκή οικονομία θα σημειώσει ανάπτυξη 3,9% το 2021 για να επιστρέψει στα προ της πανδημίας επίπεδα κατά τα μέσα του 2022. Οπως τόνισε η κ. Λαγκάρντ, οι προβλέψεις αυτές εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό στο πώς θα εξελιχθεί η εμβολιαστική διαδικασία που παρουσίασε κάποιες καθυστερήσεις και προβλήματα στην Ε.Ε. αλλά και προστριβές της με τις φαρμακοβιομηχανίες.
Στα τέλη του περασμένου μήνα πήρε μεγάλη δημοσιότητα και επηρέασε την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη η διένεξη ανάμεσα στους Ευρωπαίους ηγέτες, την Κομισιόν και τη φαρμακοβιομηχανία AstraZeneca, όταν αυτή ανακοίνωσε ότι θα παραδώσει λιγότερες δόσεις εμβολίου από όσες είχε αρχικά υποσχεθεί. Σχολιάζοντας σχετικά η κ. Λαγκάρντ τόνισε πως «η Ε.Ε. έχει εμβόλια και αυτό είναι καλό. Τα εμβόλια κατασκευάζονται και διανέμονται αλλά ο κόσμος δεν έχει ακόμη εμβολιαστεί». Οπως διευκρίνισε αυτό σημαίνει ότι θα παρέλθει κάποιο χρονικό διάστημα μέχρις ότου επέλθει η λεγόμενη ανοσία της αγέλης, «που και αυτή δεν θα είναι από μόνη της ικανοποιητική, δεδομένου ότι έχουν εμφανιστεί οι μεταλλάξεις του ιού».
Πέραν της επιρροής που θα ασκήσει η εμβολιαστική διαδικασία, προλειαίνοντας το έδαφος για την ανάκαμψη της οικονομίας, η άλλη πλευρά, τόνισε η κ. Λαγκάρντ, είναι η εφαρμογή των προγραμμάτων στήριξης. Υπενθύμισε ότι εν μέσω πανδημίας, οι ηγέτες της Ευρωζώνης αποφάσισαν να αναστείλουν τους δημοσιονομικούς κανόνες που διέπουν τη νομισματική ένωση, οι πλουσιότερες χώρες να διοχετεύσουν περισσότερα χρήματα και οι Βρυξέλλες να δανειστούν για λογαριασμό όσων χωρών αντιμετωπίζουν μεγάλη οικονομική δυσχέρεια όπως, για παράδειγμα, η Ιταλία και η Ισπανία. Υπογράμμισε πως στη διάρκεια του τρέχοντος έτους «πρέπει να αρχίσει να κυλάει το χρήμα».
Δεν παρέλειψε, πάντως, να σχολιάσει τις δυσκολίες που έχουν παρουσιαστεί σε ό,τι αφορά την εκταμίευση και διανομή των χρημάτων του Ταμείου Ανάκαμψης, αν και επαίνεσε την πρωτοφανή απόφαση της Ε.Ε. για κοινό δανεισμό. «Εχουμε αυτήν την εξαιρετική κίνηση, την απόφαση που έλαβαν οι Ευρωπαίοι από κοινού, δηλαδή να προχωρήσουν σε κοινό δανεισμό», τόνισε, αλλά προσέθεσε πως υπάρχουν προβλήματα σε ό,τι αφορά την εκταμίευση και τη διανομή των κεφαλαίων του Ταμείου. Πρόκειται πράγματι για ιστορικό βήμα από πλευράς των ευρωπαϊκών χωρών και των Βρυξελλών, καθώς το θέμα του κοινού δανεισμού αποτελούσε ώς τώρα ταμπού για την Ε.Ε. και προσέκρουε κατά κύριο λόγο στις σθεναρές αντιδράσεις του Βερολίνου και συνήθως των συμμάχων της Γερμανίας, της Ολλανδίας και της Φινλανδίας. Αυτή τη φορά στο πλαίσιο των σχοινοτενών διαπραγματεύσεων για το Ταμείο Ανάκαμψης οι αντιδράσεις προήλθαν κυρίως από τέσσερις χώρες –Αυστρία, Δανία, Ολλανδία και Σουηδία– που για τον λόγο αυτόν χαρακτηρίστηκαν «η ομάδα των φειδωλών».