Τις σημαντικές «ανισορροπίες» στα προτεινόμενα νομοθετικά κείμενα του υπό διαπραγμάτευση ευρωπαϊκού Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, υπογραμμίζουν οι υπουργοί Εσωτερικών και Μετανάστευσης των πέντε χωρών του ευρωπαϊκού νότου, σε κοινή δήλωση που εξέδωσαν το Σάββατο από την Αθήνα, όπου πραγματοποιούν τη διάσκεψη MED5. Όπως αναφέρουν στη δήλωση, «έξι μήνες μετά την επίσημη έναρξη της διαπραγμάτευσης για το νέο Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το ‘Ασυλο και σε συνέχεια μιας σειράς κοινών εγγράφων θέσεων των χωρών μας, οι κύριες ανησυχίες μας παραμένουν» και υπογραμμίζουν ότι «συνεχίζουμε να διαπιστώνουμε σημαντικές ανισορροπίες στα προτεινόμενα νομοθετικά κείμενα, τα οποία απέχουν κατά πολύ από το να διέπονται από την “αρχή της αλληλεγγύης και της δίκαιης κατανομής βαρών”, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 80 της Σύμβασης Λειτουργίας της ΕΕ».
Οι πέντε χώρες επαναλαμβάνουν την έκκλησή τους «υπέρ μιας αναγκαίας πραγματικής ισορροπίας μεταξύ αλληλεγγύης και ευθύνης, καθώς στην παρούσα μορφή του το Σύμφωνο δεν παρέχει επαρκείς διαβεβαιώσεις στα κράτη μέλη της πρώτης γραμμής».
Στη διάσκεψη των MED5, που πραγματοποιείται στην Αθήνα με πρωτοβουλία του ελληνικού υπουργείου Μετανάστευσης, η Ιταλία, η Ισπανία, η Κύπρος, η Μάλτα και η Ελλάδα επαναδιατύπωσαν τις κοινές θέσεις τους, οι οποίες, σύμφωνα με την κοινή ανακοίνωση, αφορούν μεταξύ άλλων στην αύξηση της συνεργασίας με τις χώρες καταγωγής και διέλευσης (με ειδική μνεία στη διασφάλιση πλήρους εφαρμογής της Κοινής Δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας του 2016), καθώς και στον αποφασιστικό έλεγχο των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ με την υποστήριξη της Frontex και με έμφαση «αντί των προτεινόμενων συνοριακών διαδικασιών, στη διαχείριση των συνόρων, μέσω της ενισχυμένης επιτήρησης και πρόληψης των παράνομων διελεύσεων».
Επίσης, διατυπώνουν την κοινή θέση τους ότι το Σύμφωνο «επικεντρώνεται κυρίως στην ευθύνη των κρατών μελών της πρώτης γραμμής που είναι ήδη εκτεθειμένα σε δυσανάλογες πιέσεις, ενώ ο μηχανισμός αλληλεγγύης παραμένει αβέβαιος όσον αφορά στην υιοθέτηση των εκτελεστικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και εθελοντικός όσον αφορά στις μετεγκαταστάσεις».
Οι πέντε χώρες χαιρετίζουν «την αναγνώριση της ιδιαιτερότητας των αποβιβάσεων μετά από επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης», ωστόσο ζητούν να υπάρξουν εγγυήσεις «ότι θα υπάρξει αποτελεσματική ευρωπαϊκή αλληλεγγύη έναντι όλων των μεταναστών και αιτούντων άσυλο», με τη θέσπιση «ενός αυτόματου και υποχρεωτικού μηχανισμού μετεγκατάστασης».
Οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου εκτιμούν ότι «η ήδη δυσμενής κατάσταση των κρατών μελών της πρώτης γραμμής θα επιδεινωθεί περαιτέρω λόγω του προτεινόμενου κανονισμού διαλογής και του υποχρεωτικού χαρακτήρα των προβλεπόμενων συνοριακών διαδικασιών ασύλου και επιστροφής» και ζητούν τη θέσπιση ενός κεντρικού ευρωπαϊκού μηχανισμού επιστροφών, ο οποίος θα συντονίζεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και θα υποστηρίζεται από ευρωπαϊκούς οργανισμούς όπως η Frontex.
Στο πλαίσιο μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής επιστροφών συνεχίζουν, «η πρόταση αναδοχής επιστροφών είναι καινοτόμος και μπορεί να είναι χρήσιμη», ωστόσο, ο μηχανισμός αυτός «είναι από μόνος του ανεπαρκής για την επίτευξη γρήγορων και αποτελεσματικών επιστροφών», γι’ αυτό και προτείνουν «μια συνολική απλοποιημένη διαδικασία».
Τέλος, ζητούν κάθε μία από τις προτάσεις της Επιτροπής να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μαζί με τις άλλες, «προκειμένου να διασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ τους, στο πνεύμα ότι “δεν συμφωνείται τίποτα μέχρι να συμφωνηθούν όλα”».
Δηλώσεις των υπουργών
Ο υπουργός Εσωτερικών της Ισπανίας, Φερνάντο Γκράντε Μαρλάσκα Γκόμεζ, σε δηλώσεις του επισήμανε μεταξύ άλλων ότι η συνάντηση στην Ελλάδα «είναι απαραίτητη για να ενισχύσουμε τη διαπραγματευτική μας θέση, να διατηρήσουμε την ένωσή μας και να μιλήσουμε με μια φωνή για την υπεράσπιση των συμφερόντων των χωρών πρώτης εισόδου».
Υπογράμμισε ιδιαίτερα την ανάγκη ενίσχυσης της εξωτερικής διάστασης της ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής «μέσω μιας αποτελεσματικής συνεργασίας με χώρες προέλευσης και διέλευσης», συμπληρώνοντας ότι η εμπειρία της Ισπανίας καθώς και των υπόλοιπων χωρών αυτής της συνόδου «αποδεικνύει ότι αυτή είναι η πιο αποτελεσματική φόρμουλα για την πρόληψη της παράνομης μετανάστευσης».
Η υπουργός Εσωτερικών της Ιταλίας Λουτσιάνα Λαμορτζέζε υπογράμμισε ότι «σε μια τόσο λεπτή στιγμή είναι επιτακτική η ανάγκη τα κράτη της Μεσογείου να διατηρήσουν ένα ενιαίο μέτωπο, ώστε να καθοδηγήσουν σε πνεύμα συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και όλα τα κράτη μέλη, τις διαπραγματεύσεις για το νέο Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το ‘Ασυλο».
Η κ. Λαμορτζέζε αναγνώρισε την πολυπλοκότητα των ζητημάτων που καλείται να επιλύσει το υπό διαπραγμάτευση Σύμφωνο και συμπλήρωσε ότι «εκτιμούμε τη δέσμευση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καθώς και αυτή των προηγούμενων και των νυν Προεδριών, της Γερμανίας και της Πορτογαλίας, που αποσκοπεί σε μια εποικοδομητική συνεργασία με όλα τα κράτη μέλη φιλοδοξώντας να βρεθούν βιώσιμες λύσεις».
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέθεσε ο υπουργός Εσωτερικών της Κύπρου Νίκος Νουρής, η χώρα του για τέταρτη συνεχή χρονιά αποτελεί φέτος το κράτος μέλος με τις περισσότερες αιτήσεις ασύλου κατ’ αναλογία πληθυσμού, με τον αριθμό των αιτούντων να φτάνει πλέον το 4% του πληθυσμού, ενώ για τη διετία 2019-2020 οι νέες αιτήσεις ασύλου ανήλθαν σε σχεδόν 26.000.
«Η Κύπρος αντιμετωπίζει σε καθημερινή βάση παράνομες αφίξεις μεταναστών κυρίως μέσω της Πράσινης Γραμμής, που προωθούνται μέσω των κατεχομένων εδαφών μας προερχόμενοι από την Τουρκία. Μιας Τουρκίας που συνεχίζει να αρνείται πεισματικά να αναγνωρίσει και να συνεργαστεί με την Κυπριακή Δημοκρατία» είπε και συμπλήρωσε ότι «αυτή η οργανωμένη και συστηματική τουρκική προκλητικότητα και προκλητική δραστηριότητα πρέπει και οφείλει να απαντηθεί συστηματικά, από την ίδια την ΕΕ στην επικείμενη Σύνοδο Κορυφής».
Ιδιαίτερα για την Κύπρο, πρόσθεσε ο κ. Νουρής, «η Τουρκία οφείλει να συνεργαστεί και να δεχτεί επιτήρηση από τη Frontex των νότιων παράλιων περιοχών της από τις οποίες εκκινούν καθημερινά σκάφη με παράνομους μετανάστες».
Σχετικά με της διαφωνίες που εκφράζουν άλλες χώρες της ΕΕ σχετικά με την αλληλεγγύη που οφείλουν να επιδείξουν, ο υπουργός Εσωτερικών της Κύπρου εξέφρασε την άποψη ότι «το Σύμφωνο δεν θα πρέπει να αφεθεί να τελματωθεί εξαιτίας αυτής της παραμέτρου. Θα πρέπει να υπάρξει προώθηση ενδιάμεσων λύσεων όπως των επιδοτούμενων επιστροφών».
Τέλος, υπογράμμισε ότι η Κύπρος «διεκδικεί την εφαρμογή του δικαιώματός της για άσκηση αποτελεσματικής επιτήρησης της Πράσινης Γραμμής που πηγάζει από τον σχετικό κανονισμό, χωρίς αυτή να αναγνωρίζεται σαν το σύνορο της χώρας αφού πρόκειται για τη γραμμή κατάπαυσης του πυρός», προσθέτοντας ότι το νέο Σύμφωνο μεταξύ άλλων «πρέπει να είναι ευέλικτο με δυνατότητες εξειδικευμένων λύσεων ώστε αυτές να προσαρμόζονται στις ανάγκες των κρατών μελών».
Ο υπουργός Εσωτερικών και Εθνικής Ασφάλειας της Μάλτας Μπάιρον Καμιλέρι, υπογράμμισε ότι οι πέντε χώρες αναγνωρίζουν «την πραγματική προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, να φέρει όλα τα κράτη μέλη μαζί πίσω από ένα νέο Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου και αυτό σίγουρα δεν είναι εύκολο έργο και κάνουμε τα μέγιστα για να καρποφορήσει μέσα από τις συζητήσεις για το νέο Σύμφωνο», ωστόσο υπενθύμισε ότι οι πέντε χώρες του ευρωπαϊκού νότου «έχουμε να διαχειριστούμε μετανάστες, που προσπαθούν να φτάσουν στην ευρωπαϊκή ήπειρο και όχι μόνο στην επικράτεια της Μάλτας, της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Ισπανίας ή της Κύπρου».
Στο προτεινόμενο νέο Σύμφωνο, παρατήρησε ο κ. Καμιλέρι, «ενώ καλούμαστε οι χώρες της πρώτης γραμμής να επωμιστούμε επιπλέον υποχρεώσεις, δεν έχουμε επαρκείς εγγυήσεις ότι θα λάβουμε την αποτελεσματική υποστήριξη που δικαιούμαστε», προσθέτοντας ότι «δυστυχώς, η μετεγκατάσταση παραμένει σε μεγάλο βαθμό εθελοντική και προτείνεται επίσης ότι μόνο συγκεκριμένες κατηγορίες αιτούντων άσυλο θα είναι επιλέξιμες για μετεγκατάσταση», καθώς και ότι «το Σύμφωνο προτείνει συνοριακές διαδικασίες που είναι πρακτικά αδύνατο να εφαρμοστούν από μεγαλύτερες χώρες με θαλάσσια σύνορα, πόσο μάλλον από μικρά νησιωτικά κράτη, όπως η Μάλτα και η Κύπρος».
Τέλος, ο υπουργός Μετανάστευσης Νότης Μηταράκης, παρατήρησε ότι «τα προβλήματα των χωρών πρώτης υποδοχής αναγνωρίζονται από όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ αλλά αυτό τώρα πρέπει να αποτυπωθεί στο νέο Σύμφωνο», το οποίο χαρακτήρισε «μια αξιόλογη προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής», ωστόσο οι προτάσεις του «δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στις ανησυχίες των μεσογειακών χωρών, αυτών δηλαδή που αποτελούν τις κύριες πύλες εισόδου μεταναστευτικών ροών προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, ειδικά ως προς την έλλειψη ισορροπίας μεταξύ των σαφών υποχρεώσεων που προβλέπονται για τα κράτη πρώτης υποδοχής και τον αβέβαιο μηχανισμό αλληλεγγύης, που δεν εξασφαλίζει το απαραίτητο ύψος έμπρακτης και αποτελεσματικής ισοκατανομής των προσφύγων και μεταναστών».
Υπενθύμισε εξάλλου, ότι «τα νησιά του Αιγαίου βίωσαν δύσκολες καταστάσεις τα προηγούμενα χρόνια», συμπληρώνοντας ότι «πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι το νέο Σύμφωνο δεν θα επιτρέψει ποτέ φαινόμενα δομών, όπως η Μόρια με έντονο υπερπληθυσμό, αλλά αντίθετα θα προβλέπει ταχύτερες διαδικασίες και ασφαλείς δομές φιλοξενίας προς όφελος όλων».
«Η ΕΕ οφείλει ευγνωμοσύνη στους ακρίτες, στους νησιώτες, τα δικαιώματα των οποίων καταφανώς επηρεάστηκαν από την κρίση αλλά δεν αναγνωρίζονται επαρκώς από όλους» κατέληξε ο έλληνας υπουργός.