Έκανα το πρώτο και οδυνηρότερο βήμα στον σκοτεινό και ρυπαρό λαβύρινθο των εξομολογήσεών μου. Εκείνο που πονάει περισσότερο όταν το λες δεν είναι το κακό, είναι το εξευτελιστικό και το γελοίο. Από εδώ και στο εξής είμαι σίγουρος για τον εαυτό μου· ύστερα απ’ αυτό που τόλμησα να πω, τίποτα δεν μπορεί να με σταματήσει. [1]
Του Γιώργου Κουτσαντώνη
Ο Άγγλος φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Τζέρεμι Μπένθαμ το 1785 σχεδιάζει το Πανοπτικόν (Panopticon). Πρόκειται για μια φυλακή κατασκευασμένη με τρόπο τέτοιο που να επιτρέπει στον φύλακα να επιτηρεί όλους τους κρατούμενους, χωρίς όμως ο ίδιος να είναι ορατός.
Όπως θα δούμε παρακάτω το πανοπτικό σύστημα γίνεται ιδιαίτερα επίκαιρο αν λάβουμε υπόψη μας την σύγχρονη εποχή του ίντερνετ και της ψηφιακής πληροφορίας. Σήμερα τα μέσα μαζικής επικοινωνίας βρίσκονται σε μια κατάσταση επικάλυψης από το facebook, το twitter και το instagram. Στις περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου σχεδόν το 50% των ανθρώπων αντλεί πληροφορίες και ειδήσεις, αποκλειστικά και μόνο από τα κοινωνικά δίκτυα.
Ο χρήστης αυτών των μέσων γίνεται ένας δυνητικός μάρτυρας που όλο και περισσότερο θεωρεί ότι δεν χρειάζεται πλέον την επαγγελματική διαμεσολάβηση του δημοσιογράφου ο οποίος βασίζεται σε μια ή περισσότερες «ζωντανές» μαρτυρίες τις οποίες στην συνέχεια μετατρέπει σε ένα άρθρο που διαδίδεται αφού προηγουμένως περάσει από τα φίλτρα του οργανωμένου Tύπου. Αντιθέτως σήμερα κάθε μαρτυρία γίνεται αμέσως και είδηση, χάρη στην τεχνολογία instant messenger και instant sharing των μέσω κοινωνικής δικτύωσης, όπως, για παράδειγμα, το twitter. Με αυτό τον τρόπο, οι πληροφορίες γίνονται ένα κοινωνικό γεγονός ή καλύτερα ένα σχεσιακό γεγονός. Έτσι ο καθένας σιγά σιγά δημιουργεί το δικό του σύστημα πληροφοριών.
Αυτή η όλο και αυξανόμενη τάση μπορεί να φαντάζει ως κάτι το προοπτικά θετικό, όμως δεν εξετάζει δυο πολύ βασικά ζητήματα. Πρώτον υπάρχει μια ανομολόγητη παραδοχή, στην πραγματικότητα πρόκειται για την ψευδαίσθηση ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν αποκτήσει μια πλήρη επίγνωση, καντιανού τύπου [2], και έτσι είναι σε θέση να κάνουν σωστές και λογικές επιλογές, ώστε να αναζητήσουν (και να πουν) την αλήθεια μέσα σε έναν τεράστιο όγκο διαθέσιμων στοιχείων και αντικρουόμενων εκδοχών. Δεύτερον παραβλέπεται το γεγονός ότι οι πληροφορίες που συναντάμε μέσα στον ιστό φιλτράρονται και οργανώνονται από αλγόριθμους βασισμένους στα λεγόμενα μεγάλα δεδομένα (big data) που συλλέγονται από τα ψηφιακά ίχνη που αφήνουμε κατά την πλοήγησή μας στο διαδίκτυο.
Σε προηγούμενο άρθρο μας με τίτλο Πραγματικότητα: το ισχυρότερο εργαλείο αναφέραμε: φτάσαμε να επιλέγουμε, να διαβάζουμε και να πιστεύουμε μια σειρά πληροφοριών οι οποίες έχουν ήδη προσαρμοστεί στα γούστα μας, έτσι ώστε η ατομική μας επιλογή καταλήγει να είναι απλώς μια ψευδαίσθηση. Όλο και περισσότερο τείνουμε να διαβάζουμε τις απόψεις και τα άρθρα που απλά μας επιβεβαιώνουν. Η ψηφιακή κοινωνία της πληροφορίας τελικά μας οδηγεί σε μια «γνωστική απομόνωση». Μας αφήνει να ζούμε με την ψευδαίσθηση ότι ολόκληρος ο κόσμος βρίσκεται στην διάθεση του υπολογιστή μας, ενώ στην πραγματικότητα ποτέ δεν απομακρυνόμαστε από το προφίλ μας.
Το επίπεδο δημοκρατικής ολοκλήρωσης σε μια χώρα κρίνεται από το αν και κατά πόσο υπάρχουν και είναι αποτελεσματικοί οι μηχανισμοί της κοινής γνώμης. Ακριβώς γι’ αυτό και οι δικτατορίες και τα πραξικοπήματα από την πρώτη στιγμή φιμώνουν και καταστρέφουν τα κανάλια μέσα από τα οποία μορφοποιείται η κοινή γνώμη: τον Τύπο και τα άλλα ΜΜΕ και όλους τους άλλους αγωγούς ελεύθερης έκφρασης γνώμης. [3]
Δεν θα επιμείνουμε τόσο στο παλαιάς κοπής θέμα που αφορά το μέλλον της δημοσιογραφίας, και αυτό γιατί πέρα από το αποκαρδιωτικά βαρετό της υπόθεσης, σήμερα ελάχιστοι κάνουν πραγματικό ρεπορτάζ καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των σύγχρονων «δημοσιογράφων» όταν δεν απαγγέλουν διατεταγμένες οδηγίες από τους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ, «ψαρεύουν» ειδήσεις από τα social media τις οποίες πολύ συχνά παραποιούν, συμβάλλοντας έτσι καθοριστικά στην περαιτέρω δημιουργία σύγχυσης και υποβάθμισης του δημοσιογραφικού επαγγέλματος.
Εάν κάποτε ο Τύπος (με εξαίρεση φυσικά τα αμιγώς κομματικά έντυπα) ήταν πάνω κάτω δεσμευμένος σε μια ορισμένη αμεροληψία που κινούνταν μέσα σε κάποια δεδομένα πλαίσια, σήμερα πάρα πολλές από τις «αλήθειες» που μας σερβίρει, δεν εξυπηρετούν τη δημοκρατία, την μετάδοση των γεγονότων και την περιγραφή της πραγματικότητας. Αξίζει να αναφέρουμε τις ακραία διαφορετικές εκτιμήσεις περί συμμετοχής στο πρόσφατο συλλαλητήριο που έγινε στην Αθήνα για το μακεδονικό. Πολύ περισσότερο συσκοτίζουν την πραγματικότητα, δυσκολεύουν τον διάλογο και δημιουργούν μια ατμόσφαιρα τεχνητής έντασης και πόλωσης.
Σήμερα η γραμμή της εφημερίδας και του τηλεοπτικού καναλιού είναι πλήρως καθορισμένη, ξεδιάντροπα θα λέγαμε, από το αδιόρατο πλέγμα των άμεσων και έμμεσων επιχειρηματικών συμφερόντων και διασυνδέσεων. Η αυστηρή δεοντολογία και αντικειμενικότητα φυσικά ποτέ δεν υπήρξαν απόλυτα στοιχεία, όμως σήμερα προκαλεί θυμηδία όταν τόσο πολλά ελληνικά έντυπα αλληλοκατηγορούνται για φαινόμενα αυριανισμού, ενώ ταυτόχρονα διατείνονται ότι τα ίδια δεν διαδίδουν ψεύτικες, παραποιημένες και κατασκευασμένες ειδήσεις. Ο σύγχρονος Τύπος στην Ελλάδα, αλλά και αλλού, παρουσιάζει έντονες τάσεις θεσμικής αυτοκατάργησης (ως τέταρτη εξουσία σε μια δημοκρατία). Αυτό γιατί ειδικεύεται κυρίως σε τεχνικές εντυπωσιασμού, προαγωγής άκριτου συναισθηματισμού και αντιλογικής, υπηρετώντας σχεδόν αποκλειστικά τα εμπορικά-κυκλοφοριακά κριτήρια της σύγχρονης μαζικής και μονοδιάστατης κοινωνίας που είναι υποταγμένη στη διαφήμιση.
Αντιθέτως έχει τεράστιο ενδιαφέρον η παρατήρηση και η διασύνδεση των φαινομένων μαζικής ιντερνετικής πληροφορίας -που καθιστούν τον άνθρωπο καταναλωτή πληροφοριών και ταυτόχρονα μάρτυρα ειδήσεων. Αυτά τα φαινόμενα μπορούμε να τα δούμε ως συμπτώματα ενός δομικού μετασχηματισμού των κοινωνικών πρακτικών που επηρεάζουν το σχηματισμό της κοινής γνώμης. Αυτός ο μετασχηματισμός, κατά μια έννοια, αφορά κυρίως την εικόνα και το βλέμμα μας. Γιατί σήμερα το βλέμμα δεν έχει έναν τόσο αδιάφορο χαρακτήρα, αλλά όλο και περισσότερο γίνεται ένα μέσο επιτήρησης των άλλων.
Ας σκεφτούμε ότι ο μέσος άνθρωπος σήμερα βρίσκεται καθημερινά βυθισμένος σε τεχνολογίες που κάνουν κάθε κομμάτι της ημέρας του κάτι το οποίο μπορεί να μετατραπεί σε «μαρτυρία» και «αποδεικτικό στοιχείο», υπό την μορφή μιας φωτογραφίας ή ενός βίντεο. Για παράδειγμα μέσω της τεχνολογίας google glass ο χρήστης θα μπορεί να τραβάει αυτόματα φωτογραφίες υψηλής ευκρίνειας κάθε μόλις δέκα (10) δευτερόλεπτα. Ένα είδος εικονικού ματιού που θα σχηματίζει ένα παγκόσμιο αρχείο της ανθρώπινης καθημερινότητας. Με αυτόν τον τρόπο, ο καθένας μας μπορεί συνεχώς να φωτογραφίζει και να φωτογραφίζεται.
Σύμφωνα με την google: να του προσφέρεται έτσι μια «επαυξημένη» εμπειρία της πραγματικότητας. Κάθε πολίτης θα γίνεται μια κινητή κάμερα παρακολούθησης. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, ευτυχώς, η υπόθεση αυτή είναι οριακή και ακραία. Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί η τάση που διαφαίνεται για «βίντεο-ειδήσεις», και «δημοσιογραφία των πολιτών», μέσω της διασύνδεσης των έξυπνων κινητών (smartphones) με τα κοινωνικά δίκτυα που στο μέλλον θα κάνουν κάθε χρήστη και μια πιθανή πηγή ειδήσεων.
Τα παραπάνω θα πρέπει να συμπεριληφθούν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, αυτό της ψηφιακής επικοινωνίας, που είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό πολιτιστικό γνώρισμα της εποχής μας. Πράγματι στην εποχή της ψηφιακής επικοινωνίας, κάθε πολίτης είναι ταυτόχρονα και ένας μόνιμος χρήστης-καταναλωτής. Κάθε ενέργεια που κάνουμε, κάθε πτυχή της καθημερινότητάς μας, αφήνει ένα ψηφιακό ίχνος. Είμαστε με άλλα λόγια, όλο και περισσότερο ανιχνεύσιμοι. Τελικά οποιοσδήποτε μπορεί να έχει μια πλήρη εικόνα της ζωής μας και της προσωπικότητάς μας μέσω μιας απλής αναζήτησης στο διαδίκτυο. Αυτή η διαδικτυακή κοινωνία (web-society) ήταν και παραμένει το ελευθεριακό όνειρο μιας απόλυτης διαφάνειας. Όνειρο που όμως κατά τα φαινόμενα τείνει να μετατραπεί στον εφιάλτη μιας αναζωογονημένης μορφής Οργουελιανού Μεγάλου Αδερφού (Big Brother). Δεν φαίνεται τυχαίο ότι τα πιο δημοφιλή επαγγέλματα στην ψηφιακή κοινωνία είναι οι προγραμματιστές εφαρμογών δικτύου (java) και οι αναλυτές των big data (δηλαδή όλων αυτών των συγκεντρωτικών δεδομένων που προκύπτουν από τα έξυπνα κινητά, τα social media, τις ασύρματες και τηλεματικές εφαρμογές, τους αισθητήρες που τοποθετούνται σε κτίρια και δρόμους, κ.λπ.).
Τα δεδομένα αυτά είναι τόσο πολλά, σε όγκο και ταχύτητα σχηματισμού, που απαιτούν άκρως αντισυμβατικές και ολιστικές μεθόδους ανάλυσης. Η ανάλυσή τους μάλιστα θεωρείται ζωτικής σημασίας σε πολλούς τομείς: ένας από αυτούς τους τομείς είναι και η πολιτική. Τα big data σήμερα μαζί με τις δημοσκοπήσεις χρησιμοποιούνται για να καθορίσουν και να κατευθύνουν τις διάφορες προεκλογικές εκστρατείες.
Μέσω αυτού του τεράστιου όγκου πληροφοριών -από τα ψηφιακά ίχνη που οι χρήστες αφήνουν παντού- το λεγόμενο πολιτικό μάρκετινγκ επεξεργάζεται και αφομοιώνει τα πρότυπα συμπεριφοράς των πολιτών-χρηστών και στην συνέχεια προωθεί προς «πώληση» το πιο πιασάρικο και (μετα)μοντέρνο πολιτικό περιεχόμενο- κάπως έτσι η υπερ-ορατότητα γίνεται παγίδα. Υπό αυτή την έννοια μπορούμε να αρχίσουμε να μιλάμε για μια βιοπολιτική που κάνει ένα ακόμη βήμα. Φτάνει σταδιακά στη δυνατότητα πρόσβασης στον πιο απρόσιτο χώρο ενός πληθυσμού, δηλαδή στο εσωτερικό του συλλογικού ασυνείδητου.
Οι περιτοιχισμένες οργανώσεις έχουν ένα από κοινού χαρακτηριστικό με άλλες κοινωνικές οντότητες: μέρος της υποχρέωσης του ατόμου είναι να μετέχει ορατώς κατά καιρούς στη δραστηριότητα της οργάνωσης, πράγμα που έχει ως επακόλουθο την ενεργοποίηση της προσοχής και της μυϊκής προσπάθειας, μια με ζήλο αφοσίωση του εαυτού στην προκείμενη δραστηριότητα. [4]
Στο πανοπτικόν του Μπένθαμ οι κρατούμενοι δεν μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους. Οι τοίχοι των κελιών φροντίζουν να μην βλέπουν ο ένας τον άλλο. Έτσι υποβάλλονται σε μια θεραπευτική μοναξιά, ώστε να μπορέσουν να βελτιωθούν και να ενσωματωθούν στην έξω κοινωνία. Οι κάτοικοι του ψηφιακού πανοπτικού, από την άλλη πλευρά, συνδέονται και επικοινωνούν εντονότατα μεταξύ τους. Εδώ ο πλήρης έλεγχος γίνεται όχι μέσω της χωρικής και επικοινωνιακής απομόνωσης, αλλά αντιθέτως μέσω της δικτύωσης και της υπερ-επικοινωνίας. Οι χρήστες δεν είναι φυλακισμένοι, όμως ζουν μια ψευδαίσθηση ελευθερίας.
Στην ουσία καθημερινά τροφοδοτούν το ψηφιακό σύστημα με πληροφορίες, εκθέτουν εθελοντικά τον εαυτό τους και υπό μια έννοια έχουν συνάμα την αίσθηση ότι αυτοφωτίζονται. Αυτός ο μηχανισμός «αυτοφωτισμού» είναι πολύ πιο αποτελεσματικός σε σχέση με ένα φως που παρέχεται από άλλους, δηλαδή από κάποιους τρίτους. Άλλωστε μια πλήρως ελεγχόμενη κοινωνία μπορεί να προκύψει μόνο όταν οι κάτοικοί της εκμυστηρεύονται και εμπιστεύονται απόλυτα υποκινούμενοι από μια εσωτερική ανάγκη και όχι από έναν εξωτερικό περιορισμό και επιβολή.
Αυτή η ανησυχία που νοιώθουμε όταν εγκαταλείπουμε την ασφάλεια και την θαλπωρή της ιδιωτικής-οικείας μας σφαίρας, δίνει τη θέση της στην ανάγκη να εκθέτουμε τον εαυτό μας συνεχώς και χωρίς καμία αναστολή ή ντροπή. Να γινόμαστε ένα τέτοιο θέαμα στο οποίο η ελευθερία, ο περιορισμός και ο έλεγχος να είναι πράγματα εξαιρετικά δυσδιάκριτα μεταξύ τους. Όλα αυτά δίχως ή με ελάχιστη μυϊκή προσπάθεια, δηλαδή πράξη.
Εκτός των άλλων η πανταχού παρούσα διαφάνεια, η ψηφιακή επικοινωνία και η καθολική διασύνδεση δεν φαίνεται να οδηγεί στο βάθεμα της δημοκρατίας και της ελευθερίας. Αυτό γιατί η εξουσία παρουσιάζεται, όλο και περισσότερο, ως κάτι που δεν χρειάζεται επιπλέον, αυστηρό και άμεσο έλεγχο, διότι τώρα όλοι μπορούν να την ελέγχουν.
Οι πολίτες, υποβαθμίζονται σε κινητά προφίλ, δημιουργώντας ένα είδος «από τα κάτω», αόρατης, ιδιωτικής, ανώνυμης και μυστικής αστυνομίας. Όμως σε μια δημοκρατία δεν απαιτείται ανωνυμία, αλλά το θάρρος της γνώμης και η παρρησία. Στην πραγματικότητα πρόκειται για την αναίρεση τόσο του κάθετου, όσο και του οριζόντιου ελέγχου της εξουσίας, όπως μελετήθηκε από τον Φουκώ στα συστήματα καταστολής. Οι ίδιοι οι πολίτες γίνονται εικονικοί ακτιβιστές, απλοί καταναλωτές άμεσων ειδήσεων, παρακολουθούν και αυτο-παρακολουθούνται σε ένα ωκεανό γεμάτο με φαρσέρ της ενημέρωσης. Έτσι καταλήγουμε να κατακλυζόμαστε από πληροφορίες τύπου «η γη είναι επίπεδη», «οι νέες τάξεις», «είδηση βόμβα, λαθρομετανάστες που τρώνε σκυλιά», «δείτε τί μας κρύβουν» και αμέτρητες άλλες γελοιότητες που παράγονται κατά χιλιάδες καθημερινά από τα μέσα παραγωγής ειδήσεων.
Η εξουσία είναι μόνο εφικτή εκεί που ο λόγος και η πράξη δεν έχουν διαχωριστεί, όπου οι λέξεις δεν είναι άδειες και οι πράξεις δεν είναι βίαιες, όπου οι λέξεις δεν χρησιμοποιούνται για να συγκαλύψουν τις προθέσεις, αλλά για να αποκαλύψουν πραγματικά γεγονότα, και οι πράξεις δεν χρησιμεύουν για να βιάσουν και να καταστρέψουν, αλλά για να καθιδρύσουν σχέσεις και να δημιουργήσουν γεγονότα. [5]
Η εποχή που ζούμε έχει να κάνει με τη ψηφιακή διάλυση της αλήθειας και της πραγματικότητας στους λαβυρίνθους των ερμηνευτικών μονοπατιών. Οι σχέσεις, οι συγκρούσεις, οι αντιθέσεις, οι αδικίες, η ανθρωπιά, όλα γίνονται μια μυθοπλασία. Ένας κυκεώνας υπερπληροφόρησης με χίλια πρόσωπα όπου όλα είναι απλές αφηγήσεις που διασταυρώνονται με άλλες αφηγήσεις. Και τελικά πολυάριθμα κανάλια στα οποία η πραγματικότητα διαλύεται και μπορεί μόνο περιστασιακά και παροδικά να (ανα)κατασκευάζεται. Είναι αυτή η ειρωνική οπτική πολλών ανθρώπων που, εκτός από βαθιά αντιδημοκρατική, γίνεται ταυτόχρονα αδίστακτη όταν, χωρίς ίχνος ενσυναίσθησης, παρατηρούν μέσα από το ψηφιακό πανοπτικό σύστημα την ανθρώπινη μιζέρια και την αθλιότητα χωρίς να την βιώνουν πραγματικά.
Πρόκειται για τη συστηματική εκπαίδευση του βλέμματος να αντέχει και να προσπερνά με ευκολία τη δυστυχία, αλλά ταυτόχρονα να προσηλώνεται σε οτιδήποτε -όσο άχρηστο και ανούσιο κι εάν είναι αυτό. Μιλάμε για εκείνο το νέο κυρίως άνθρωπο, τον εθελοντικά «ασυλοποιημένο» στον ψηφιακό κόσμο, το μη πολιτικό ή αντι-πολιτικό ον, που κινείται σε ένα καθημερινό γκρίζο και που βυθίζεται στη μοναξιά του κυνισμού του, ενώ το Εγώ του αναζωπυρώνεται σποραδικά από κάποια υπόνοια αγάπης, εμπιστοσύνης και πρόσκαιρης αφοσίωσης.
Όμως, όλα γύρω του, είναι τοποθετημένα στη σωστή, ανταγωνιστική θέση φρίκης, (αυτό)επιτήρησης και (αυτο)πειθάρχησης. Ο σύγχρονος άνθρωπος μοιάζει να επιταχύνει συνεχώς προς ένα πνευματικό νεκροτομείο που όλο και γεμίζει με απώλειες. Αμέτρητοι άνθρωποι ενώ βρίσκονται εκτός πραγματικότητας, παραδόξως, νομίζουν ότι βιώνουν μια «επαυξημένη» εμπειρία της. Συνωστισμένες νευρώσεις, εγωπάθειες και ναρκισσισμοί αναμένουν με αγωνία την αυτοψία και την τελική διάγνωση των αιτιών του πνευματικού θανάτου τους. Σχεδόν βιάζονται να πεθάνουν αρκεί να είναι πρώτοι και καλύτεροι· τουλάχιστον εκεί μέσα στην φούσκα του σύγχρονου ψηφιακού και εικονικού κόσμου. Εκεί όπου, προς τέρψη της μυγοσκοτώστρας, φαίνεται να επικρατεί το «χιλιάδες μύγες τρων κακά, λέτε να κάνουν λάθος;»
[1] Ζαν Ζακ Ρουσσώ, Οι εξομολογήσεις, μτφρ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, Εκδ. Ιδεόγραμμα, Αθήνα 1997.
[2] Πριν από τον Καντ, οι κυρίαρχες φιλοσοφικές προσεγγίσεις ήταν, από τη μια, ο εμπειρισμός, με εκπροσώπους τον Μπάρκλεϋ (Berkeley), τον Λοκ (Locke) και τον Χιουμ (Hume), και, από την άλλη, ο ορθολογισμός με εκπροσώπους τον Ντεκάρτ (Descartes), τον Σπινόζα (Spinoza) και τον Λάιμπνιτς (Leibniz). Οι ορθολογιστές, στην προσπάθειά τους να δώσουν μια απάντηση στο θεμελιώδες ερώτημα «Ποια είναι η πηγή της γνώσης;» υποστήριζαν τη θέση ότι η γνώση βασίζεται στο λόγο ενώ οι εμπειριστές, αντίθετα, τη θέση ότι η γνώση βασίζεται στην αισθητηριακή εμπειρία.
Ο Καντ ανέπτυξε την κριτική του φιλοσοφία ως μια απάντηση στο δογματισμό τόσο του ορθολογισμού, όσο και του εμπειρισμού. Αν μπορούσαμε να διατυπώσουμε σε μια πρόταση την απάντησή του, θα λέγαμε ότι για τον Καντ η γνώση είναι το προϊόν της σύνθεσης διάνοιας και αισθητικότητας. Ωστόσο, ο Καντ για να απαντήσει, τρoποποιεί και την ίδια την ερώτηση. Το ερώτημα για αυτόν είναι: «Πώς είναι δυνατή η a priori γνώση;».
Ο Καντ, ζώντας σε μια εποχή συνεχούς παραγωγής νέας γνώσης από τη ραγδαία ανάπτυξη της νέας φυσικής και των μαθηματικών, δέχεται ως δεδομένη την εγκυρότητά της και εξετάζει πώς αυτή είναι δυνατή. Δεν αναζητεί ένα θεμέλιο της γνώσης υπό την κλασική έννοια, δηλαδή κάποιο πραγματικό ον, όπως τα εμπειρικά αντικείμενα ή το cogίto, αλλά ένα υπερβατολογικό θεμέλιο, δηλαδή τις συνθήκες δυνατότητας που πρέπει να πληροί ο νους για να μπορούμε να γνωρίζουμε.
Απαντώντας σ’ αυτό το ερώτημα, ο Καντ δίνει ταυτόχρονα απάντηση και στο κριτικό ερώτημα «Τι μπορώ να γνωρίζω;». Κριτική θα πει περιορισμός, αυτοπεριορισμός του λόγου ως προς τη δογματική του χρήση – όπως αυτή συνέβαινε στην Προκαντιανή μεταφυσική. (απόσπασμα από την εργασία του Κώστα Παγωνδιώτη Η καντιανή θεώρηση, Φιλοσοφία και επιστήμες στον εικοστό αιώνα, εκδ. ΠΕΚ, Ηράκλειο 2013).
[3] Βασίλης Φίλιας, Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1994.
[4] Erving Goffman, Άσυλα, εκδ. Ευρύαλος, Τρίκαλα 1994.
[5] Hannah Arendt, The Human Condition, University Of Chicago Press, 1958.
(*) Ο Γιώργος Κουτσαντώνης γεννήθηκε το 1973 στην Αθήνα. Μετά από επτά χρόνια σπουδών σε ιατρική σχολή της Ιταλίας (https://www.medicina.univpm.it/), εγκαταλείπει την ιατρική και ακολουθεί τη σπουδή της μετάφρασης. Είναι παντρεμένος και πατέρας ενός παιδιού. Ασκεί, ως ελεύθερος επαγγελματίας, το επάγγελμα του μεταφραστή/διερμηνέα. Η ζωγραφική και η συγγραφή είναι τα δύο μεγάλα πάθη του μαζί με τη συστηματική μελέτη της πολιτικής φιλοσοφίας και της ιστορίας.
Πρώτη δημοσίευση: respublica.gr