Σε ανακοίνωσή του, το Κίνημα Αλλαγής κατακεραυνώνει την Νίκη Κεραμέως για την υπόθεση της σύμβασης με την Cisco.
Το κείμενο έχει ως εξής:
Για άλλη μια φορά η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας εμπαίζει τη Βουλή των Ελλήνων, τον πολιτικό κόσμο, την εκπαιδευτική κοινότητα, την ελληνική κοινωνία.
Συνεχίζει την αυταρχική και αδιαφανή πολιτική της, ασκώντας αντιεκπαιδευτική πολιτική. Ουσιαστικά αφήνει στην τύχη της την εκπαίδευση. Δεν παίρνει ουσιαστικά μέτρα για να ενισχυθεί η τηλεκπαίδευση και για να αμβλυνθούν οι τόσες και τόσες ανισότητες που πλήττουν τους μαθητές μας. Εδώ και έναν χρόνο έχει δημιουργηθεί μαθησιακό και μορφωτικό κενό στα παιδιά και στους νέους της χώρας και το Υπουργείο δεν έχει ακόμα παρουσιάσει κάποιο σχέδιο αντιμετώπισής του. Λειτουργεί σαν να βαίνουν όλα καλώς.
Η κ. Κεραμέως εδώ και 10 μήνες δεν δημοσιοποιούσε τη σύμβαση με την Cisco παρά το γεγονός ότι ήταν θεσμικά και πολιτικά υποχρεωμένη. Απαξιώνει τους δημοκρατικούς θεσμούς, τη Βουλή, τις ανεξάρτητες αρχές, τη διαφάνεια, τον δημοκρατικό διάλογο με περισσή αλαζονεία και αυταρχισμό.
Τώρα διαφάνηκε ότι η προσφορά της Cisco στην πρώτη φάση της πανδημίας ήταν προσχηματική, γιατί στη δεύτερη φάση της πανδημίας η ίδια εταιρία αμείβεται από το Ελληνικό Δημόσιο, για να συνεχίσει την τηλεκπαίδευση με το αντίτιμο των 2 εκατομμυρίων ευρώ.
Η πρόσφατη κρίση στο “ΙΤΥΕ ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ” δείχνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο την συνεχή προσπάθεια της ηγεσίας του ΥΠΑΙΘ για αποδόμηση της δημόσιας εκπαίδευσης. Τώρα καταδεικνύεται με τον πιο εμφαντικό τρόπο η ανάγκη να συνεχιστεί το έργο των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ με την ενίσχυση των σχετικών δημόσιων θεσμών: του Πανελλήνιου Σχολικού Δικτύου, του εκπαιδευτικού αποθετηρίου του ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟΥ, των ασύγχρονων πλατφορμών e-me, e-class, του Ψηφιακού Σχολείου κλπ, που εγκαταλείφθηκαν από τις προηγούμενες κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ. και από τη σημερινή της Ν.Δ.
Η κ. Κεραμέως και η Ν.Δ. είναι έκθετη από την πολιτική της αδιαφάνειας.
Επιμένουμε σταθερά και αταλάντευτα για την εδώ και τώρα δημιουργία εθνικής στρατηγικής για την ανάπτυξη “Ψηφιακής Παιδείας”, με δημόσιο θεσμικό διάλογο για να μπορέσει τη χώρα μας να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της νέας γενιάς και των καιρών.