Στα ζητήματα επικαιρότητας, όπως είναι η πανδημία και οι επιπτώσεις της στην οικονομία και την κοινωνία, αλλά και στον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης όσον αφορά το αίτημα «αλλαγής πολιτικής» εστιάζει η πολυσέλιδη απόφαση του Πολιτικού Συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ που δημοσιεύτηκε σήμερα.
Τις «κυβερνητικές παλινωδίες» και την «εργαλειοποίηση της επιτροπής των ειδικών» επισημαίνει αρχικά ο ΣΥΡΙΖΑ στην απόφαση του ΠΣ, οι οποίες, όπως αναφέρει, «οδήγησαν σήμερα, στο πιο κρίσιμο σημείο, στην απώλεια εμπιστοσύνης από το μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας που ζει σε συνθήκες κόπωσης και ασφυξίας από το μακράς διάρκειας και αποτυχημένο εκ του αποτελέσματος lockdown».
Πιο συγκεκριμένα, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ επικρίνει την κυβέρνηση για την έλλειψη ενός «αξιόπιστου και συνεκτικού σχεδίου καταγραφής των κρουσμάτων και επιδημιολογικής επιτήρησης», την μη «συνταγογράφηση μοριακών test», την υποστήριξη του «δόγματος της ατομικής ευθύνης» και τη «σταθερή άρνησή της για τη δημοσιοποίηση των πρακτικών της επιτροπής των ειδικών και οι τοποθετήσεις υπουργών που συνεχώς προκαταλαμβάνουν τις αποφάσεις της επιτροπής».
«Εγκληματική» χαρακτηρίζει και τη στάση της κυβέρνησης απέναντι στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, μία στάση που, όπως σημειώνεται, «εδράζεται στην κυνική απέχθειά της προς το δημόσιο σύστημα υγείας» και τονίζει ότι «το ΕΣΥ αφέθηκε να καταρρεύσει εν μέσω πανδημίας και αυτό είναι μια στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης και για την προ covid εποχή». Ειδικότερα, στην απόφαση του ΠΣ του ΣΥΡΙΖΑ περιλαμβάνεται η πάγια κριτική του στην κυβέρνηση για την «ακύρωση της προκήρυξης προσλήψεων» που είχε προγραμματίσει η προηγούμενη κυβέρνηση, την «επικοινωνιακού χαρακτήρα δημιουργική λογιστική για τον αριθμό των ΜΕΘ» που έχει ως αποτέλεσμα να «διασωληνώνονται ασθενείς covid εκτός ΜΕΘ» και «η πεισματική άρνηση της κυβέρνησης να επιτάξει τις ιδιωτικές δομές».
Όσον αφορά τους εμβολιασμούς, ο ΣΥΡΙΖΑ στρέφει τα βέλη του κυρίως προς την ΕΕ, υποστηρίζοντας ότι «οι εκλεγμένες κυβερνήσεις της ΕΕ είναι κατώτερες των περιστάσεων» καθώς «εξουσιοδότησαν την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία να διευθετήσει το μεγάλο ζήτημα των εμβολιασμών και μετά από μυστικές συμφωνίες η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με το μεγαλύτερο φιάσκο».
«Ο ΣΥΡΙΖΑ -ΠΣ και ο πρόεδρός του, Αλέξης Τσίπρας, από την πρώτη στιγμή υποστήριξαν την ανάγκη να αναληφθούν πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έκανε για μια ακόμη φορά τον παρατηρητή», σημειώνει η απόφαση του ΠΣ, προσθέτοντας ότι «η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ακόμα και όταν είχαν χτυπήσει όλα τα καμπανάκια στην ΕΕ για το προ των πυλών φιάσκο, συνέχιζε τις επικοινωνιακές ρεκλάμες για “ τους δύο εκατομμύρια εμβολιασμούς το μήνα μέχρι τον Μάρτιο” ανίκανη να δει το μέγεθος τους προβλήματος».
«Την ίδια πρακτική του στρουθοκαμηλισμού και της επικοινωνιακής διαχείρισης», χρεώνει ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση αναφορικά και με «τα προβλήματα της πραγματικής οικονομίας», κατηγορώντας την ότι «εκμεταλλεύθηκε εξαρχής την πανδημία ως πρόσχημα αναδιάρθρωσης της οικονομίας και απορρύθμισης της εργασίας».
«Η κυβέρνηση, ενώ όλο το προηγούμενο διάστημα επιχειρούσε να παρουσιάσει μια επίπλαστη εικόνα κανονικότητας και να πανηγυρίζει για τη βαθιά ύφεση, σήμερα κάτω από την πίεση των ανθρώπων της πραγματικής οικονομίας και των δημοσκοπικών ευρημάτων αναγκάζεται σε ανακοινώσεις “πολύ λίγων και πολύ αργά” που δεν θα συμβάλλουν στην επανεκκίνηση της οικονομίας και σε καμία περίπτωση στην ανάκαμψη», υπογραμμίζουν τα μέλη του ΠΣ, επισημαίνοντας ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα παρουσιάσει την ερχόμενη εβδομάδα ένα «ολιστικό σχέδιο για τη βιώσιμη επανεκκίνηση της οικονομίας με βασικούς στόχους: την προστασία της μικρομεσαίας επιχείρησης, των θέσεων εργασίας και του εισοδήματος των εργαζόμενων».
«Δεν μπορεί να υπάρξει κανένα σχέδιο επανεκκίνησης που να μην ξεκινά από την ανάγκη κουρέματος του κορονοχρέους που έχουν συσσωρεύσει οι κλειστές και σε καθεστώς υπολειτουργίας μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Επίσης, δεν μπορεί να γίνει καμία επανεκκίνηση χωρίς ρευστότητα στις επιχειρήσεις. Και δεν μπορεί αυτή να έχει βάθος και προοπτική χωρίς ένα νέο, οριστικό και σύμφωνα με τις συνθήκες που διαμόρφωσε η πανδημική κρίση Πτωχευτικό Δίκαιο», τονίζουν, ενώ σχετικά με το Ταμείο Ανάκαμψης εκτιμούν ότι το σχέδιο της κυβέρνησης «σε καμία περίπτωση δεν αντιμετωπίζει τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης και δεν απαντά στις πιεστικές βιοποριστικές ανάγκες νοικοκυριών, εργαζομένων και μικρομεσαίων επιχειρήσεων».
«Το πρόγραμμα, συνολικού ύψους 31 δισ. ευρώ, που εκτείνεται και θα υλοποιείται τουλάχιστον μέχρι το 2026, δεν συζητήθηκε ως όφειλε με την αντιπολίτευση παρά το γεγονός ότι θα δεσμεύει και επόμενες κυβερνήσεις και όποια μελλοντική κυβέρνηση θελήσει να ακυρώσει πολιτικές επιλογές θα δεσμεύεται με επιστροφή χρημάτων στην ΕΕ», σημειώνει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και δεσμεύεται ότι «θα αγωνιστεί τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο», προκειμένου να συμπεριληφθεί «ρήτρα αναθεώρησης χωρίς προβλεπόμενες κυρώσεις».
Ως προς το περιεχόμενο του σχεδίου, σχολιάζει ότι «αυτό ενσωματώνει τη φιλοσοφία της έκθεσης Πισσαρίδη: ιδιωτικοποιήσεις δομών, υποδομών και υπηρεσιών, αποδιάρθρωση εργασιακών σχέσεων, συμπίεση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, απαξίωση κοινωνικού κράτους, διεύρυνση ανισοτήτων», προσθέτοντας ότι «η χορήγηση των δανείων σε ιδιωτικά επενδυτικά σχέδια θα γίνει μέσω των συστημικών τραπεζών αποκλείοντας οριστικά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και πριμοδοτώντας αποκλειστικά τους μεγάλους και πολύ μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους».
Όπως αναφέρεται στην απόφαση του ΠΣ, «ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία έχει ήδη καταθέσει την αντιπρόταση του στο ταξικό, αντεργατικό αυτό σχέδιο θεωρώντας ως προτεραιότητες την δίκαιη πράσινη μετάβαση, την ενίσχυση της εργασίας και των μισθών, την στήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων αλλά και τον προσανατολισμό των πόρων για την ανασυγκρότηση των δομών του κοινωνικού κράτους και ιδιαίτερα της δημόσιας υγείας μετά και την εμπειρία της κρίσης του Covid – 19».
Ειδική αναφορά γίνεται και στο «σκάνδαλο της Τράπεζας Πειραιώς» που, όπως σημειώνεται, «μεθόδευσε η κυβέρνηση σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου». «Με την αποδοχή από την μεριά του ΤΧΣ, με τη στήριξη της κυβέρνησης, της μη πληρωμής του οφειλόμενου τοκομεριδίου, το ελληνικό Δημόσιο υπέστη ζημία ήδη 1,5 δισ. ευρώ, ενώ με την αποφασισμένη πλέον αύξηση μετοχικού κεφαλαίου και με την κατάργηση των δικαιωμάτων προαίρεσης από το ΤΧΣ και τους μικρομετόχους, η ζημία για το ελληνικό Δημόσιο θα είναι πολλαπλάσια, ενώ και οι μικρομέτοχοι πρόκειται να υποστούν τεράστιες απώλειες. Στο πλαίσιο αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία ήδη έχει καταθέσει σχετικό υπόμνημα στο ΤΧΣ μετά την συνάντηση που πραγματοποίησε ο πρόεδρος Αλέξης Τσίπρας, ενώ πρόκειται να αναλάβει και ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες για την ανάδειξη του νέου σκανδάλου Μητσοτάκη στους αρμόδιους ευρωπαϊκούς ελεγκτικούς και εποπτικούς μηχανισμούς», αναφέρει χαρακτηριστικά η απόφαση.
Σχετικά με τα εργασιακά, το ΠΣ του ΣΥΡΙΖΑ επισημαίνει ότι «ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη και σε ολόκληρο τον πλανήτη έχει ανοίξει η συζήτηση σε θεωρητικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, για το πώς διαμορφώνεται η αγορά εργασίας μετά την κρίση του covid, τις λειτουργίες και τις μεγάλες τάσεις για επόμενα πενήντα χρόνια, η κυβέρνηση Μητσοτάκη βιάζεται να βάλει σε λειτουργία τον ολετήρα της και στα εργασιακά δικαιώματα ξεχρεώνοντας τα γραμμάτια προς τον ΣΕΒ». Όπως λέει, «το εργασιακό νομοσχέδιο στοχεύει στην πλήρη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, στη γενίκευση της ελαστικής και φθηνής εργασίας, στην αποδιάρθρωση του ωραρίου εργασίας και στην κατάργηση του οκταώρου, στη διευθέτηση του χρόνου εργασίας με ατομικές συμβάσεις, όπως ο ίδιος ο υπουργός Εργασίας έχει δηλώσει, καθώς και στη θέσπιση της απλήρωτης υπερωριακής εργασίας, χωρίς κανόνες, ακόμη το Σαββατοκύριακο».
Εγκαλεί δε την κυβέρνηση για όλα αυτά που σχεδιάζει, που «είναι βγαλμένα από τις πιο νοσηρές απαιτήσεις του ΔΝΤ και των δανειστών τα χρόνια των μνημονίων», υποστηρίζοντας ότι «το πρόγραμμά της παραμένει το μνημόνιο, το μνημόνιο Μητσοτάκη-Πισσαρίδη».
Σε ειδικό κεφάλαιο για την Παιδεία, το ΠΣ του ΣΥΡΙΖΑ στηλιτεύει τη «μεθόδευση» της κυβέρνησης όσο αφορά την «κοινοβουλευτική επικύρωση του νομοσχεδίου της για την μείωση του αριθμού εισακτέων στα ΑΕΙ και την εγκαθίδρυση καθεστώτος αστυνόμευσης στα πανεπιστήμια», σχολιάζοντας ότι στο πλαίσιο αυτό «αναμετρήθηκε με ένα πολύχρωμο και ευρύ κίνημα για τη Δημοκρατία και τη Δημόσια Παιδεία αλλά και με την Αριστερά και τον δημοκρατικό κόσμο». «Οι απόπειρες εφαρμογής του νομοθετημένου πια, αυταρχικού θεσμικά και συντηρητικού κοινωνικά, σχεδίου της ΝΔ, τροφοδοτεί μια πολιτική και κοινωνική διαμάχη από την κλίμακα της αίθουσας, του εργαστηρίου και του αμφιθεάτρου μέχρι τους κορυφαίους πανεπιστημιακούς θεσμούς», επισημαίνει, υποστηρίζοντας ότι «η συμβολή του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία στην ανάπτυξη των εκπαιδευτικών κινημάτων και των πολύμορφων κινημάτων της νεολαίας θα αποτελέσει διαρκές μέλημα και καθήκον την επόμενη περίοδο»:
– «Για την απόκρουση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, της αστυνομοκρατίας, της βίας και των αποκλεισμών»
– «Για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας, της κοινωνίας και των μορφωτικών δικαιωμάτων της νεολαίας»
– «Για να γίνει η σημερινή αγωνιστική έξαρση σημείο καμπής και αφετηρία πολιτικών εξελίξεων και μιας νέας προοδευτικής-δημοκρατικής αλλαγής στη διακυβέρνηση».
Το ΠΣ του ΣΥΡΙΖΑ εστιάζει και σε ζητήματα δημοκρατίας, αναφέροντας ότι η «στρατηγικού χαρακτήρα επιλογή του καθεστώτος Μητσοτάκη αποτελεί η αποκαθήλωση των δημοκρατικών και θεσμικών κατακτήσεων της μεταπολίτευσης».
«Η υποβάθμιση της δημοκρατίας, η παρέμβαση στις δομές του κράτους με στόχο τον ασφυκτικό έλεγχο του συνόλου των δομών, των μηχανισμών και του προσωπικού του, είναι μια συνταγή που ακολουθούν όλα τα υβρίδια της νέας δεξιάς ανά τον κόσμο», σχολιάζει, τονίζοντας ότι «η κυβέρνηση εξακολουθεί να χρησιμοποιεί την πανδημική κρίση για να επιταχύνει την υποβάθμιση των δημοκρατικών θεσμών, να δημιουργήσει τετελεσμένα με αντικοινωνική νομοθέτηση, να προχωρήσει σε αθρόες διευθετήσεις υπέρ της ελίτ εν κρυπτώ». «Συνεπικουρούμενη από το καθεστώς της εκκωφαντικής μονοφωνίας που έχει επιβληθεί στην συντριπτική πλειονότητα των ΜΜΕ με την απαξίωση των κομμάτων της αντιπολίτευσης, αλλά και τη γενικευμένη επίθεση στα κοινωνικά αιτήματα», συμπληρώνει και προειδοποιεί ότι «η χώρα ξεπέφτει σε “προβληματική δημοκρατία” σύμφωνα και με διεθνείς έρευνες, αλλά και με τους δείκτες της ΕΕ για την ελευθερία του Τύπου», ενώ χαρακτηρίζει ως «στοιχείο της κρίσης δημοκρατίας» και «τα φαινόμενα παρακμής με παραβατικά και λούμπεν στοιχεία» που «ευδοκιμούν στην αυλή της παρασιτικής ελίτ και τελικά διαπλέκονται ή και εκβιάζουν την πολιτική εξουσία της χώρας».
«Όλο αυτό το εκρηκτικό μείγμα παρά το ότι σηματοδοτούν το πέρασμα της κυβέρνησης και του κου Μητσοτάκη στην σφαίρα της αμετάκλητης φθοράς, ενέχει τον κίνδυνο η κρίση αντιπροσώπευσης να παροχετευθει στην αντιπολιτική και τη ρευστοποίηση. Η χώρα και η κοινωνία βρίσκονται σε σημείο καμπής. Κάθε μέρα ενισχύεται το κοινωνικό αίτημα της αλλαγής πολιτικής», συνεχίζει η απόφαση του ΠΣ και αναφέρει ότι «καθήκον του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία είναι να συναντηθεί και να συνομιλήσει πολιτικά με τις κοινωνικές δυνάμεις που δυσφορούν, διαμαρτύρονται και αντιστέκονται στις κυβερνητικές επιβολές και για να προστατευθούν δικαιώματα, και για να διαμορφωθούν οι συνθήκες μιας προοδευτικής διακυβέρνησης, ώστε ο τόπος να αποκτήσει ξανά προοπτική και να μπορεί να εγγυηθεί κυρίως στη νεολαία, που η κυβέρνηση έχει βάλει στο στόχαστρο και δημιουργεί υγειονομική ζώνη, απαγορεύσεις και αποκλεισμούς πολλών επιπέδων, το δικαίωμα στη μόρφωση, στη δουλειά και την αυτόνομη ζωή με αξιοπρέπεια».
«Με τις προγραμματικές μας θέσεις και τις δράσεις αναδεικνύουμε την προοπτική ενός εναλλακτικού, εφικτού και αναγκαίου σήμερα δρόμου, εκφράζουμε αυτό το αίτημα αλλαγής πολιτικής, ενισχύοντας τη δυναμική μετατροπής του σε κοινωνική πλειοψηφία πολιτικής ανατροπής και κοινωνικής αλλαγής», τονίζουν τα μέλη του ΠΣ και καταλήγουν αναφερόμενοι σε ζητήματα εσωτερικής διαχείρισης, όπως «η ολοκλήρωση των νομαρχιακών συνδιασκέψεων, η εκλογή νέων οργάνων σε όλες τις ΝΕ εδαφικές και κλαδικές και σε όλες τις ΟΜ του κόμματος, η συμμετοχή των συντρόφων, παλιών και νέων, σε όλες τις διαδικασίες» που πραγματοποιήθηκαν «μέσα σε δύο μήνες», κάτι που «δημιουργεί ήδη μια νέα πραγματικότητα εξαιρετικά θετική για τη λειτουργία του κόμματος και την οργανωτική του ανασυγκρότηση, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί προϋποθέσεις για την ακόμα μεγαλύτερη διεύρυνση και ανασυγκρότηση των οργανώσεων μας, με ενεργά, δραστήρια μέλη».