Το άρθρο έχει αναπόφευκτα αφηγηματική μορφή. Η διαδρομή που θα παρακολουθήσουμε περιέχει ταυτόχρονα μια ανησυχητική πραγματικότητα, ένα παράδοξο και μια πρόκληση. Αυτά συνδέονται. Η ανησυχητική πραγματικότητα παραπέμπει στη δεδομένη κρίση των καπιταλιστικών δημοκρατιών και κυρίως της υπερδύναμης που ηγείται του στρατοπέδου τους.
Του Γιάννη Λούλη (*)
Ανησυχητικό είναι ότι οι πολιτικά κερδισμένοι από τα αδιέξοδα αυτά είναι οι ακραία δεξιοί λαϊκιστές τύπου Τραμπ και Λεπέν, που αξιοποιούν την υπάρχουσα κοινωνική πόλωση και τη μετατρέπουν σε πολιτική πόλωση. Πιο βουβό, αλλά ίσως ακόμα πιο ανησυχητικό, είναι ότι οι οικονομικές ελίτ, σε διάφορες καπιταλιστικές δημοκρατίες και κυρίως στην Αμερική, δεν αυξάνουν μόνο τον πλούτο τους, αλλά και την επιρροή τους στο πολιτικό σύστημα. Τούτο βεβαίως είναι αντικείμενο χωριστής ανάλυσης.
Ταυτόχρονα ανησυχητικό και παράδοξο είναι το ότι οι προοδευτικές ιδέες, που δεν έχουν ευθύνη για την πορεία προς την πολυεπίπεδη κρίση και θα μπορούσαν να λειτουργήσουν διορθωτικά, φαντάζουν παροπλισμένες. Και τούτο διότι ο πολιτικός τους χώρος, όπως εκφράζεται και λειτουργεί, έχει καταστεί τμήμα του προβλήματος.
Η μεγάλη πρόκληση λοιπόν μπροστά στα σοβαρότατα αυτά προβλήματα είναι να ξαναβρούν οι προοδευτικές ιδέες και οι φορείς τους τη σπονδυλική τους στήλη. Οταν δηλαδή οι καπιταλιστικές δημοκρατίες ήσαν πρότυπα οικονομικής ανάπτυξης, κοινωνικής συνοχής και υπηρέτησης των πολιτικά φιλελεύθερων αρχών.
Αποτελεί όντως παράδοξο φαινόμενο ότι ενώ οι νεοφιλελεύθερες συνταγές έχουν απαξιωθεί, ειδικά μετά την παγκόσμια κρίση του 2007-2008, οι προοδευτικές δυνάμεις παρέμειναν κομπάρσοι. Τούτο συνέβη παρά το ότι είχαν στη διάθεσή τους το μέγιστο πολιτικό όπλο της εκτίναξης των ανισοτήτων. Αυτές, ιδίως στην Αμερική, είναι πλέον εκτός ελέγχου. Αλλωστε οι ανισότητες είναι γενικότερα η πιο βαθιά πληγή των καπιταλιστικών δημοκρατιών στην εποχή μας. Χάσμα λοιπόν χωρίζει τους λίγους που αυξάνουν διαρκώς τον πλούτο τους, ενώ μεγάλα τμήματα της κοινωνίας για δεκαετίες ή μένουν στάσιμα ή χάνουν έδαφος. Και όμως οι προοδευτικές ιδέες, που είχαν κάποτε τη μείωση των ανισοτήτων ως κεντρικό πολιτικό όπλο τους, τώρα έχουν χάσει την πυξίδα τους. Και τη φωνή τους.
Προοδευτικοί διανοητές σε πρόσφατα βιβλία τους, άλλωστε, επισημαίνουν μια ξεχωριστή πραγματικότητα. Τούτη παραπέμπει στην εποχή που οι προοδευτικές πολιτικές ήσαν κυρίαρχες, όταν δηλαδή δρομολογούνταν το οικονομικό και κοινωνικό θαύμα της Δυτικής Ευρώπης, μετά τον Β′ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη διαδρομή αυτή θα συναντιόνταν όχι μόνο σοσιαλδημοκράτες πολιτικοί, αλλά και κάποιοι μετριοπαθείς συντηρητικοί με κοινωνικές ευαισθησίες. Τι συνέβη όμως;
Η Δυτική Ευρώπη αναστηλώθηκε με βάση τις οικονομικές θεωρίες του Κέινς, με άξονα ένα ενεργό, ρυθμιστικό και παρεμβατικό κράτος στην οικονομία και την κοινωνία. Υπήρχε ήδη άλλωστε το μοντέλο του Φραγκλίνου Ρούζβελτ που διαχειρίστηκε, με πρωταγωνιστή το κράτος, την κρίση του 1929. Στην Ευρώπη λοιπόν μεταπολεμικά, διαμορφώθηκε ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας. Κράτος, ιδιωτική πρωτοβουλία και εργατικά συνδικάτα άθροισαν τις δυνάμεις τους. Για δύο εικοσαετίες η ανάπτυξη ήταν 5%. Οι μισθοί αυξάνονταν σταθερά. Οι ανισότητες μειώνονταν εντυπωσιακά. Η ανεργία ήταν μόνο 2%. Πέρα όμως από την οικονομική πρόοδο, ήταν κυρίως η συνακόλουθη κοινωνική συνοχή που αναδείχθηκε ως το εφαλτήριο του θαύματος αυτού. Την κοινωνική συνοχή βεβαίως γκρέμισαν τα νεοφιλελεύθερα δόγματα. Και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.
Το τι κυριάρχησε από τη δεκαετία του 1980 και μετά, είχε τρία επίπεδα: Το πρώτο, καθώς οι καπιταλιστικές δημοκρατίες πιέστηκαν από το φαινόμενο του «στασιμοπληθωρισμού», ήταν να δοκιμαστεί κάποια άλλη οικονομική συνταγή. Το δεύτερο ήταν πως οι δύο ηγέτες που εξέπεμψαν επιτυχώς τα μηνύματα του νεοφιλελευθερισμού ήταν ο χαρισματικός Ρίγκαν και η δυναμική Θάτσερ. Το τρίτο επίπεδο, άκρως κρίσιμο, ήταν πως οι προοδευτικές ιδέες δέχτηκαν μια «μαχαιριά στην πλάτη» (stab in the back) από τρεις ιδιαίτερα χαρισματικούς ηγέτες που ανήκαν στον πολιτικό χώρο τους, τους: Μπιλ Κλίντον, Τόνι Μπλερ, Γκέρχαρντ Σρέντερ.
Ειδικά ο Μπλερ ήταν η επιτομή του απόλυτου αμοραλισμού, όπως έδειξε η εμπλοκή του στην ανομία της εισβολής στο Ιράκ. Και οι τρεις αυτοί πολιτικοί αξιοποίησαν την προοδευτική λάμψη τους για να προωθήσουν νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Ο Κλίντον μαζί με τη Χίλαρι και τον Ομπάμα άνοιξαν τον δρόμο στον Τραμπ. Ο Μπλερ με τον αμοραλισμό του ώθησε τους Εργατικούς σε μια διαδρομή ακραίου αριστερισμού με τον αυτοκαταστροφικό Κόρμπιν ως ηγέτη. Ενώ μετά τον Σρέντερ, το SPD έμεινε πολιτικά στην εντατική.
Και μετά ήρθε ο Ομπάμα. Ηταν η πεμπτουσία του σαγηνευτικού προοδευτικού φαίνεσθαι, πίσω από το οποίο ελλόχευε ένας κυνικός συντηρητισμός. Στην εξωτερική πολιτική ήταν συνεχιστής του ακραίου Μπους και της νεοσυντηρητικής του ομάδας και στην οικονομία συνεχιστής του Μπιλ Κλίντον. Η τραγωδία για τις προοδευτικές ιδέες ήταν ότι ανέλαβε την προεδρία στην κορύφωση της οικονομικής κρίσης το 2008. Το μόνο ευτύχημα ήταν πως η κρίση αυτή απαξίωσε τις νεοφιλελεύθερες ιδέες και κατέρριψε τον μύθο ότι οι αγορές αυτορρυθμίζονται και άρα πως οι κρατικές ρυθμίσεις είναι απαγορευτικές. Εκτοτε, ο όρος νεοφιλελεύθερος εξανεμίστηκε και οι οικονομολόγοι που πρόσκεινται στις ιδέες αυτές αυτοπαρουσιάζονται με τον όρο της «ορθοδοξίας».
Επιστρέφοντας στον Ομπάμα, αυτός και οι ορθόδοξοι οικονομολόγοι του απέφυγαν μια κεϊνσιανή συνταγή υψηλών δημόσιων δαπανών. Το αποτέλεσμα ήταν, όπως γράφει ο κορυφαίος αναλυτής της κρίσης του 2008 Adam Tooze, πως «η ανάκαμψη ήταν η πιο ανεμική εδώ και δεκαετίες». Ταυτόχρονα οι ανισότητες εκτινάχθηκαν. Οταν ισορρόπησε η κατάσταση, το 2013, διαπιστώθηκε ότι το 1% των πλουσίων αύξησε τα εισοδήματά του κατά 31,4%. Το υπόλοιπο του πληθυσμού ή έμεινε στάσιμο ή έχασε έδαφος! Ετσι το 2016, η εργατική τάξη έφερε τον Τραμπ στην εξουσία!
Τώρα οι προοδευτικές ιδέες, είτε με απαξιωμένους ηγέτες που τις εγκατέλειψαν είτε με ηγέτες-καρικατούρες που έφτασαν τις ιδέες αυτές στα άκρα (Κόρμπιν), βρίσκονται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Οι συγκυρίες τούς ευνοούν. Στη Γερμανία, άλλωστε, είναι πιθανό, έπειτα από δεκαετίες, οι Χριστιανοδημοκράτες να βρεθούν εκτός εξουσίας με κυρίαρχο έναν προοδευτικό συνασπισμό με ισχυρότερο κόμμα τους Πράσινους. Επίσης στη Βρετανία, ο νέος ηγέτης των Εργατικών, Στάρμερ, διαθέτοντας το κατάλληλο αφήγημα έχει ήδη καλύψει μια τεράστια εκλογική διαφορά από τους Συντηρητικούς. Ειδικά μετά την πανδημία, ο ρόλος του κράτους, τονίζουν σοβαροί αναλυτές (ανάμεσά τους και ο πρώην διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Βρετανίας Mark Carney), θα πρέπει να είναι εντονότερος. Να σημειωθεί ότι τώρα στη Βρετανία σημαντικές πλειοψηφίες ζητούν την επανακρατικοποίηση των οργανισμών που διαχειρίζονται τον ηλεκτρισμό, την ύδρευση και τους σιδηρόδρομους, που είχαν ιδιωτικοποιηθεί επί Θάτσερ!
Ο κεϊνσιανισμός, λοιπόν, που υπήρξε η Βίβλος της σοσιαλδημοκρατίας, επιστρέφει κυρίαρχος. Τον υιοθετεί με τις μεγάλες δαπάνες που ετοιμάζει ακόμη και ο Μπάιντεν στην Αμερική, αποστασιοποιούμενος από τον Ομπάμα. Ανάλογη τάση εκδηλώνει και ο Βρετανός υπουργός Οικονομικών που είναι βέρος συντηρητικός.
Η ουσία όλων των παραπάνω είναι η εξής: οι προκλήσεις για τις προοδευτικές ιδέες είναι ξεκάθαρες. Δεν νοείται ξανά να θυσιάσουν τις αρχές τους για να κερδίσουν πρόσκαιρα εκλογικές μάχες που αργότερα θα πληρώσουν ακριβά. Παράλληλα, αυτοκαταστροφική θα ήταν μια επιλογή υιοθέτησης δογμάτων ιδεολογικής «καθαρότητας» κλεισμένων σε κουτιά, με ημερομηνία λήξης περασμένων δεκαετιών. Ζητούμενο είναι, λοιπόν, ένα στρατηγικό αφήγημα που να είναι ταυτόχρονα ριζοσπαστικό, ρεαλιστικό και συνετό. Είναι κρίσιμο αυτό να βασίζεται σε αρχές προοδευτικές που ταυτόχρονα συνάδουν με τις άμεσες προκλήσεις των κοινωνιών. Οχι σε ιδεολογήματα «δωματίου».
Οι προοδευτικές ιδέες βρίσκονται λοιπόν μπροστά σε ένα κομβικό σταυροδρόμι. Περιθώρια λαθών δεν υπάρχουν. Οι κοινωνίες έχουν όντως ανάγκη από μια προοδευτική στροφή. Πάνω σε προοδευτικές ράγες. Με τους κατάλληλους μηχανοδηγούς.
*Επικοινωνιολόγος, πολιτικός αναλυτής και συγγραφέας πολλών βιβλίων. Το τελευταίο του είναι το: «Ανομος κόσμος: Πώς φθάσαμε στην εποχή Τραμπ», Καστανιώτης, 2019. Για όλα τα βιβλία του: johnloulis.gr.
Πηγή: ΕΦΣΥΝ