O Κωστής Χατζηδάκης παρουσίασε το νέο εργασιακό νομοσχέδιο, που παραδίδει το οκτάωρο στην βούληση των εργοδοτών και στις ατομικές συμβάσεις, ως προϊόν της «ανάγκης εκσυγχρονισμού της εργασιακής νομοθεσίας με έναν τρόπο που να δίνει ευκαιρίες, να κατοχυρώνει νέα δικαιώματα και να ωθεί την ανάπτυξη και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας». Και υπερασπίστηκε την «διευθέτηση» – δηλαδή την πλήρη ελαστικοποίηση – του χρόνου εργασίας ως «εξυπηρέτηση των εργαζομένων που θέλουν να δουλεύουν περισσότερο σε μία περίοδο του έτους και να έχουν μικρότερο ωράριο ή ημέρες άδειας την επόμενη»
Θα ήταν μια καλή τοποθέτηση εάν ζούσαμε στην δεκαετία του ’80. Τότε που η Θάτσερ δίδασκε νεοφιλελευθερισμό κόβοντας το δωρεάν γάλα των μαθητών στα σχολεία και διαλύοντας τα συνδικάτα. Και που ο Ρίγκαν εφάρμοζε laissez faire καπιταλισμό εκμηδενίζοντας την φορολόγηση του πλούτου και διακηρύσσοντας ότι «το κράτος δεν είναι η λύση του προβλήματος, είναι το ίδιο το πρόβλημα».
Ζούμε όμως στα χρόνια της μεγάλης πανδημίας και στην εποχή του Μπάιντεν. Που μοιράζει χρήμα από το ελικόπτερο, αυξάνει τον κατώτατο μισθό κατά 37%, λέει ότι την Αμερική «δεν την έχτισε η Wall Street αλλά η μεσαία τάξη και τα συνδικάτα», και κόβει τσεκ 1.400 δολαρίων τον μήνα σε ανέργους και μονογονοεϊκές οικογένειες.
Για τους ορθόδοξους φιλελεύθερους μοιάζει κάτι σαν τα ύστερα του κόσμου – σαν να μπήκαν νύχτα οι… συριζαίοι στον Λευκό Οίκο. «Η πορεία προς τα αριστερά είναι το πιο εντυπωσιακό, έως τώρα, χαρακτηριστικό της κυβέρνησης Μπάιντεν» έγραψε η Washington Post. Για να προσθέσει ότι ο αμερικανός πρόεδρος «που αυτοπροσδιορίζεται ως μετριοπαθής» – «κεντρώος» στα καθ’ ημάς – εφαρμόζει πολιτικές που ίσως δεν θα τις τολμούσαν ούτε ο Μπέρνι Σάντερς και η Ελίζαμπεθ Ουώρρεν.
Μια πρώτη απάντηση για το πως… αλώθηκε εκ των έσω η μήτρα του καπιταλισμού, δίνει ο Guardian. Λέει ότι μετά την λαίλαπα λαϊκισμού του Τραμπ η στροφή προς την καθαρή σοσιαλδημοκρατία ήταν ο μόνος δρόμος για τον Μπάιντεν προκειμένου να προλάβει την ριζοσπαστικοποίηση του Δημοκρατικού Κόμματος – να προλάβει την γέννηση ενός αριστερού τραμπισμού. Και λέει, επίσης, πως ο αμερικανός πρόεδρος εφαρμόζει ένα πρόγραμμα που σχεδίασαν και υπηρετούν οι millennials: Οι εκπρόσωποi «της γενιάς εκείνης που μεγάλωσε στην δεύτερη Μεγάλη Υφεση, έζησε στο πετσί της τις βαθιές ανισότητες και δεν γνώρισε τα προνόμια της ευμάρειας των baby boomers και την generation X».
Μια δεύτερη προσέγγιση κάνουν οι Financial Times. Γράφουν ότι μόνον «ένας μετριοπαθής πολιτικός μπορεί να εφαρμόσει πραγματική αριστερή πολιτική» – μπορεί να τολμήσει χωρίς να φοβίσει.
«Ο Κένεντι και ο Ομπάμα», γράφουν, «είχαν την νεότητα και το χάρισμα. Ηταν οι προφανείς φορείς της αλλαγής. Αυτό το προφανές όμως ήταν και το μειονέκτημά τους – η χώρα ήταν διστακτική απέναντί τους. Εκείνοι μπορούσαν να εμπνεύσουν αλλά ο Μπάιντεν κάνει κάτι πολύ πιο χρήσιμο. Μπορεί να αφοπλίσει. Κανείς δεν περιμένει τόλμη από την κυβέρνησή του, κι αυτός είναι ο πιο ασφαλής δρόμος για να γίνει τολμηρός».
Πέραν αυτών ο Τζο Μπάιντεν κάνει κάτι ακόμη. Βλέπει λίγο πιο μπροστά απ΄ όσο μπορούν να δουν ο χαρισματικός Μακρόν και η «σιδηρά» Μέρκελ.
Αντιμέτωπος με έναν βαθιά διχασμένο λαό στο εσωτερικό, γνωρίζει ότι η αποκατάσταση της κοινωνικής συνοχής είναι η μόνη διέξοδος. Αντιγράφει την ιστορία και ξαναγράφει το New Deal, πριν η ιστορία τον εκδικηθεί με την επιστροφή του λαϊκισμού και του μεγάλου εθνικισμού.
Αντιμέτωπος με μια σαρωτική πανδημία σε όλον τον πλανήτη, γνωρίζει επίσης ότι για να κρατήσει την Αμερική υπερδύναμη πρέπει να κρατήσει όρθιες και τις αγορές στις οποίες απευθύνεται. Δεν ζητάει άρση της πατέντας στα εμβόλια από άδολο αλτρουισμό για τον αναπτυσσόμενο κόσμο – το ζητάει γιατί οι ΗΠΑ έχουν συμφέρον να μην γονατίσει η Ινδία, η Ασία και η Νότια Αφρική. Και για να μην αφήσει την Κίνα να κάνει παιχνίδι μόνη της μοιράζοντας εμβόλια sinovac στον μισό πλανήτη.
Δεν είναι κομμουνιστής, είναι απλώς ρεαλιστής. Το πρώτο ερώτημα είναι εάν σ’ αυτόν τον ρεαλισμό θα τον ακολουθήσει και η, μονίμως ασθμαίνουσα, Ευρώπη.
Το δεύτερο είναι εάν η εμβέλεια του στοιχήματος έχει γίνει αντιληπτή από την εγχώρια φιλελεύθερη ηγεσία. Η οποία, την ώρα που αναθεωρείται ο παγκόσμιος καπιταλισμός, επιδίδεται σε ασκήσεις ιδεολογικής αντεπανάστασης. Με την διάλυση των εργασιακών σχέσεων και με βίαιη εισοδηματική αναδιανομή από κάτω προς τα πάνω. Και με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αντίδραση των «κάτω»…