Από τις αρχές του μήνα ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα για τη πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας αφορά το νομοσχέδιο που περνάει το Υπουργείο Δικαιοσύνης και ο Κώστας Τσιάρας με θέμα την συνεπιμέλεια.
Η συγκεκριμένη κίνηση της Κυβέρνησης έχει σηκώσει θύελλα αντιδράσεων και αυτό είναι λογικό, αν συνδυαστεί το γεγονός πως σύσσωμη η Αντιπολίτευση, αλλά και βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας αντιδρούν αρνητικά.
Για να βάλουμε τα πράγματα σε μία σειρά από την πλευρά του το Υπουργείο αναπτύσσει τη λογική, ότι μέσα από το νομοσχέδιο που κατέθεσε στη Βουλή όπου και θα συζητηθεί στην Ολομέλεια την Τετάρτη (19/5), προχωράει σε ακόμα μεγαλύτερη μη διάκριση των δύο γονέων ενός παιδιού μετά το διαζύγιο τους, αλλά και στο τεκμήριο του 1/3 που αφορά το κάθε πότε θα βλέπει ο γονέας που δεν διαθέτει την επιμέλεια του τέκνου, αλλά και το χρονικό διάστημα διαμονής του τέκνου μαζί του.
Βέβαια εδώ να τονιστεί πως το 1/3 μέσα στο νομοσχέδιο είναι αυθαίρετη έννοια και δεν αναφέρει αν πρόκειται για 1/3 εβδομάδας, μήνα ή έτους, κάτι που έφερε έντονες διαμαρτυρίες από όλα τα κόμματα.
Παράλληλα με το νομοσχέδιο του ο κύριος Τσιάρας θεωρεί ότι καθιερώνει και την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας, ενώ η μέθοδος επίλυσης των διαφορών των δύο γονέων θα γίνεται ακόμα και με διαμεσολαβητή και το δικαστήριο θα αποτελεί την πιο… ακραία λύση του προβλήματος.
Αυτά τα στοιχεία είναι τα βασικά που αναδεικνύει η Κυβέρνηση και ο κύριος Υπουργός για το νέο νόμο που καταθέτουν, όμως αν κοιτάξει κανείς την άλλη πλευρά θα δει ότι υπάρχουν πολλές “γκρίζες ζώνες”.
Μία από τις βασικές διαφωνίες στο νομοσχέδιο της συνεπιμέλειας είναι το γεγονός πως αναφέρεται η από κοινού και εξίσου άσκηση της γονικής μέριμνας κάτι που όπως κατανοεί ο καθένας είναι ιδιαίτερα δύσκολο, αφού ούτε καν κατά τη διάρκεια του γάμου ισχύει η συγκεκριμένη νομική φράση για τους δύο παντρεμένους γονείς.
Επίσης μεγάλη συζήτηση προκάλεσε και το περιβόητο 1/3 καθώς όλη η Αντιπολίτευση διαφώνησε κάθετα και αυτό είναι και εύλογο, αφού οι δικαστές και οι διαμεσολαβητές θα πρέπει να ελέγχουν ακόμα και τις ώρες διαμονής του παιδιού με τον γονέα, ενώ ανέφικτη και ουσιαστικά ανεφάρμοστη είναι και η καθημερινή λογοδοσία του γονέα που μένει μαζί με το τέκνο στον άλλο γονέα, αφού μπαίνουμε στα χωράφια της προσωπικής ζωής του καθενός.
Τέλος εξίσου αρνητικές ήταν και οι αντιδράσεις για το άρθρο που αφορά την κακή άσκηση γονικής μέριμνας και κυρίως για τις προϋποθέσεις των οριστικών δικαστικών αποφάσεων, καθώς όπως αναφέρουν τα κόμματα της Αντιπολίτευσης τα φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας που υπάρχουν δεν θα δίνουν περαιτέρω λύσεις στα θύματα (μητέρες ή τέκνα).
Το πιο εντυπωσιακό πάντως από όλες αυτές τις ημέρες συζήτησης του νομοσχεδίου ήταν η αντίδραση που προέκυψε από το εσωτερικό του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας και από δύο βουλευτίνες οι οποίες έχουν αφήσει το δικό τους στίγμα στη συντηρητική παράταξη και ο λόγος για την Μαριέττα Γιαννάκου και την Όλγα Κεφαλογιάννη.
Και οι δύο αντέδρασαν αρκετά αιχμηρά στο νομοσχέδιο και συγκεκριμένα σε 10 άρθρα του τα οποία απαίτησαν στη Βουλή από τον Κώστα Τσιάρα να διαφοροποιηθούν για να συνεχιστεί η συζήτηση και να ψηφίσουν θετικά.
Μάλιστα η κυρία Γιαννάκου άφησε και αιχμές ενάντια στον Υπουργό λέγοντας χαρακτηριστικά: “Είδαμε απίθανες οργανώσεις π.χ. τους “ενεργούς μπαμπάδες” και τρομερές διαφημίσεις υπέρ του νομοσχεδίου που σημαίνει χρήμα πολύ.Τόσο πολύ αγαπούν τα παιδιά τους που δεν μπορούν να συντάξουν μια επιστολή ή μήπως είναι ένα γραφείο που διαθέτει και το χρήμα και στέλνει όλα αυτά με ψευδή ονοματολογία. Οι καθαυτό επιστημονικοί φορείς που ήρθαν, ήταν αντικειμενικοί και έκαναν τις ίδιες παρατηρήσεις που κάναμε και εμείς. Αντίθετα, οι λιγότεροι φορείς που επικροτούν το νομοσχέδιο έκαναν παρατηρήσεις που δεν είχαν σχέση με το πραγματικό συμφέρον του παιδιού. Οι φορείς είναι ενθουσιασμένοι. Φοβάμαι ότι το σχέδιο νόμου θα δημιουργήσει περισσότερες δικαστικές προσφυγές και περισσότερα προβλήματα μεταξύ των γονέων”.
Ακόμα μία ιδιαίτερα έντονη τοποθέτηση κατακεραυνώνοντας το νομοσχέδιο της Κυβέρνησης έκανε και ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Σπύρος Λάππας μιλώντας “Στο Κόκκινο 105,5” και τονίζοντας ότι: “Μέχρι τώρα το συμφέρον του παιδιού είχε αναχθεί σε βασικό πυλώνα της πυραμίδας των δικαιωμάτων του Οικογενειακού Δικαίου και αυτό κατηύθυνε και τις αποφάσεις αλλά και τη βούληση του εφαρμοστή του δικαίου, υποτάσσοντας τις ανάγκες, τις επιδιώξεις και τις σχέσεις των γονέων απέναντι στο συμφέρον του παιδιού.
Το νομοσχέδιο που εισάγεται σήμερα ερήμην της νομικής κοινότητας και των γυναικείων οργανώσεων είναι καταστρεπτικό για τους πυλώνες του Οικογενειακού Δικαίου καθώς λέει ότι το συμφέρον του παιδιού θα εξαρτάται εν πολλοίς από τη σχέση, τις επιδιώξεις και τις επιθυμίες των γονέων. Πρόκειται για μετατόπιση του κέντρου φιλοσοφίας του Οικογενειακού Δικαίου και αυτό βρίσκει αντίθετη τη νομική κοινότητα”.
Οι αντιδράσεις όπως αποδεικνύεται από τα κόμματα είναι έντονες, αλλά αυτή τη στιγμή γύρω από έναν νομοσχέδιο που αφορά γονείς και παιδιά δεν έχουμε ακούσει τίποτα από τους πρωταγωνιστές. Και ειδικά η πλευρά των γονέων θα έπρεπε να έχει κληθεί από τη Κυβέρνηση να τοποθετηθεί και να πει και τη δική της γνώμη.
Εδώ επιτρέψτε μου παράλληλα μία μικρή προσωπική αναφορά, καθώς όπως πολλοί άνθρωποι έτσι και εγώ έζησα σε μία οικογένεια της οποία οι δύο γονείς χώρισαν όσο βρισκόμουν σε νεαρή ηλικία. Ανεξάρτητα από νόμους και συνθήκες πάντα οι γονείς είτε είναι μαζί είτε όχι οφείλουν να βάζουν πάντα ως κύριο μέλημα τους το καλό του παιδιού τους και σε αυτό δεν μπορεί να επέμβει καμία Κυβέρνηση με κανέναν τρόπο.
Το μόνο σίγουρο είναι πως με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο Τσιάρα για τη συνεπιμέλεια που ψηφίζει η Κυβέρνηση Μητσοτάκη φέρνει σε νέες αβέβαιες βάσεις την ζωή των διαζευγμένων γονέων με τα παιδιά τους και μεταξύ τους και δεν διασφαλίζει κάτι περισσότερο για τις δύσκολες περιπτώσεις.
Άλλωστε το πόσο θα βλέπει ή θα μπορεί να βλέπει ένας γονέας το παιδί του ή να μένει μαζί του δεν μπορεί να το ορίσει κάποιος δικαστής ή διαμεσολαβητής.
(Μία προσωπική μαρτυρία: Εγώ όπως και πολλοί άλλοι τυχεροί σε τέτοιες περιπτώσεις χωρισμένων με παιδί όποτε ήθελα έβλεπα τον κάθε γονιό μου και έμενα με όποιο επιθυμούσα και αυτό δεν έχει τη δυνατότητα να το επιβάλλει ή να το απαγορέψει ο οποιοσδήποτε)
Και κάτι τελευταίο: η Κυβέρνηση για ακόμα ένα πολύ σημαντικό ζήτημα που αυτή τη φορά απασχολεί την οικογένεια, επιλέγει τη μετωπική σύγκρουση κάνοντας στην άκρη ακόμα και δικά της πολύτιμα στελέχη.
Όσο πιο πολύ βαράει κάποιος τη μπουνιά στο μαχαίρι τόσο περισσότερο πονάει και ματώνει και αν η Κυβέρνηση Μητσοτάκη συνεχίζει να μην επουλώνει τις πληγές της, τόσο θα πλησιάζει αυτό που κανείς στη Νέα Δημοκρατία και στο Μαξίμου δεν θέλει να σκέφτεται…