Οι πληροφορίες αναφέρουν πως το επόμενο χρονικό διάστημα (μην με ρωτήσετε πόσο θα είναι αυτό- ο χρόνος “τρέχει” ενίοτε με ρυθμούς…Βιλαμπάχο στην Κουμουνδούρου) ο Αλέξης Τσίπρας θα παρουσιάσει ένα φιλόδοξο “καστ” νεότερων στελεχών από τις επιστήμες, την αγορά και εν γένει την “τεχνοκρατία”, ακολουθώντας το “υπόδειγμα” -αν και αυτό δεν λέγεται- του Κυριάκου Μητσοτάκη μετά την ανάληψη της ηγεσίας της Ν.Δ.
Στις τρεις τελευταίες διαδικτυακές εκδηλώσεις του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ (Υγεία, Διαγραφή Χρεών Πανδημίας/Διάσωση Μεσαίας Τάξης, Ταμείο Ανάκαμψης) ο πρόεδρος του κόμματος πλαισιώθηκε, είναι αλήθεια, από πρόσωπα με ενδιαφέρουσες απόψεις και τεχνοκρατική επάρκεια που δεν είχαμε ξαναδεί στο αποστειρωμένο κομματικό περιβάλλον. Σε δύο μόνο εκδηλώσεις (για τους νέους επιστήμονες και την αντιστροφή του Brain Drain) που έχουν προγραμματισθεί θα συμμετάσχουν νέα πρόσωπα, όπως η αντιπρύτανης του πανεπιστημίου Θεσσαλίας Ιωάννα Λαλιώτη, ο αντιπρύτανης του πανεπιστημίου Ιωαννίνων Σπύρος Γεωργάτος, η Καλλιόπη Δαούρα από το ΕΚΠΑ, η Δέσποινα Σίνου από το Πανεπιστήμιο Παρισιού και αρκετοί ακόμα.
Το επιτελείο Τσίπρα έχει αρχίσει να ιχνηλατεί την αγορά, τα ελληνικά και ξένα πανεπιστήμια, ακόμα και μεγάλες εταιρείες και φορείς στην Εσπερία με σκοπό να συγκροτήσει ένα κράμα στελεχών που θα έχουν σχέση με την διεθνή πραγματικότητα και τα νέα ρεύματα αλλά, ταυτόχρονα, θα είναι εκπαιδευμένα στην εξειδίκευση και την εφαρμογή πολιτικών. Άργησε είναι αλήθεια να κάνει κάτι τέτοιο ο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα, δε, και τώρα που δείχνει να αντιλαμβάνεται τα βασικά, τα βήματα παραμένουν νωθρά. Όμως, ακόμα κι αυτό συνιστά καινοτομία για ένα πολιτικό υποκείμενο που έχει συνηθίσει να λειτουργεί με κινηματική λογική και οπαδούς της θεωρίας.
Όλα αυτά, όπως αναφέρουν οι ίδιες πληροφορίες, εκκινούν από μία νέα αντίληψη που διατρέχει τα ηγετικά κλιμάκια της Κουμουνδούρου και συνιστά βασικό κορμό της χειραφέτησης του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα. Η αντίληψη εδράζεται στο ότι ο ριζοσπαστισμός είναι μεν αναγκαίος ως μηχανισμός εγρήγορσης και στοιχείο σύμφυτο με την αριστερά, οι νεότερες ηλικίες, ωστόσο, απαιτούν νέες απαντήσεις στα σύγχρονα προβλήματα από νέα πολιτική εκπροσώπηση. Δεν κινητοποιούνται από τον θυμό ή την οργή (στοιχείο που πυροδότησε την κινηματική/ριζοσπαστική λογική του ΣΥΡΙΖΑ πριν το 2015) αλλά επιζητούν λύσεις που θα βελτιώνουν την ζωή τους.
Οι δημοσκοπήσεις παίζουν, αναμφίβολα, τον ρόλο τους. Όσο κι αν η μεγάλη διαφορά μεταξύ της Ν.Δ και του ΣΥΡΙΖΑ που αποτυπώνεται σε αυτές αμφισβητείται από κύκλους της αξιωματικής αντιπολίτευσης, είναι βέβαιο πως η “κυβερνησιμότητα” του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης πάσχει και, ως εκ τούτου, προβληματίζει.
Η ηγεσία έχει αντιληφθεί πως το επόμενο διάστημα (μετά την πανδημία) δεν θα επικρατήσει “εικόνα καταστροφής”, όπως αρχικά είχαν πιστέψει ορισμένοι. Ακόμα και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος ομολόγησε προ ημερών πως θα υπάρξουν σημαντικοί αναπτυξιακοί ρυθμοί το 2022.
Βεβαίως, πολλά θα κριθούν από τους νέους ευρωπαϊκούς συσχετισμούς, ιδιαίτερα εκείνους που θα προκύψουν από τις γερμανικές εκλογές. Όμως, στο δίλημμα Λάσετ ή Μπέρμποκ, για παράδειγμα, θεωρείται αυτονόητο πως θα παρέμβουν οι γνωστοί μηχανισμοί διαμόρφωσης της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής (ΕΚΤ, τράπεζες, κ.ά) ώστε να μην επιτραπεί η επί μακρόν δημοσιονομική χαλάρωση. Ακόμα και τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης θα συνδεθούν με μεταρρυθμίσεις ή και με “αστερίσκους” που θα παραπέμπουν σε μνημονιακές πολιτικές, όπως περιέγραψε προειδοποιητικά σε συνέντευξή του στο libre και ο Νίκος Βούτσης.
Πρακτικά αυτό σημαίνει πως δεν είναι ατελείωτη η δεξαμενή των επιδοματικών πολιτικών και κάθε μελλοντική κυβέρνηση θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπ όψιν της την ανάγκη στοχευμένων ενεργειών για την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, τις μεταρρυθμίσεις και την μείωση του κόστους του ίδιου του κράτους. Αυτό είναι ένα πεδίο στο οποίο η προηγούμενη κυβέρνηση (ΣΥΡΙΖΑ) ασκήθηκε -αλλού επιτυχώς, αλλού όχι- υπό την δαμόκλειο σπάθη του 3ου μνημονίου, τυχόν επιστροφή στην διακυβέρνηση, ωστόσο, δεν σημαίνει πως θα επιτρέψει άνετες πολιτικές.
Η επαναδραστηριοποίηση του Γιώργου Σταθάκη μέσω του προγράμματος για το Ταμείου Ανάκαμψης που παρουσιάστηκε προ ημερών, η επανεμφάνιση του Γιώργου Χουλιαράκη, ακόμα και η παρουσία Τσακαλώτου, δημιουργούν την αίσθηση πως αναλαμβάνουν ρόλο οι τεχνοκράτες. Η ομάδα αυτή αναμένεται να ενισχυθεί προσεχώς με νέα στελέχη αυτής της πολιτικής κατεύθυνσης, μαζί, φυσικά, με παλαιότερα στελέχη που, όμως, διαθέτουν έξωθεν καλή (και κυβερνητική) μαρτυρία, όπως η Έφη Αχτσιόγλου και ο Αλέξης Χαρίτσης.
Σκοπός είναι η προσέγγιση των νεότερων ηλικιών (18-35) και του πιο παραγωγικού πληθυσμού της χώρας και η σταδιακή απαγκίστρωση ( επ΄ ουδενί, όμως, εγκατάλλειψη) από πολιτικές “μονοκαλλιέργειες” που εστίαζαν στο Δημόσιο και τους συνταξιούχους. Δεν αφορούν όλα αυτά μόνο μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού του ΣΥΡΙΖΑ και προσαρμογής στα νέα ευρωπαϊκά δεδομένα αλλά και μια εκλογική στόχευση στα συγκεκριμένα κοινά που είναι πιο δεκτικά στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ο ίδιος ο Τσίπρας διάθετει ένα “διπλό” χάρισμα που, όμως, δεν αρκεί. Μπορεί να μιλά με άνεση τόσο στον απλό κόσμο, όσο και στα ευρωπαϊκά fora, ενώ από την άλλη κατορθώνει να ισορροπήσει και να συγκεράσει την αθεράπευτη και συχνά αντιφατική φλυαρία του εσωστρεφούς κομματικού μηχανισμού. Το δεύτερο, όμως, τον κρατά όμηρο μιας άγονης διαδικασίας και κάνει τα αντανακλαστικά του αργά και βαριά.
Επίσης, φαίνεται πως στην Κουμουνδούρου έχουν καταλήξει πως η κυβέρνηση μάλλον δεν θα προσφύγει σε πρόωρες εκλογές, οπότε αποκτούν -εκτός απροόπτου- ένα “παράθυρο χρόνου” για να υλοποιήσουν αυτή την στροφή προς τον ρεαλισμό. Αφενός να συγκροτηθεί μια νέα “ομάδα διακυβέρνησης” (στενής αλλά και ευρύτερης που να αφορά τα μελλοντικά στελέχη του κρατικού μηχανισμού) που θα παραταχθεί στον εκλογικό χρόνο, αφετέρου να αναζητηθούν συμμαχίες.
Ακόμα κι αν συρρικνωθεί η δημοσκοπική διαφορά από τη Ν.Δ, οι ψύχραιμοι στον ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζουν πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει σαφές προβάδισμα και την δυνατότητα να κερδίσει τις επόμενες εκλογές. Επειδή παρεμβάλλεται η παράμετρος της απλής αναλογικής το τοπίο αλλάζει, όμως αυτό δεν είναι πανάκεια. Εκτός από νέα ομάδα που να μην παραπέμπει στην προηγούμενη διακυβέρνηση, ο Αλέξης Τσίπρας πρέπει να πείσει πως διαθέτει την δυνατότητα να συνάψει πολιτικές συμμαχίες. Πρόκειται για μια λεπτή ισορροπία που πρέπει να κοιτάζει και προς τα αριστερά (λιγότερο), αλλά και προς την κεντροαριστερά και το κέντρο (περισσότερο). Όπου δεν διαθέτει προσβάσεις (συνδικάτα, τοπική αυτοδιοίκηση κλπ.), είτε πρέπει να τις εφεύρει προβάλλοντας νέα στελέχη με ευρύτερη απήχηση, είτε να τις δανειστεί από το “εκπαιδευμένο” παλαιό πολιτικό σύστημα (ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ). Δύσκολη άσκηση που προϋποθέτει αποκατάσταση διαύλων ειλικρινούς επικοινωνίας και υποχώρηση από εμμονές περί “καθαρότητας”.
Τελευταία παρατήρηση: Η επικοινωνία του ΣΥΡΙΖΑ και η σχέση του με τα ΜΜΕ είναι από προβληματική έως υπονομευτική των πρωτοβουλιών του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα. Οι επικοινωνιολόγοι, οι εκπρόσωποι Τύπου και τα γραφεία Τύπου δεν είναι παραγωγοί ανακοινώσεων που βρίθουν από επαναλαμβανόμενες (έξυπνες ή μη) ατάκες –αυτό μπορεί να το κάνει οιοσδήποτε. Οφείλουν να παράγουν πολιτικές επικοινωνίας και να ανοίγουν κλειστές ή μισάνοιχτες πόρτες ώστε να προβάλλονται οι πολιτικές –εφόσον δεχτούμε πως υπάρχουν και είναι επαρκείς.
Πρόσφατα χαιρετίστηκε από αρκετούς η συμμετοχή στο γραφείο Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ ενός (!!!) επαγγελματία δημοσιογράφου. Στο παιχνίδι μπήκαν κανα δυο ακόμα. Αποδεικνύεται πως αυτό δεν αρκεί και κάποιοι δεν παίρνουν μαθήματα από την δουλειά που έκανε τόσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης μετά το 2016, όσο και από την “τεχνογνωσία” του παλαιότερου ΠΑΣΟΚ αλλά και του σημερινού μικρού ΚΙΝΑΛ. Για να επικοινωνείς τις πολιτικές σου στα μίντια, για παράδειγμα, πρέπει να μιλάς μαζί τους. Με όλους, και όχι μόνο με τους δημοσιογράφους των κομματικών ΜΜΕ. Ακόμα και με εκείνους που σου επιτίθενται. Βασικά πράγματα και αυτονόητα αλλά τόσο ξένα με την συριζαϊκή κουλτούρα..
Η φωτογραφία επάνω είναι του Andrea Bonneti που ήταν ο προσωπικός φωτογράφος του Αλέξη Τσίπρα κατά την διάρκεια της πρωθυπουργίας του…