«Είτε το έθνος θα εξαφανίσει την υπερχρέωση της χώρας είτε η υπερχρέωση θα αφανίσει το έθνος… Οικονομική υποβάθμιση σημαίνει και εθνική υποβάθμιση». Με αυτά τα λόγια, ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου περιέγραψε τη δεινή οικονομική κατάσταση της χώρας, στα τέλη του 1993, αναγνωρίζοντας παράλληλα τόσο τις ευθύνες της διακυβέρνησης ΠΑΣΟΚ (1981-1985,1985-1989) στη διόγκωση του χρέους, όσο και εκείνες της διακυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη (1990-1993).
Ούτε όμως και τότε, όπως και το 1985, σκέφτηκε να προσφύγει στο ΔΝΤ για να στηρίξει τις δανειακές ανάγκες της χώρας. Ο Παπανδρέου γνώριζε ότι η χρηματοδότηση από το Ταμείο συνεπαγόταν όχι μόνο την απώλεια του οικονομικού ελέγχου της χώρας, αλλά και την άκρατη φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας. Η μετέπειτα εξέλιξη του δημόσιου χρέους μέχρι τις μέρες μας δικαίωσε τον Ανδρέα Παπανδρέου, καθώς ο βραχνάς του δημόσιου χρέους οδήγησε την Ελλάδα, όπως σωστά είχε προβλέψει, μετά το 2009 σε οικονομική και εθνική υποβάθμιση, αφού οι πιεστικές δανειακές ανάγκες της χώρας περιόρισαν αισθητά τόσο την οικονομική ανεξαρτησία της, όσο και την ικανότητά της να διαπραγματεύεται επί ίσοις όροις. Ό,τι απέφυγε ο ελληνικός λαός το 1985 και το 1993, λόγω των ιστορικά σωστών αποφάσεων του Ανδρέα Παπανδρέου, το βιώνουμε τα τελευταία χρόνια (2009-2020) ένεκα κάκιστων χειρισμών, απόρροια ενός πολιτικού καιροσκοπισμού.
Τα παραπάνω αποτελούν αποσπάσματα από το νέο, εξαιρετικό, βιβλίο των βιβλίο των Παναγιώτη Ρουμελιώτη, Ομότιμου καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου και Βασίλη Κολλάρου, Δρ. Ιστορίας, με τίτλο «Από την Ελλάδα της Αλλαγής στην Ελλάδα της Παρακμής», από τις εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη (2021), το οποίο αποτελεί, εκτός των άλλων, και μια επικαιροποίηση της πολιτικής σκέψης του ιδρυτή και αρχηγού του ΠΑΣΟΚ, Ανδρέα Παπανδρέου.
Η επιλογή του τίτλου του βιβλίου, αντικατοπτρίζει το πέρασμα από την Ελλάδα του Ανδρέα Παπανδρέου (στη δεκαετία του 1980) στην Ελλάδα της τελευταίας δεκαετίας (2009-2020). Μέσα από τις γραμμές του βιβλίου, γίνεται προσπάθεια να κατανοηθούν καλύτερα οι λόγοι της βαθμιαίας υποβάθμισης, δηλαδή παρακμής, της πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος της χώρας τα τελευταία δέκα χρόνια.
Οι δυο συγγραφείς τονίζουν ιδιαίτερα το γεγονός ότι σημαντικά προβλήματα της τρέχουσας πολιτικής και οικονομικής επικαιρότητας, όπως το δημόσιο χρέος και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις παραμένουν αναλλοίωτα, και παράλληλα άλυτα, από την εποχή της διακυβέρνησης της χώρας από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ωστόσο, ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ τα προσέγγιζε με εντελώς διαφορετικό τρόπο από ότι οι επόμενες, μετά από αυτόν, πολιτικές ηγεσίες. Επίσης, ο Παπανδρέου, προς το τέλος της ζωής του, υπήρξε εξαιρετικά προφητικός για τις εξελίξεις που θα ακολουθούσαν τα επόμενα χρόνια σε θέματα όπως οι σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ.
Για παράδειγμα, οι Ρουμελιώτης και Κολλάρος υπογραμμίζουν ότι ο Παπανδρέου, από την αρχή της πολιτικής του πορείας μέχρι το τέλος της ζωής του, θεωρούσε την Τουρκία την πρώτη και ύψιστη απειλή για την εθνική ακεραιότητα της χώρας μας. Δεν έτρεφε αυταπάτες για τους πραγματικούς σκοπούς της τουρκικής επιθετικότητας, τόσο πριν όσο και μετά το Νταβός.
Ο ίδιος, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, δήλωσε σχετικά με την ελληνοτουρκική προσέγγιση του 1988 ότι «το Νταβός είχε μια θετική κατάληξη: Μάθαμε πάρα πολύ καλά όλοι μας ότι όταν οι Τούρκοι προτείνουν διάλογο, μιλάνε μόνο για το τι έχεις να δώσεις», τονίζοντας ακόμα ότι υπήρχε ύψιστη ανάγκη για την εφαρμογή μιας εθνικής στρατηγικής στα ζητήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Μήπως, λοιπόν, τα λόγια του αποτελούν οδηγό για τη σημερινή επιμονή της Τουρκίας να σύρει την Ελλάδα σε έναν ετεροβαρή διάλογο, χωρίς κανένα κέρδος για τη χώρα μας;
Σχετικά με το τελευταίο ερώτημα, μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ότι άλλα τα δεδομένα των ελληνοτουρκικών σχέσεων στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και άλλα σήμερα (2021). Ωστόσο, η βαθύτερη ουσία των διμερών σχέσεων παραμένει η ίδια και δεν είναι άλλη από την αμφισβήτηση των πάντων από πλευράς Τουρκίας. Όπως ανέφερε ο Α. Παπανδρέου στα μέσα του 1991: «Είναι σαφές ότι αμφισβητούν τα πάντα. Αμφισβητούν ακόμα και τα Δωδεκάνησα. Αμφισβητούν τον εναέριο χώρο μας, χωρίς να έχουν το δικαίωμα. Αμφισβητούν τα χωρικά μας ύδατα, όχι ενεργά, αλλά σε περίπτωση που τα επεκτείνουμε. Αμφισβητούν τον εξοπλισμό ορισμένων νησιών μας. Αμφισβητούν το καθεστώς της Δυτικής Θράκης». Ενώ δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει ότι «Δεν πρέπει ποτέ να δεχτούμε οποιοδήποτε κατάλογο εκκρεμοτήτων και διάλογο πάνω σε εκκρεμότητες… πέραν μίας: Οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου. Το μόνο υπαρκτό πρόβλημα».
Τι άλλαξε, λοιπόν, ώστε να καθίστανται αναχρονιστικές οι απόψεις-προτάσεις πολιτικής του Παπανδρέου για τις σχέσεις μας με την Τουρκία; Επί της ουσίας, δεν έχει αλλάξει τίποτα. Η Τουρκία εξακολουθεί να επιδιώκει διάλογο με την Ελλάδα, όχι στη βάση του Διεθνούς Δικαίου, αλλά στη βάση του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ των δύο κρατών, γεγονός που στην παρούσα φάση δεν ευνοεί καθόλου τη χώρα μας, δεδομένης της οικονομικής της αδυναμίας μετά από μια δεκαετία συνεχιζόμενης οικονομικής υποβάθμισης.
Οι δυο συγγραφείς στο νέο βιβλίο τους αναφέρονται και στο γεγονός ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου χειρίστηκε σε δυναμικότητα και τόλμη, και χωρίς φοβικά σύνδρομα, όχι μόνο τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και τις σχέσεις Ελλάδας-ΝΑΤΟ και Ελλάδας-ΕΕ. Όσον αφορά τη στάση της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας έναντι της τουρκικής προκλητικότητας στο Αιγαίο, και τελευταία στην Ανατολική Μεσόγειο, συνεχίζει την πάγια ουδέτερη στάση της, επιβεβαιώνοντας περίτρανα τα λόγια του Παπανδρέου ότι «Δυστυχώς, ούτε το ΝΑΤΟ ούτε η Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση είναι σε θέση πράγματι να εγγυηθούν τα σύνορά μας… το ΝΑΤΟ δεν πρόκειται να προστατεύσει την Ελλάδα εάν υπάρξει επίθεση από μέλος της Συμμαχίας… Με άλλα λόγια, θα πρέπει να στηριζόμαστε στις δικές μας κατ’ εξοχήν δυνάμεις».
Η «γραμμή» του Ανδρέου Παπανδρέου στα εθνικά ζητήματα, θα πρέπει να αποτελεί οδηγό για τον χειρισμό της σημερινής πολιτικής κατάστασης, καθώς, εκτός του γεγονότος ότι τα προβλήματα παραμένουν σχεδόν τα ίδια, είναι η «γραμμή» που διασφαλίζει τα εθνικά δίκαια και δεν αφήνει στον εκάστοτε διεκδικητή περιθώρια «ψευδεπίγραφης διαπραγμάτευσης».
Για τις σχέσεις Ελλάδας-ΕΕ, που σήμερα μαστίζονται από έλλειψη ισοτιμίας, μετά την υπαγωγή της χώρας στα μνημόνια, ο Παπανδρέου προέβλεψε με μεγάλη ακρίβεια την κατεύθυνση που πήρε το εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, ως προς τη στάση ορισμένων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πίστευε ότι «η ενίσχυση του ρόλου της Γερμανίας θα έπρεπε να συμβαδίζει με την ενδυνάμωση του ρόλου της Κοινότητας και με μια συνολική προοπτική ευρωπαϊκής συνεργασίας». Επομένως, το «Διευθυντήριο της ΕΟΚ», όπως ο ίδιος χαρακτήριζε τους ισχυρούς της Ευρώπης, συνεχίζει μέχρι τις ημέρες μας να αποτελέσει το μεγαλύτερο εμπόδιο για μια ισότιμη σχέση της Ελλάδας με τα υπόλοιπα, κυρίως τα ισχυρά, κράτη – μέλη της ΕΕ.