Λίγο μετά το τέλος του φετινού τελικού του Champions League τα φώτα από τις κάμερες δεν ήταν στραμμένα ούτε στους νικητές της Τσέλσι, ούτε στον δακρυσμένο Κουν Αγκουέρο που ηττήθηκε στο τελευταίο του ματς με την Σίτι, αλλά στον Πεπ Γκουαρντιόλα και στο άδειο βλέμμα του προσώπου του μετά τον πρώτο χαμένο ευρωπαϊκό τελικό της καριέρας του.
Ο Πεπ Γκουαρντιόλα αποτελεί έναν πολύ σημαντικό άνθρωπο στην ιστορία του ποδοσφαίρου προπονητικά -αφού σαν παίκτης δεν ήταν ποτέ κάτι το ιδιαίτερο- και αναμφισβήτητα αυτό που έχει δημιουργήσει όπου και αν δούλεψε αποτέλεσε παράδειγμα για τους υπόλοιπους.
Γιατί αυτό είναι. O Καταλανός είτε χάνει είτε κερδίζει φαινόμενο για όσα έχει καταφέρει και κυρίως ο τρόπος που τα κατάφερε.
Πάμε λίγα χρόνια πιο πίσω και πιο συγκεκριμένα το καλοκαίρι του 2008, τότε η Μπαρτσελόνα με τον Γιόχαν Κρόιφ απόλυτο αφεντικό έψαχνε προπονητή μετά τη φυγή του Φρανκ Ράικαρντ με στόχο να “χτίσει” την ομάδα της επόμενης δεκαετίας πάνω στον Λιονέλ Μέσι.
Οι δύο βασικοί υποψήφιοι ήταν ο νούμερο ένα τότε προπονητής στο κόσμο Ζοσέ Μουρίνιο και ο άσημος 37χρονος Γκουαρντιόλα που είχε αναλάβει μόλις μία χρονιά την τεχνική ηγεσία της Μπαρτσελόνα Β’ στη Μασία.
Η επιλογή του πιο σημαντικού -κατ’ εμέ- ανθρώπου του ποδοσφαίρου όλων των εποχών ήταν ο νεαρός Πεπ και όχι ο “Special One”, σε μία απόφαση που επικρίθηκε και λοιδορήθηκε για πολύ καιρό.
Το αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας ήταν ο Πεπ Γκουαρντιόλα να πετύχει απόλυτα, αφού διέθετε ένα σπάνιας ποιότητας υλικό για το ποδόσφαιρο που ήθελε να παίξει και να κατακτήσει 14 τίτλους σε 4 χρόνια, ενώ παράλληλα δημιούργησε κάτι που θα μείνει στην ιστορία: την κορυφαία ομάδα όλων των εποχών.
Μπορεί να ακούγεται βαρύ και υπερβολικό αυτό, αλλά είναι ουσιαστικά η αλήθεια για την Μπαρτσελόνα του Καταλανού προπονητή. Με το περίφημο σύστημα “tiki taka” και το πιο υπερηχητικό και όμορφο ποδόσφαιρο κατοχής που έχουν δει τα μάτια των φιλάθλων εκείνη η Μπαρτσελόνα δεν θα ξεχαστεί ποτέ.
Πολλές ομάδες έμειναν στην ιστορία του ποδοσφαίρου για το ποιοτικό παιχνίδι τους όπως ο Άγιαξ των 70’ς, η Μίλαν των Ολλανδών, η Ρεάλ των Γκαλάκτικος, όμως σαν εκείνη την παρέα των Μέσι, Ιντιέστα, Τσάβι και Μπουσκέτς δεν έχει υπάρξει καμία.
Το θέμα είναι βέβαια ότι εκείνη η Μπαρτσελόνα δεν ήταν το μοναδικό αριστούργημα του Καταλανού τεχνικού, αφού στη συνέχεια ήρθε η Μπάγερν Μονάχου η οποία έχει τη φήμη του αφιλόξενου συλλόγου για μη γηγενείς προπονητές και γοητεύτηκε και εκείνη από το ποδόσφαιρο που της δίδαξε.
Μπορεί να μην κατέκτησε το Champions League -τρεις σερί χρονιές στους 4-, αλλά “σάρωσε” τα πάντα σε πρωταθλήματα και Κύπελλα και έφυγε επιτυχημένος.
Εδώ και μία πενταετία από το καλοκαίρι του 2016 μέχρι σήμερα ο Πεπ μετακόμισε στην Αγγλία και στην Μάντσεστερ Σίτι των ζάπλουτων και γεμάτους θέληση για τρόπαια και νίκες Άραβες με κάθε κόστος και στο πιο δύσκολο πρωτάθλημα του κόσμου την Πρέμιερ Λιγκ.
“Χτίζοντας” μία ομάδα κυριολεκτικά από το μηδέν σε συνδυασμό όμως με ένα πορτοφόλι εκατοντάδων εκατομμυρίων κάθε χρόνο, ο Πεπ “μάγεψε” με το ποδόσφαιρο του και τους πάντα δύσπιστους και αφοριστικούς Άγγλους κατακτώντας τρία πρωταθλήματα και πολλά Κύπελλα.
Το μεγάλο μαράζι της Σίτι του Γκουαρντιόλα όμως πάντα ήταν το ευρωπαϊκό τρόπαιο. Μπορεί οι ομάδες του από το 2017 μέχρι και το 2020 να αποκλείστηκαν με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο στους “8” του Champions League, αλλά φέτος ήταν σαν η μοίρα να τους έδωσε τα πάντα και να τους έστειλε στον τελικό για πρώτη φορά στην ιστορία τους.
Ο Πεπ τελικά όπως προείπαμε δεν κατάφερε να πάρει και με τους Άγγλους το τρόπαιο (2/3 τελικούς Cl.L.) και πλέον άρχισε αυτό που τον κυνηγάει ξανά σε ολόκληρη την καριέρα του: η αμφισβήτηση για το αν είναι μεγάλος προπονητής και winner.
Η απάντηση στους αμφισβητίες είναι απλή. Το αν σου αρέσει το ποδόσφαιρο που παίζουν οι ομάδες του είναι θέμα γούστου, αλλά το γεγονός ότι κατέκτησε τα πάντα με τρεις συλλόγους (Μπαρτσελόνα, Μπάγερν, Σίτι) συγκεντρώνοντας 49 τίτλους και παίζοντας το καλύτερο ποδόσφαιρο σε σχέση με τους αντιπάλους του νομίζω ότι αποδεικνύει πως πρέπει να θεωρείται ένας από τους κορυφαίους.
Ο Καταλανός όπως ο Βενγκέρ τη δεκαετία του 90’ και ο Άγιαξ του Κρόιφ το 70’έδειξαν έναν άλλο δρόμο στους ανθρώπους του ποδοσφαίρου για να πετύχουν. Τη δημιουργία και όχι την καταστροφή, τη χαρά για το παιχνίδι η οποία θα φέρνει τις επιτυχίες και όχι το η νίκη να είναι αυτοσκοπός.
Η συζήτηση για τον Γκουαρντιόλα θα συνεχίζεται για χρόνια, όπου και να επιλέξει να βρίσκεται στο μέλλον. Το μόνο σίγουρο είναι όμως πως δεν θα σταματήσει να απασχολεί τις ποδοσφαιρικές γενιές…