Η οργανωμένη σωματική δραστηριότητα, η άσκηση, η συμμετοχή στο παιχνίδι είναι εμπειρίες απόλυτα συνδεδεμένες με τον ελεύθερο χρόνο.
Του Αλέκου Καποδίστρια
Στις προβιομηχανικές κοινωνίες ήταν συνδεδεμένες με την κοινωνική τάξη που ο οικονομολόγος Θορστάιν Βέμπλεν σε μια σπουδαία κοινωνιολογική μελέτη τον 19ο αιώνα χαρακτηρίζει ως «leisure class». Δηλαδή ήταν προνόμιο των αριστοκρατών, οι οποίοι είχαν άπλετο ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή τους. Επίσης ήταν δραστηριότητες των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων στις περιόδους, κυρίως, των θρησκευτικών αργιών, που ήταν πολλές και συνήθως συνέπιπταν με τις περιόδους της ανάπαυσης από τις αγροτικές εργασίες.
Ο αστικός κόσμος και η βιομηχανική επανάσταση συνέτριψαν τον προβιομηχανικό ελεύθερο χρόνο μειώνοντας δραματικά τις γιορτές και τις αργίες και επιβάλλοντας εξαντλητικά ωράρια εργασίας. Τα παιχνίδια, με τη μορφή των σπορ, και η γυμναστική διασώθηκαν και μεταμορφώθηκαν στα κολέγια της κυρίαρχης αστικής και αριστοκρατικής ελίτ, που συνέχισε να έχει προνόμια πρόσβασης στον ελεύθερο χρόνο, κυρίως μέσα στο πλαίσιο της εκπαίδευσης. Για τα εργατικά στρώματα η πρόσβαση στον αθλητισμό ήταν μια συνάρτηση ελεύθερου χρόνου, που δεν υπήρχε, και αναγκών επιβίωσης. Οι άνθρωποι αυτοί για να μπορέσουν να παίξουν, έπρεπε να πληρωθούν τα μεροκάματα που θα έχαναν. Για να κάνουν γυμναστική, έπρεπε να μπορούν να πάνε σχολείο.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο αγώνας «8, 8, 8» -8 ώρες δουλειά, 8 ώρες αναδόμηση, 8 ώρες ανάπαυση- αναγνώριζε, από πολύ νωρίς στον 20ό αιώνα, τη σημασία τής κατάκτησης ελεύθερου χρόνου στη διάρκεια του οποίου οι άνθρωποι θα αναδομούσαν τον εαυτό τους από την αλλοτριωτική και εξαντλητική φύση τής εργασίας τους. Η σωματική δραστηριότητα, το περπάτημα, η ορειβασία, η κολύμβηση, το ποδήλατο, η άσκηση, το παιχνίδι κ.λπ., ήταν ευκαιρίες αναδόμησης, που η εργατική τάξη μπορούσε να αποκτήσει μαζί με την οκτάωρη εργασία. Η γυμναστική στο σχολείο και η καθιέρωση της υποχρεωτικής δημόσιας εκπαίδευσης δημιουργούσαν επιπλέον προϋποθέσεις.
Οι βελτιώσεις αυτές ήταν προϊόντα διεκδικήσεων και πολύχρονων οργανωμένων αγώνων, αλλά και αναγνώρισης υψηλότερου βαθμού παραγωγικότητας από μια πιο ξεκούραστη, υγιέστερη και ικανοποιημένη εργατική τάξη. Επιπλέον, η ανάπτυξη της οικονομίας του ελεύθερου χρόνου δημιούργησε νέες ευκαιρίες κερδοφορίας στην αστική τάξη και νέους συμμάχους στον ελεύθερο χρόνο της εργατικής τάξης.
Ο μεταπολεμικός κόσμος αποκρυστάλλωσε τη νέα εποχή καθώς η ανθρωπότητα θεράπευε τις βαθιές πληγές της, αλλά και επειδή ο «άλλος κόσμος, το αντίπαλο δέος, οι τέως σοσιαλιστικές χώρες, επένδυαν πολύ σοβαρά στον ελεύθερο χρόνο και στην καλή φυσική κατάσταση των πολιτών τους. Την περίοδο αυτή γιγαντώθηκαν τα αθλητικά θεάματα, καθώς ο κόσμος είχε χρήματα και ελεύθερο χρόνο για κατανάλωση. Ταυτόχρονα, η ιδέα του αθλητισμού ως κοινωνικού αγαθού διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις για συμμετοχή στην άθληση σε μαζική κλίμακα.
Όλα αυτά σήμερα αμφισβητούνται. Η πανδημία, με την υποχρεωτική αλλαγή του παραγωγικού και καταναλωτικού μοντέλου με την ψηφιοποίηση των υπηρεσιών, δίνει την ευκαιρία, σε όσους το επιδίωκαν, για δομικές αλλαγές στον εργασιακό και ελεύθερο χωροχρόνο, στην υλική βάση δηλαδή της όποιας αθλητικής δραστηριότητας.
Η πρόθεση για ελαχιστοποίηση του ελεύθερου χρόνου των εργαζόμενων, με την καθιέρωση ελαστικού εργασιακού ωραρίου και ουσιαστικά την κατάργηση της οκτάωρης και πενθήμερης εργασίας, περιορίζει τις ώρες του κοινωνικού αγαθού του αθλητισμού σε μια εποχή που οι δραστηριότητες αποκτούν ολοένα και περισσότερο καθιστικό χαρακτήρα.
Βιώνουμε, λοιπόν, και στον αθλητισμό μια επικίνδυνη αντιστροφή τής πορείας από το περισσότερο και ωφέλιμο στο ελάχιστο και ανεπαρκές. Κινδυνεύουμε να επιστρέψουμε στο μοντέλο της «άσκησης για λίγους», τους προνομιούχους της σύγχρονης αργόσχολης τάξης (leisure class) δηλαδή, σε δεδομένα της προβιομηχανικής εποχής, προσαρμοσμένα στο σύγχρονο παραγωγικό μοντέλο.
* Ο Αλέκος Καποδίστριας είναι δρ Αθλητικής Κοινωνιολογίας, τέως διευθυντής του Εθνικού Κέντρου Αθλητικών Ερευνών
Πρώτη δημοσίευση: Αυγή