Η Λετίτσια Μπατάλια θυμάται ακόμα έντονα το πρώτο πτώμα που φωτογράφησε: έναν άντρα να κείτεται κάτω από μια ελιά σ’ ένα χωράφι στη Σικελία, το ένα πόδι του χωρίς παπούτσι και από πάνω του ένας αστυφύλακας με παραιτημένο βλέμμα.
Το γεγονός ότι επρόκειτο για μαφιόζο που είχε δολοφονηθεί σε κάποιο τοπικό ξεκαθάρισμα, δεν έχει να κάνει με τίποτα, επιμένει η 84χρονη πλέον φωτογράφος μιλώντας στον απεσταλμένο του Guardian που την επισκέφτηκε στο σπίτι της στο Παλέρμο για εκείνην την εποχή που οι Ιταλοί αποκαλούν «τα χρόνια του μολυβιού». «Όλοι είναι ίσοι απέναντι στον θάνατο», λέει. Αφορμή για τη συνέντευξη είναι ένα νέο ντοκιμαντέρ για το συγκλονιστικό φωτογραφικό της έργο με τίτλο “Shooting the Mafia”, φιλμ που έχει πάρει εξαιρετικές κριτικές και αυτές τις μέρες ξεκινά να προβάλλεται στη Βρετανία.
Αυτό που της έχει μείνει πιο πολύ από εκείνη τη μέρα, σαράντα χρόνια αργότερα, είναι η οσμή που κρεμόταν στον καλοκαιρινή αύρα. «Έκανε πολλή ζέστη και το πτώμα βρισκόταν εκεί από μέρες, – μπορώ ακόμα να νιώσω εκείνη την ατμόσφαιρα θανάτου», λέει η γυναίκα που αποτύπωσε αυτή την ατμόσφαιρα όσο κανένας άλλος φωτογράφος στις δεκαετίες του ’70 και του ’80.“Οι άνθρωποι φοβόντουσαν ακόμα και να κοιτάξουν τις φωτογραφίες μου”: Παιδί με όπλο, Παλέρμο, 1982.
Ακμαία και παθιασμένη ακόμα με την κοινωνική και πολιτική ζωή της γενέτειράς της, αναφέρεται στις φωτογραφίες της ως «αρχείο του αίματος», λέγοντας με στωικό ύφος: «Η φωτογραφία δεν αλλάζει τίποτα. Η βία συνεχίζεται, η φτώχια συνεχίζεται, παιδιά εξακολουθούν να σκοτώνονται σε ηλίθιους πολέμους».
Κι όμως, οι φωτογραφίες της εκτός από συγκλονιστικά ντοκουμέντα μιας σκοτεινής εποχής, είχαν χρησιμοποιηθεί κάποτε και ως αποδεικτικά στοιχεία της σύνδεσης του πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας, Τζούλιο Αντρεότι με το οργανωμένο έγκλημα, καθώς δύο από αυτές τον έδειχναν να συνομιλεί με τον αρχιμαφιόζο Νίνο Σάλβο, τον οποίο ο Αντρεότι είχε αρνηθεί ότι γνώριζε.
Όταν ήταν μικρή, η φιλοδοξία της ήταν να γίνει συγγραφέας, αλλά η ασταθής δημοσιογραφική καριέρα της διακόπηκε απότομα τη στιγμή που έπιασε στα χέρια της μια φωτογραφική μηχανή ενώ ήταν ήδη σαράντα ετών. «Θυμάμαι που σκέφτηκα ότι μ’ αυτό εδώ το εργαλείο στα χέρια μου, μπορώ να τα βάλω με όλον τον κόσμο», λέει. «Ξαφνικά, δεν είχα ανάγκη από χάδια και φιλιά. Ήμουν γεμάτη αυτοπεποίθηση και αίσθηση ανεξαρτησίας. Δεν είχε να κάνει όμως μόνο με ένα νέο μέσο έκφρασης του εαυτού μου. Με την κάμερα, μπορούσα να εκφράσω την ταραχή του κόσμου γύρω μου».
«Θα έλεγα πάντως ότι παραμένω αισιόδοξη παρά τα όσα έχω δει», δηλώνει. «Πρέπει να είμαι. Όχι για μένα, αλλά για τους νέους ανθρώπους. Καταλαβαίνω ότι την έχουν ανάγκη την ελπίδα και πρέπει να την προσφέρω όσο μπορώ. Η πολιτική τους προσφέρει μόνο μίσος. Εγώ μπορώ να τους υποδείξω την ομορφιά. Η καρδιά μου δεν έχει σκληρύνει με τα χρόνια. Πάντα υπάρχει ελπίδα και πάντα πρέπει να αγωνίζεται κανείς γι’ αυτήν».Η χήρα ενός δολοφονημένου από τη Μαφία σωματοφύλακα δικαστή, στην κηδεία του άντρα της, 1993.
Απορρίπτει πάντως ασυζητητί τον χαρακτηρισμό «ρομαντική» για τον εαυτό της. «Όχι, με τίποτα! Η φωτογραφία δεν είναι κάτι ρομαντικό για μένα, δεν είναι κάτι τόσο μπανάλ. Για να δημιουργήσεις μια πραγματικά σπουδαία φωτογραφία, πρέπει να δουλέψεις σκληρά και να είσαι ελεύθερος. Ένας καλός φωτογράφος πρέπει να βρίσκεται μέσα στη φωτογραφία έτσι ώστε ο θεατής να νιώσει την παρουσία του… Δεν τραβούσα ασπρόμαυρες φωτογραφίες για αισθητικούς λόγους. Όταν φωτογραφίζεις τους νεκρούς, το ασπρόμαυρο φιλμ είναι ο στοιχειώδης τρόπος για να δείξεις διακριτικότητα και σεβασμό. Το ασπρόμαυρο δημιουργεί τη δική του σιωπή και για μένα η σιωπή είναι πολύ σημαντικό πράγμα…».
Πηγή: Lifo-Με στοιχεία από τον Guardian