Κάθε τόσο η Ουγγαρία εξοργίζει τις Βρυξέλλες με το βέτο που προβάλλει σε επίκαιρα θέματα εξωτερικής πολιτικής, από τη Μέση Ανατολή μέχρι το Χονγκ Κονγκ. Οι αποφάσεις της ΕΕ για την εξωτερική πολιτική προϋποθέτουν ομοφωνία. Αλλά για πόσο ακόμα; «Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να είμαστε όμηροι εκείνων που παραλύουν την εξωτερική πολιτική της ΕΕ, προβάλλοντας βέτο», προειδοποιεί ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας. «Το βέτο πρέπει να καταργηθεί, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι κάποια στιγμή θα καταψηφιστούν και οι δικές μας θέσεις»,.
Εκ πρώτης ανάγγνωσης ακούγεται σωστό, ιδιαίτερα όταν ως παράδειγμα χρησιμοποιείται η Ουγγαρία του ακροδεξιού Βίκτορ Όρμπαν. Από την άλλη, όμως, μια Ε.Ε των “27” που λαμβάνει αποφάσεις με πλειοψηφία και όχι ομοφωνία, αφαιρεί το όπλο της απειλής βέτο ή του ίδιου του βέτο από μικρότερες χώρες με μικρή δυνατότητα να συνάπτουν συμμαχίες σε μείζονα θέμα που τις απασχολούν, όταν προέχουν τα συμφέροντα των μεγαλύτερων. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια Ε.Ε τύπου…Eurovision, όπου χώρες του ίδιου “μπλοκ” ανταλάσσουν 12άρια και εκ των πραγμάτων γίνονται φαβορί για το βραβείο.
Στην δε περίπτωση των ελληνοτουρκικών, η Ελλάδα και η Κύπρος διεκδικούν συνεχώς κυρώσεις αδυνατώντας να το επιτύχουν. Στην περίπτωση, όμως, των αποφάσεων πλειοψηφίας η φιλοτουρκική στάση της Γερμανίας θα μπορούσε εύκολα να οδηγήσει σε αποτελέσματα -λόγω της επιρροής του Βερολίνου σε πολλές βόρειες και ανατολικές χώρες- κόντρα στα ελληνικά και κυπριακά συμφέροντα.
Η ΕΕ δεν διαθέτει δική της εξωτερική πολιτική, απλώς τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα επιχειρούν να συντονίσουν τις εθνικές πολιτικές των 27 κρατών-μελών σε έναν κοινό παρονομαστή. Οι Συνθήκες προβλέπουν ομοφωνία στη λήψη αποφάσεων. Υπάρχει βέβαια και η περίφημη «ρήτρα της πασαρέλας», που προβλέπει ότι κατ’ εξαίρεση, εφόσον κριθεί απαραίτητο, οι «27» συμφωνούν εκ των προτέρων ότι ένα συγκεκριμένο ζήτημα εξωτερικής πολιτικής κρίνεται με πλειοψηφία και όχι με ομοφωνία. Το πρόβλημα είναι ότι ακόμη και η ενεργοποίηση της ρήτρας απαιτεί ομοφωνία. «Συμφωνώ απολύτως με τον Χάικο Μάας» λέει στην DW η Ιράτσε Γκαρσία Πέρες, επικεφαλής της ομάδας των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών και Δημοκρατών (S&D) στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην οποία ανήκει και το γερμανικό SPD. Η ισπανίδα ευρωβουλευτής εκτιμά ότι «τα μεμονωμένα βέτο προκαλούν αδράνεια στην ΕΕ. Θα πρέπει να ξεπεράσουμε αυτό το στάδιο αν θέλουμε να εξελιχθεί η ΕΕ σε πραγματικό global player με ισχυρή φωνή. Εάν οι 26 από τις 17 κυβερνήσεις έχουν καταλήξει σε μία κοινή γραμμή για την Κίνα, τη Ρωσία ή το Ισραήλ, είναι απαράδεκτο να υπονομεύεται αυτή η κοινή γραμμή από μία και μοναδική κυβέρνηση».
«Αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία»
Θετική αντίδραση στην πρόταση Μάας και από τον ευρωβουλευτή και πρώην πρωθυπουργό του Βελγίου Γκυ Φερχόφσταντ, που ανήκει σήμερα στη φιλελεύθερη ομάδα Renew Europe: «Πολύ σωστή πρόταση» λεει ο Φερχόφσταντ. «Η επιβολή κυρώσεων στη Λευκορωσία καθυστερεί επί μήνες, η Ουγγαρία μπλοκάρει μία κοινή θέση για το Χονγκ Κονγκ, η Κύπρος βάζει φρένο στις φιλοδοξίες της ομάδας G7 για τη φορολόγηση των εταιρικών κερδών. Κάθε μέρα βλέπουμε και ένα διαφορετικό παράδειγμα που μας δείχνει ότι η ομοφωνία υποσκάπτει την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία της ΕΕ». Αλλά και ο Μάνφρεντ Βέμπερ, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) είχε ζητήσει την κατάργηση της ομοφωνίας από το 2019. Ήταν μάλιστα μία από τις κυρίες εξαγγελίες του στον προεκλογικό αγώνα ενόψει ευρωεκλογών.
«Πολύ νωρίς για να καταργηθεί το βέτο»
Ενώ αυτά επισημαίνουν οι ευρωβουλευτές, οι αντιρρήσεις στο Συμβούλιο παραμένουν. Δυτικός διπλωμάτης επισημαίνει στην DW ότι «είναι ακόμη πολύ νωρίς για να καταργηθεί το βέτο. Μπορείτε να φανταστείτε να περνάει μία απόφαση για την Τουρκία χωρίς τη συμμετοχή της Ελλάδας ή για τη Ρωσία χωρίς τη συμμετοχή της Πολωνίας;» Επίσημες αντιδράσεις στην πρόταση Μάας δεν αναμένονται πάντως πριν από την επόμενη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ στο Λουξεμβούργο στις 21 Ιουνίου.
Σημειώνεται ότι το 2020, όταν είχε τεθεί το ζήτημα της παράτασης των κυρώσεων για το καθεστώς Λουκασένκο στη Λευκορωσία, Ελλάδα και Κύπρος είχαν αρχικά συνδέσει το θέμα αυτό με την επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία. Παρότι για μία παράταση κυρώσεων προβλέπεται η δυνατότητα να ληφθούν αποφάσεις και με πλειοψηφία, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θέλησε να εφαρμόσει την αρχή της ομοφωνίας και σε αυτή την περίπτωση. Ακόμη και η Πολωνία, αλλά και η Λιθουανία, χώρες που ασκούσαν ιδιαίτερη πίεση για νέες κυρώσεις κατά του καθεστώτος Λουκασένκο, δεν θέλησαν να τορπιλίσουν τη συναίνεση για μία ομόφωνη απόφαση.
Γεωπολιτική αναγκαιότητα η κατάργηση της ομοφωνίας;
Περίπου τρεις μήνες πριν από τις βουλευτικές εκλογές στη Γερμανία, ο Χάικο Μάας επαναφέρει και πάλι στη δημόσια συζήτηση το θέμα της κατάργησης του βέτο. Για τον Γκέοργκ Ρίκελες, συνεργάτη του Κέντρου Ευρωπαϊκής Πολιτικής στις Βρυξέλλες, η συζήτηση περί ομοφωνίας δεν συνδέεται άμεσα με τον γερμανικό προεκλογικό αγώνα, αλλά «ο κόσμος επιστρέφει στην εποχή των γεωπολιτικών σκοπιμοτήτων και η Ευρώπη θα πρέπει να ωριμάσει για να ανταποκριθεί στον ρόλο της. Η εμμονή στην ομοφωνία θα της προκαλέσει δυσκολίες». Ο Ρίκελες δεν θεωρεί ρεαλιστική μία τροποποίηση των Συνθηκών, ούτε μία άμεση ενεργοποίηση της «ρήτρας πασαρέλας», υποστηρίζει όμως ότι αυτό που τώρα προέχει είναι να γίνει μία όσο το δυνατόν πιο ανοιχτή συζήτηση για την κατάργηση του βέτο. Ο ίδιος θεωρεί ότι αυτό είναι ακόμη ανέφικτο στον τομέα της αμυντικής πολιτικής, αλλά θα μπορούσε να δοκιμαστεί «για παράδειγμα σε αποφάσεις για την επιβολή κυρώσεων ή για μομφή που αφορά παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Από κει και πέρα, επισημαίνει ο Ρίκελες, θα πρέπει να δούμε πώς αντιμετωπίζεται μία κατάσταση όπως το επίμονο ουγγρικό βέτο για το Χονγκ Κονγκ και «εάν στο συγκεκριμένο ζήτημα θα μπορούσε η ΕΕ να προχωρήσει σε έκδοση κοινών συμπερασμάτων χωρίς την Ουγγαρία».
Την κατάργηση της ομοφωνίας στη λήψη αποφάσεων για την εξωτερική πολιτική είχε προτείνει και ο πρώην πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν Κλωντ Γιούνκερ. Ο Χάικο Μάας εκτιμά ότι το θέμα αυτό πρέπει να συζητηθεί στη «Διάσκεψη για το μέλλον της Ευρώπης», που φιλοδοξεί να αφουγκραστεί τις προτάσεις των πολιτών, με στόχο να προτείνει συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις μέχρι το 2022. Ο Γιάννης Εμανουηλίδης, συνεργάτης του EPC, περιγράφει την κατάσταση ως εξής: «Είναι πολύ πιθανό να περιληφθεί στις τελικές προτάσεις της Διάσκεψης η πρόταση να καταργηθεί η αρχή της ομοφωνίας στην εξωτερική πολιτική. Αλλά και πάλι ομολογώ ότι δεν θεωρώ ιδιαίτερα ρεαλιστικό το ενδεχόμενο να υλοποιηθεί…»
Πηγή: DW