Περαιτέρω μείωση των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και της υπογραφής νέων Συλλογικών Συμβάσεων εργασίας, επέφερε η πανδημία του κοροναϊού, παρ’ ότι από τον Μάιο του 2018 και μετά, υπήρξε επαναφορά της επεκτασιμότητας των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων ενώ έληξε και μια σειρά από δεσμεύσεις που είχαν επιβληθεί μέσω των μνημονίων.
Με την συζήτηση για το εάν παρακάμπτονται οι συλλογικές διαπραγματεύσεις ή όχι, μέσω των διατάξεων που περιλαμβάνονται στο νέο εργασιακό νομοσχέδιο που αναμένεται να ψηφιστεί από την Βουλή σήμερα, να βρίσκεται στο προσκήνιο, τα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας και του ΟΜΕΔ (αναρτήσεις ΣΣΕ και ΔΑ) που περιλαμβάνονται στην ετήσια έκθεση της ΓΣΕΕ για το 2021 παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Και αυτό, γιατί διαφαίνεται ότι, παρά την επαναφορά της επεκτασιμότητας των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας από τον Μάιο του 2018 και τη λήξη των δεσμεύσεων που είχαν επιβάλει τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής, δεν υπάρχει κάποια θετική εξέλιξη σχετικά με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Παρατηρώντας την ετήσια διαχρονική εξέλιξη των συλλογικών συμβάσεων εργασίας κατά τη δεκαετία 2010-2020, οι μελετητές του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ διαπιστώνουν ότι το 2020 σημειώθηκε περαιτέρω μείωση των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και της σύναψης συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Ειδικότερα, κατά το 2020 υπογράφηκαν 14 κλαδικές/ομοιοεπαγγελαματικές συμβάσεις, 174 επιχειρησιακές συμβάσεις και 3 τοπικές ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις.
Να σημειωθεί ότι το 2020 βρίσκονταν σε ισχύ συνολικά 38 συλλογικές συμβάσεις εργασίας (συμπεριλαμβανομένης και της ΕΓΣΣΕ). Εκτός από τις 17 κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας που υπογράφηκαν το 2020, βρίσκονται σε ισχύ επιπλέον 20 συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες είχαν συναφθεί τα έτη 2018 και 2019 και συνεχίζουν να ισχύουν. Οι 37 συλλογικές συμβάσεις εργασίας που βρίσκονται σε ισχύ καλύπτουν δυνητικά έναν μεγάλο αριθμό εργαζομένων (περίπου 635.000 άτομα), οι οποίοι αντιστοιχούν περίπου στο 30% του συνόλου των μισθωτών εργαζομένων, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που δόθηκαν από εκπροσώπους των συνδικαλιστικών οργανώσεων, αλλά και του συνόλου των εργαζομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση της «ΕΡΓΑΝΗ» του έτους 2020.
Το ποσοστό κάλυψης μειώνεται σε 24% αν υπολογιστεί με βάση των αριθμό των μισθωτών της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ.
Τα ευρήματα αυτά είναι αντίστοιχα εκείνων του ILO και αναδεικνύουν το μεγάλο έλλειμμα προστασίας των εργαζομένων στη χώρα μας. Κι όπως επισημαίνει η ΓΣΕΕ, δείχνουν την «επείγουσα ανάγκη σύναψης και επέκτασης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας».
Συγκεκριμένα, η ΓΣΕΕ υπογραμμίζει ότι είναι επιβεβλημένη η ενίσχυση των θεσμών προστασίας της αγοράς εργασίας, και συγκεκριμένα του κατώτατου μισθού αλλά και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Και αυτό γιατί η ελληνική οικονομία αφενός δεν δημιουργεί επαρκείς θέσεις απασχόλησης, αφετέρου οι περισσότερες θέσεις απασχόλησης είναι χαμηλής ποιότητας και χαμηλών αμοιβών. «Παρατηρείται εντατικοποίηση της εργασίας, οι νέες θέσεις απασχόλησης αφορούν κυρίως τους άντρες μέσης ηλικίας, ενώ οι μισθοί είναι χαμηλής αγοραστικής δύναμης. Ταυτόχρονα, ο κατώτατος μισθός είναι μισθός απόλυτης φτώχειας» αναφέρουν οι μελετητές. Για να καταλήξουν ότι «στα ζητήματα της εντατικοποίησης και της υπερεργασίας η ελληνική αγορά εργασίας προσεγγίζει το πρότυπο κάποιων βαλκανικών κρατών και της Τουρκίας, ενώ στο ζήτημα της προστασίας από συλλογικές συμβάσεις εργασίας το πρότυπο χωρών-μελών της ανατολικής Ευρώπης».
Πηγή: Euro2day