Η Μελίνα τo έλεγε κάποτε στον Ανδρέα απλά: «Πρόεδρε, δεν αρέσουμε». Εάν υπήρχε σήμερα, κι εάν περνούσε από την Κουμουνδούρου, μπορεί και να έλεγε στον Αλέξη Τσίπρα «πρόεδρε, δεν εμπνέουμε».
Χοντρικά, είναι περίπου το ίδιο που λένε κι οι δημοσκοπήσεις. Ειδικά η τελευταία δημοσκόπηση της Alco για το Open μάλλον τα είπε όλα: Η κυβέρνηση γράφει αρνητικό σκορ σε όλες τις κεντρικές, έως και εμβληματικές της επιλογές (όπως το εργασιακό), αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κερδίζει. Η διαφορά παραμένει αμετάβλητη και διψήφια υπέρ της ΝΔ. Σα να έχει παγώσει ο πολιτικός χρόνος και, μαζί, και η προσδοκία.
Το 54% δηλώνει δυσαρεστημένο με τα μέτρα και τις αποφάσεις της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της πανδημίας, το 55% βλέπει αρνητικά την κεντρική ρύθμιση του εργασιακού νομοσχεδίου – εκείνη της περίφημης «διευθέτησης του χρόνου εργασίας» με ατομική συμφωνία εργοδότη και εργαζόμενου – και μόνον το 28% απαντά θετικά, ενώ ακόμη και στο προνομιακό για την κυβέρνηση πεδίο της ασφάλειας έρχονται τα πάνω κάτω: Το 48% απαντά ότι αισθανόταν «περισσότερο ασφαλής πριν από τρία χρόνια» και το 33% το ίδιο. Κοινώς, περίπου οι μισοί ψηφοφόροι λένε ότι ένοιωθαν πιο ασφαλείς επί ΣΥΡΙΖΑ, «ανομίας» και «Ρουβίκωνα», απ’ ό,τι επί της διακυβέρνησης του δόγματος «νόμος και τάξη» με σφραγίδα Μητσοτάκη και Χρυσοχοίδη.
Παρά ταύτα, η διαφορά υπέρ της ΝΔ στην πρόθεση ψήφου δεν μειώνεται – παραμένει στις 12,9 μονάδες και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κερδίζει ούτε πόντο.
Η μία, εύκολη, ανάγνωση είναι η γενική αμφισβήτηση των δημοσκοπήσεων, έστω κι εάν σε κάποιες περιπτώσεις έχει βάση. Η δεύτερη είναι η πραγματικότητα των αριθμών. Η οποία, εδώ και δύο χρόνια, λέει πως ένα ποσοστό που φθάνει τουλάχιστον στο 10% του εκλογικού σώματος – αναλόγως δημοσκόπησης, μεθόδου και συγκυρίας – παραμένει σταθμευμένο στην ζώνη της αδιευκρίνιστης ψήφου. Κεντροαριστερής και «μεσαιοταξικής» προέλευσης στην πλειοψηφία του, δεν αντιδρά, δεν κινείται, και δεν μεταβάλλεται.
Οι δημοσκόποι λένε πως έχει αντιδεξιά χαρακτηριστικά και δεν μπορεί να το προσεγγίσει εύκολα η κυβέρνηση, αλλά η αλήθεια των αριθμών (και πάλι) λέει πως δεν συγκινείται εύκολα ούτε από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Εδώ, το ένα ζήτημα είναι πως οι ίδιες δημοσκοπήσεις δεν διαβάζονται με τον ίδιο τρόπο από τον «όλο» ΣΥΡΙΖΑ.
Το δεύτερο, και κύριο, ζήτημα είναι πως στην Κουμουνδούρου, εδώ και πολύν καιρό, – πιθανώς και πριν από τις εκλογές του 2019 –συγκατοικούν δύο διαφορετικοί κόσμοι.
Οι μεν, προεδρικοί και ανανεωτικοί, θέλουν διεύρυνση, προσέγγιση με το ΚΙΝΑΛ και κυβερνητική αντιπρόταση προοδευτικού ρεαλισμού. Δεν τολμούν να το πουν, αλλά πολλοί θα ήθελαν τον ΣΥΡΙΖΑ ως σύγχρονη μετεξέλιξη του παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ.
Οι δε, «Ομπρέλα» και «53» μαζί πια, θέλουν αριστερή καθαρότητα, περισσότερο συλλογικές αποφάσεις και επιστροφή στα χρόνια της πολιτικής αθωώτητας. Επίσης δεν τολμούν να το πουν, αλλά πολλοί θα προτιμούσαν να θυσιάσουν την επιστροφή στην εξουσία για να κρατήσουν την «αριστερή ψυχή».
Αυτοί οι δύο κόσμοι σπάνια συναντιώνται: Ο Νίκος Παππάς κι ο Χρήστος Σπίρτζης ήθελαν να υπερψηφίσει ο ΣΥΡΙΖΑ την κυβερνητική ρύθμιση για την έκτακτη χρηματοδότηση τη Fraport – ο Νίκος Βούτσης και ο Νίκος Φίλης ήταν κατηγορηματικά και σθεναρά αντίθετοι. Τελικά, ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε «παρών».
Ο Νίκος Φίλης επίσης ζητά λιγότερο «αρχηγικό» κόμμα, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος βλέπει κίνδυνο στον ιό της «πασοκοποίησης», ο ίδιος όπως κι ο Πάνος Σκουρλέτης θεωρούν πως ο «παλιός» και όχι ο «μεταλλαγμένος» ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές του 2015, ο Νίκος Μπίστης προειδοποιεί ότι η επιστροφή στα προμνημονιακά χρόνια είναι περίπου ουτοπία – «νοσταλγική αναπόληση» την λέει -, και όλα αυτά μαζί θα μπουν ξανά στο τραπέζι της συλλογικής ζύμωσης της Κουμουνδούρου στην προγραμματική συνδιάσκεψη του επόμενου Σαββατοκύριακου.
Ισως τα πράγματα να ήταν λίγο πιο απλά εάν ο «όλος» ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε να κάνει δύο βήματα παραπέρα:
Να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με το κυβερνητικό του παρελθόν (και μέλλον). Είτε απενοχοποιώντας το, είτε ενοχοποιώντας το. Οριστικά.
Και να κοιτάξει επίσης στα μάτια το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο. Μετρώντας ευθέως και την δική του ευθύνη, και συμβολή, στην δημιουργία του.
Ο Αλέξης Τσίπρας μάλλον το έχει ήδη αρκετά καθαρά στο μυαλο του. Οι συνομιλητές του υπενθυμίζουν ότι, από το 2017 και σε ανύποπτο πολιτικό χρόνο, είχε θέσει ως στρατηγικό και αδιαπραγμάτευτο στόχο την προοδευτική διακυβέρνηση., Όπως υπενθυμίζουν και ότι την βραδιά της εκλογικής ήττας, το 2019, είχε δεσμευτεί προσωπικά, απέναντι στο 32% των ψηφοφόρων που επέλεξαν το κόμμα του, για τον μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ κοιτώντας προς μια νέα, προοδευτική – αριστερή και κεντροαριστερή – παράταξη.
Το ερώτημα είναι εάν έχει ήδη πάρει και την απόφαση της τελικής αναμέτρησης – της αναμέτρησης με το παρελθόν και το μέλλον του κόμματός του…