Ο Ντόναλντ Ράμσφελντ, πρώην υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, βασικός αρχιτέκτονας του πολέμου στο Ιράκ έως ότου ο πρόεδρος Τζορτζ Ουόκερ Μπους τον αντικατέστησε, πέθανε σε ηλικία 88 ετών
Το θάνατό του ανακοίνωσε σήμερα η οικογένειά του.
Ο Ντόναλντ Ράµσφελντ ήταν το δηµόσιο πρόσωπο της εισβολής στο Ιράκ. «Η αδυναµία είναι προκλητική» είναι µία από τις αγαπηµένες του φράσεις, ίσως και ο τρόπος µε τον οποίο αντιµετωπίζει τον κόσµο. Αρα, οι ΗΠΑ πρέπει να είναι ισχυρές όχι µόνο σε στρατιωτική δύναµη αλλά και επιδεικνύοντας ότι δεν έχουν καµία επιφύλαξη να χρησιµοποιήσουν αυτήν τη δύναµη. O Ράµσφελντ, ο οποίος έχει τοποθετηθεί σε σηµαντικά κυβερνητικά πόστα από τέσσερις προέδρους των ΗΠΑ (Νίξον, Φορντ, Ρίγκαν και Μπους) και διετέλεσε υπουργός Αµυνας δύο φορές µε απόσταση 25 ετών µεταξύ τους, διατήρησε χαµηλό προφίλ µετά τον εξαναγκασµό του σε παραίτηση έπειτα από τις εκλογές του 2006, όταν ο πόλεµος στο Ιράκ ήταν ένας από τους σηµαντικούς παράγοντες που οδήγησαν στο να χάσουν οι Ρεπουµπλικανοί τον έλεγχο και της Γερουσίας και της Βουλής. Την ίδια εποχή µια οµάδα στρατηγών εν αποστρατεία τον είχε καλέσει να φύγει από το Πεντάγωνο. Εκτοτε παρέµεινε στο ράντσο του στο Νιου Μέξικο, όπου το γραφείο του διακοσµούν ένα κοµµάτι από το αεροπλάνο που χτύπησε το κτίριο του Πενταγώνου την 11η Σεπτεµβρίου την ώρα που εκείνος εργαζόταν λίγο πιο πέρα, µια σηµαία των Ταλιµπάν και η προτοµή του ήρωά του Ουίνστον Τσόρτσιλ.
Γιος βετεράνου του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου που εργαζόταν ως κτηµατοµεσίτης στο Σικάγο, ο Ράµσφελντ ήταν αστέρι της οµάδας πάλης στο σχολείο του πριν να κατευθυνθεί προς τα ανατολικά, σπουδάσει και αργότερα υπηρετήσει στο ναυτικό. Παντρεύτηκε την αγαπηµένη του από την εφηβεία Τζόις και επέστρεψε στο Σικάγο όπου ασχολήθηκε µε την πολιτική και εξελέγη σε ηλικία 29 ετών µέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων. Ρεπουµπλικανός, ζητούσε λιγότερους φόρους, ισχυρότερη άµυνα και την εξάλειψη των φυλετικών διακρίσεων. Το 1964 ψήφισε υπέρ του νόµου που τις καταργούσε. Τον ίδιο χρόνο όµως ψήφισε και υπέρ του νόµου που άνοιγε τον δρόµο για στρατιωτική επέµβαση στη Νοτιοανατολική Ασία χωρίς άλλη απόφαση του Κογκρέσου.
Εάν ο Ράµσφελντ είχε ένα πρόβληµα µε το Βιετνάµ, αυτό ήταν ο τρόπος µε τον οποίο διεξήγαγε τον πόλεµο ο Λίντον Τζόνσον, καθώς θεωρούσε ότι έπρεπε οι ΗΠΑ να στείλουν περισσότερους εθελοντές ώστε να αποφευχθούν οι αντιδράσεις στο εσωτερικό. Το µεγαλύτερο πρόβληµα όµως ήταν ότι οι ΗΠΑ δεν κέρδιζαν. Καθώς ο πόλεµος συνεχιζόταν, τα ταλέντα του Ράµσφελντ προσείλκυσαν το ενδιαφέρον του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον. Αυτός ο «στοχαστικός και πανέξυπνος άνθρωπος», όπως τον χαρακτηρίζει ο Ράµσφελντ, τον διόρισε πρέσβη των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ. Συνέχισε όµως να πηγαίνει τα παιδιά του στους αγώνες των Redskins, να κάνει παρέα µε τον Σάµι Ντέιβις τζούνιορ και να παρακολουθεί συναυλίες του Ελβις Πρίσλεϊ. Σε µια µάλιστα από αυτές στο Λας Βέγκας ο Πρίσλεϊ πήρε τον Ράµσφελντ στην άκρη γιατί ήθελε να µοιραστεί µαζί τουτις απόψεις του για τις ένοπλες δυνάµεις, «µια υπενθύµιση ότι µπορείς να βρεις πατριώτες παντού», όπως γράφει ο πρώην υπουργός Αµυνας.
Οταν ο Νίξον παραιτήθηκε, ο πρόεδρος Τζέραλντ Φορντ επέλεξε τον Ράµσφελντ για προσωπάρχη του Λευκού Οίκου το 1974. Από αυτήν τη θέση παρακολούθησε την πτώση της κυβέρνησης της Σαϊγκόν, χωρίς όµως ποτέ να θεωρήσει τον Πόλεµο του Βιετνάµ λάθος. Για τον Ράµσφελντ έγινε «το σύµβολο της αµερικανικής αδυναµίας». Στα τέλη του 1975 ανέλαβε την ηγεσία του υπουργείου Αµυνας µε στόχο να περιορίσει «την επέκταση της επιρροής των Σοβιετικών και να αποκαταστήσει την αµερικανική στρατιωτική αξιοπιστία». Η ήττα του Φορντ από τον Τζίµι Κάρτερ έστειλε τον Ράµσφελντ πίσω στο Σικάγο, όπου για τις επόµενες δύο δεκαετίες έβγαζε χρήµατα ως στέλεχος της φαρµακευτικής εταιρείας Searle, ενώ ενδιάµεσα πραγµατοποιούσε διπλωµατικές αποστολές σε διάφορα µέρη του κόσµου, µε πιο γνωστή εκείνη το 1983 στη Βαγδάτη προκειµένου να καλλιεργήσει «στενότερες σχέσεις µε τον Σαντάµ Χουσεΐν». Ο ζήλος του να επιστρέψει στην πολιτική φαίνεται και από την αποτυχηµένη προσπάθειά του για το προεδρικό χρίσµα των Ρεπουµπλικανών το 1988.
Το 2001 η ευκαιρία παρουσιάστηκε: ο Τζορτζ Μπους του ζήτησε να επιστρέψει στο Πεντάγωνο, όπου και τον βρήκαν οι τροµοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεµβρίου. Αν και ο Ράµσφελντ χρησιµοποιεί συχνά τη λέξη «στρατηγική», είναι προφανές ότι η κυβέρνηση Μπους δεν ανέπτυξε καµία στρατηγική µετά την 11η Σεπτεµβρίου. Για να περάσει το µήνυµά του ο υπουργός Αµυνας ήθελε οι ΗΠΑ απλά να σπάνε κεφάλια όπου και όποτε χρειαζόταν. Γι’ αυτό και γρήγορα έστρεψαν την προσοχή τους στον Σαντάµ, ισχυρίσθηκαν ότι διαθέτει όπλα µαζικής καταστροφής και παρ’ ότι αυτά δεν βρέθηκαν ποτέ, εισέβαλαν στο Ιράκ. Προκειµένου να καλύψει την αποτυχία της να βρει όπλα µαζικής καταστροφής, η κυβέρνηση Μπους άλλαξε το θέµα και άρχισε να µιλά για «προώθηση της δηµοκρατίας» – κίνηση που επέκρινε ο Ράµσφελντ. Ο ίδιος τώρα περιγράφει πως άλλοι πήραν αυτές τις αποφάσεις, αν και για τον Τζορτζ Μπους έχει µόνο επαινετικά σχόλια. Στη βιογραφία του χαρακτηρίζει τον τότε αντιπρόεδρο Τσέινι ως κάποιον µε «µοναδική επιρροή» ενώ επιτίθεται στον Κόλιν Πάουελ χαρακτηρίζοντάς τον αδύναµο και υποχείριο ενός δειλού υπουργείου Εξωτερικών.
Τον πόλεµο όµως τον υπερασπίζεται, καθώς και τις µεθόδους που ακολουθήθηκαν στις ανακρίσεις. «Αµετανόητος» είναι ο χαρακτηρισµός όλων των δηµοσιογράφων που µίλησαν µαζί του. «Ράµσφελντ, παραιτήσου» έγραφε το εξώφυλλο του «Εκόνοµιστ» όταν κυκλοφόρησαν οι φωτογραφίες µε τον βασανισµό κρατουµένων στο Αµπου Γράιµπ. «Οι φωτογραφίες αυτές σίγουρα έβλαψαν τη χώρα µας και τον στρατό µας» είναι η µόνη παρατήρησή του «και ενθάρρυναν τους τροµοκράτες». Και οι χιλιάδες αµερικανοί στρατιώτες που έχασαν τη ζωή τους για έναν πόλεµο µε λάθος λόγους;
Λυπάται, λέει, «αλλά τουλάχιστον απελευθέρωσαν εκατοµµύρια ανθρώπους από τον Σαντάµ που τους έκοβε τις γλώσσες». Οι πόλεµοι στο Ιράκ και το Αφγανιστάν άξιζαν τελικά; Εκαναν τις ΗΠΑ πιο ισχυρές; Εδώ το σκέφτεται: «Ο χρόνος θα το δείξει αυτό…». Πράγµατι. Ο χρόνος θα κρίνει και εκείνον. Αν και πολλοί στην Ουάσιγκτον τον θεωρούν ήδη ένοχο επειδή άρχισε «έναν πόλεµο από επιλογή και όχι από ανάγκη».
Ο Ντόναλντ Ράμσφελντ αποφάσισε, το 2011, να σπάσει τη σιωπή του για τον πόλεμο στο Ιράκ, δημοσιεύοντας την ογκώδη αυτοβιογραφία του, με τίτλο «Γνωστά και άγνωστα».
O πρώην υπουργός άμυνας των ΗΠΑ, σε μια «εκ βαθέων εξομολόγηση» 800 σελίδων, αναφέρεται στη σύγκρουση του Ιράκ, στους χειρισμούς του προέδρου Μπους αλλά και στο δικό του κομμάτι των πολιτικών αποφάσεων. Το βιβλίο επιγράφεται «Γνωστά και άγνωστα» και υποστηρίζεται από συνοδευτικά ντοκουμέντα που έχει αναρτήσει ο Ράμσφελντ στο διαδίκτυο στη διεύθυνση (www.rumsfeld.com). Τα εν λόγω έγγραφα ήταν προσωπικά ή απόρρητα και δημοσιεύονται για πρώτη φορά.
Ο Ράμσφελντ στο βιβλίο του εμφανίζεται αμετανόητος, όσον αφορά στα πεπραγμένα του στον πόλεμο στο Ιράκ. Επιμένει ότι η σύγκρουση ήταν επωφελής οικονομικά για τις ΗΠΑ, ενώ υπογραμμίζει ότι «αν η κυβέρνηση του Σαντάμ Χουσέιν παρέμενε στην εξουσία, η Μέση Ανατολή θα ήταν πιο επικίνδυνη απ’ ότι είναι σήμερα».
Αποδίδει, τα όποια λάθη στον κρίσιμο πρώτο χρόνο της κατοχής του Ιράκ, στις αλληλοσυγκρουόμενες αντιλήψεις του Πενταγώνου και του Υπουργείου Εξωτερικών για το ζήτημα της μεταπολεμικής πολιτικής μετάβασης στην περιοχή.
Ο πρώην υπουργός υποστηρίζει ότι στην κυβέρνηση Μπους οι συχνές αλλαγές πολιτικής αποτελούσαν μειονέκτημα στην πολεμική προσπάθεια, ενώ υπαινίσσεται ότι ήταν σφάλμα του προέδρου που δεν έκανε περισσότερα για να επιλύσει τις διαφωνίες ανάμεσα στους κορυφαίους συμβούλους του.
«Ο Μπους δεν έκανε πάντοτε και ίσως να μην επέμεινε σε μια έγκαιρη εξέταση των επιλογών του πριν καταλήξει σε απόφαση, ούτε επιδίωκε την αποτελεσματική εφαρμογή των αποφάσεων του», τονίζει ο Ράμσφελντ, ο οποίος απαντώντας στις κατηγορίες ότι δεν τα κατάφερε να έχει επαρκή στρατεύματα στον πόλεμο στο Ιράκ, αναφέρει ότι «αναδρομικά, υπήρχαν στιγμές, που περισσότερα στρατεύματα, θα είχαν βοηθήσει».
Επιμένει όμως ότι «οι ανώτεροι αξιωματικοί ποτέ δεν τον ενημέρωσαν σχετικά, εάν είχαν επιφυλάξεις για το μέγεθος της δύναμης εισβολής».
Ο Ράμσφελντ εκφράζει τη λύπη του που δεν έφυγε από την κυβέρνηση τον Μάιο του 2004, αφού είχε ξεσπάσει το σκάνδαλο της φυλακής του Άμπου Γκράιμπ : «Κοιτάζοντας πίσω, βλέπω ότι υπάρχουν πράγματα που η κυβέρνηση θα μπορούσε να είχε κάνει διαφορετικά και καλύτερα σε ό,τι αφορά τις φυλακίσεις μετά τον πόλεμο», παραδέχεται ο ίδιος.