Η πολυτάραχη ιστορία των Βαλκανίων έχει δείξει ότι η σταθερότητα και η ασφάλεια της περιοχής είναι από τα σημαντικότερα διακρατικά δημόσια αγαθά που πρέπει να υπερασπιζόμαστε. Ταυτόχρονα, ότι οφείλουμε να διασφαλίσουμε για την περιοχή ένα δικαιότερο, καλύτερο μέλλον με κοινωνική συνοχή, ασφάλεια, ανάπτυξη και διάχυση των νέων τεχνολογιών, καλύτερα εκπαιδευτικά και υγειονομικά συστήματα. Για να πραγματωθούν όλα αυτά, χρειάζεται τα κράτη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης να συντονίζονται και να συνεργάζονται. Να διαμορφώσουν μια σχέση αλληλοεμπιστοσύνης και φιλίας.
Στην προώθηση των πιο πάνω, υπήρξε τα τελευταία 20 χρόνια σειρά από θετικές ενέργειες, συμφωνίες, κοινές δράσεις. Η Συμφωνία των Πρεσπών ήταν μια θεμελιακή περίπτωση αυτών των νέων συνθηκών. Στόχευε να λύσει ένα πρόβλημα «ταυτότητας» και «αλυτρωτισμού». Στη Συμφωνία αντιτάχθηκαν η ακροδεξιά, η Ν.Δ. (όχι, πλέον, όλη), το ΚΙΝΑΛ (όχι πια με την ίδια ένταση), το ΚΚΕ και τμήμα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Ιδιαίτερα οι πρώτες δυνάμεις είχαν και έχουν την ίδια συνθηματολογία και στόχευση όπως η Ακροδεξιά και το VMRO στη Βόρεια Μακεδονία και Βουλγαρία. Αλληλοτροφοδοτούνται. Κάθε πλευρά επικαλείται τις αρνητικές ενέργειες της άλλης, προκειμένου από κοινού να «δικαιολογήσουν» την εχθρότητά τους προς τις Πρέσπες. Επί παραδείγματι, σε αθηναϊκή εφημερίδα –που μετά μανίας στήριξε τους «μακεδονομάχους» της περικεφαλαίας στην Ελλάδα– δημοσιεύονται σε καθημερινή βάση φωτογραφίες ακροδεξιών της Βόρειας Μακεδονίας που περιφέρονται με περικεφαλαίες και με κασκόλ που γράφουν «Μακεδονία», προκειμένου να τεκμηριωθεί η μη εφαρμογή της Συμφωνίας. Λες και οι διακρατικές συμφωνίες για να τύχουν εφαρμογής θα πρέπει να έχουν τη σύμφωνη γνώμη μειοψηφικών ομάδων στην κοινωνία τους, όπως των φασιστών και ακροδεξιών.
Οι δυνάμεις αυτές σκέφτονται μόνο πόσο κακό τους κάνει κάθε φορά που η χώρα δεν παραμένει αδρανής και λύνει προβλήματα με τους βόρειους γείτονές της. Δεν σκέφτονται ότι με τη στάση τους υπονομεύουν τη θέση της χώρας στην περιοχή και ότι συμβάλλουν, ακόμα και άθελά τους, στη γενικότερη αποσταθεροποίηση και ανασφάλεια. Oτι η υποστήριξη των ακραίων εθνικιστών σε Βουλγαρία (τέτοιο φιλοβουλγαρισμό δεν τον είχε δει η Ελλάδα ούτε την εποχή που οι «νέοι» σύγχρονοι εφιάλτες είχαν προσχωρήσει στους Βούλγαρους κομιτατζήδες του 19ου αιώνα) και της Βόρειας Μακεδονίας, μπορεί να διευκολύνει την αλληλοτροφοδοσία με επιχειρήματα, αλλά όλοι μαζί υπονομεύουν τις προοπτικές της περιοχής.
Προκειμένου ο Μπορίσοφ να παραμείνει στην εξουσία στη Βουλγαρία, συμμάχησε με το ακροδεξιό και ακραία εθνικιστικό κόμμα της χώρας του. Ταυτόχρονα, συγκρίνοντας τις «Πρέσπες» και τη δική του συμφωνία με τη Βόρειο Μακεδονία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ίδιος δεν έκανε καλή διαπραγμάτευση. Ο συνδυασμός αυτών των δύο πτυχών της πολιτικής του, καθώς και ότι βρισκόταν σε προεκλογική περίοδο, τον οδήγησε σε μια προσπάθεια υπονόμευσης της προοπτικής ένταξης της Βόρειας Μακεδονίας στην Ε.Ε.
Η κίνηση αυτή εκδηλώθηκε με τα γνωστά συνθήματα του βουλγαρικού μεγαλοσοβινισμού, σφραγίστηκε από την επαναφορά του χάρτη του Αγίου Στεφάνου, τότε που η Ρωσία προσπάθησε να χαρίσει στη Βουλγαρία τη μισή Βαλκανική, «στηρίχτηκε» σε διεκδικήσεις εις βάρος όλων των όμορων κρατών, πλην της Τουρκίας. Στην ίδια γραμμή, ακριβώς όπως έκαναν οι κομιτατζήδες, αρνήθηκε ότι οι Σλαβομακεδόνες, ένας νοτιοσλαβικός λαός, πραγματοποίησε στο πλαίσιο της Ο.Δ. της Γιουγκοσλαβίας την εθνογένεσή του, και εξαιτίας της σκληρής κατοχής τους από τον βουλγαρικό φασισμό.
Η επιθετικότητα του βουλγαρικού μεγαλοσωβινισμού, που με τίποτα δεν εκφράζει τα πραγματικά φιλειρηνικά αισθήματα της πλειοψηφίας του φίλου βουλγαρικού λαού, έστρωσε το χαλί για να κινηθεί ο σωβινισμός στη Βόρεια Μακεδονία που, όπως συνήθως, διοχέτευσε τις ακρότητές του αμυντικά προς τη Βουλγαρία και επιθετικά προς την Ελλάδα. Ολοι μας είδαμε τους ακροδεξιούς Σλαβομακεδόνες στις εξέδρες του ευρωπαϊκού ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος, που με πανό, κασκόλ και περικεφαλαίες τάχθηκαν για άλλη μια φορά ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών. Συμφωνία που είναι διακρατική και ασφαλώς δεν αναφέρεται σε ιδιώτες που αντιπολιτεύονται τη δημοκρατία και τις «Πρέσπες». Αυτούς τους ακραίους στις δύο αυτές χώρες βγήκε και στήριξε με πάθος η ελληνική ακροδεξιά και μερίδα του νεοδημοκρατικού τύπου με όλα τους τα τρολ.
Η πρακτική αντίθεση της βορειομακεδονικής ακροδεξιάς θεωρήθηκε από κύκλους στην Ελλάδα ως «απόδειξη» των προβλημάτων της διακρατικής Συμφωνίας των Πρεσπών. Σκόπιμα αγνοήθηκε ότι αυτή η Ακροδεξιά είναι εχθρική απέναντι στις Πρέσπες, στην κυβέρνηση Ζάεφ, στην ειρήνη και στη σταθερότητα της περιοχής, στην Ελλάδα. Το κύριο για τους υποστηρικτές τους στην Ελλάδα είναι να εμφανίζουν την Ακροδεξιά της Βόρειας Μακεδονίας και τα σωβινιστικά τους συνθήματα, ως προϊόν της Συμφωνίας και όχι ως προϊόν της εχθρότητάς τους απέναντί της.
Η αναβίωση των δράσεων των σωβινιστικών δυνάμεων σε γειτονικές χώρες με την υποστήριξη «των ανόητων των Αθηνών» δεν διακρίνει ότι η συνεχής υιοθέτηση των θέσεων αυτών των δυνάμεων οδηγεί σε καθυστερήσεις τη διαδικασία ένταξης της Βόρειας Μακεδονίας στην Ε.Ε. και κατά προέκταση στη διαμόρφωση νέου πεδίου κοινωνικών εντάσεων στο εσωτερικό της.
Δεν καταλαβαίνουν, επίσης, ότι αυτή η αναβολή «θάβει» τις ελπίδες του αλβανικού παράγοντα στην περιοχή να συναντήσει τα διαφορετικά του τμήματα ειρηνικά σε έναν κοινό τόπο: την Ε.Ε. Οτι η αφαίρεση μιας τέτοιας προοπτικής θα σήμαινε ένταση των εθνοτικών αντιθέσεων στη Βόρεια Μακεδονία, κινδύνους διάσπασής της και διαμελισμού της προς όφελος των κρατών Αλβανίας και Βουλγαρίας που με τόσο χαζό πάθος υποστηρίζουν «οι Ελληνες υπερεθνικιστές της ανοησίας». Εξέλιξη που ασφαλώς κανένας σώφρων πατριώτης δεν θα επιθυμούσε.
Οι «ανόητοι των Αθηνών» δεν έχουν καταλάβει ακόμα ότι το μέγιστο συμφέρον της Ελλάδας είναι να συμβάλλει αποφασιστικά στη σταθερότητα της περιοχής. Οτι μέσα από έναν τέτοιο ρόλο αναβαθμίζεται ο ρόλος της. Ενώ αντίθετα, εάν η Ελλάδα επανέλθει στο φοβικό σύνδρομο, στην υποταγή στους γύρω σοβινισμούς θα βγει ηττημένη από αυτούς που σήμερα οι ανόητοι στηρίζουν και επικαλούνται.
Μία ακόμα τελευταία παρατήρηση: άκουσα υπουργό της κυβέρνησης της Ν.Δ. που, προκειμένου να κάνει πολεμική στις Πρέσπες, αντί να καταγγείλει τις προκλήσεις εις βάρος της Συμφωνίας και να εξηγήσει τις συνέπειες, προσπάθησε να δικαιολογήσει και να απαλλάξει ευθυνών εκείνους που την παραβιάζουν με το επιχείρημα ότι οι «Πρέσπες» έχουν γκρίζες περιοχές. Είναι ο ίδιος που λόγω άγνοιας του διεθνούς δικαίου της θαλάσσης, δεν δίστασε να δικαιολογήσει τις θεωρίες των γκρίζων ζωνών της Τουρκίας στα έξι μέχρι τα δώδεκα μίλια των χωρικών μας υδάτων. Φαίνεται ότι επιθυμεί να είναι «ο εργολάβος των γκρίζων ζωνών»!
Αναδημοσίευση από την “Καθημερινή”
- O κ. Νίκος Κοτζιάς είναι πρώην υπουργός Εξωτερικών.