Αν η υπόθεση των Γλυκών Νερών μας αφήνει μια κληρονομιά είναι το πώς, όταν γίνεται πλημμελής αυτοψία χώρου από τη στιγμή που κλιμάκιο της Αστυνομίας καταφθάνει στον τόπο του εγκλήματος, η εξιχνίαση μιας ανθρωποκτονίας εκτρέπεται, με αλυσιδωτές αντιδράσεις για το κύρος της διαδικασίας, την αποτελεσματικότητα των αρχών, τις πραγματικές πιθανότητες διάσωσης και αποκάλυψης της ουσιαστικής αλήθειας και εν τέλει την εμπιστοσύνη του πολίτη στο σύστημα Ποινικής Δικαιοσύνης.
Του Παναγιώτη Παπαϊωάννου
Ο απαράβατος κανόνας του εγκληματολόγου Hans Gross που διέπει κάθε αστυνομική έρευνα διδάσκεται στο πλαίσιο του μαθήματος της Ανακριτικής σε όλες τις αστυνομικές και νομικές σχολές του κόσμου, οπωσδήποτε και στις Ελληνικές. Έχει ως εξής :
“Μην αλλάζετε τη θέση, μη σηκώνετε κι ακόμη μην αγγίζετε οποιοδήποτε αντικείμενο, προτού τούτο να περιγραφεί λεπτομερώς σε επίσημη έκθεση και πριν παρθούν φωτογραφίες της σκηνής του εγκλήματος” (βλ., μ.α., Hans Gross & Richard Leofric Jackson ; Criminal Investigation (Α Practical Textbook for Magistrates, Police Officers & Lawyers pg. 76-78., Sweet & Maxwell ed., London 1962, Κωνσταντίνου Γ. Πίττου, Εγκληματολογική Τακτική Α΄, Αθήνα, 1976, σελ. 100 επ., Θ. Συρογιάννη, η Σύγχρονος Εξιχνίασις του Εγκλήματος, Αθήνα 1964, σελ. 7 επ.).
Αυτό λοιπόν, στην υπόθεση των Γλυκών Νερών, όπως ομολογείται εκ των υστέρων, δ ε ν συνέβη.Αντίθετα, από την πρώτη σχεδόν μέρα, επίσημα χείλη έστρεψαν την έρευνα για την ανεύρεση του δράστη της ειδεχθούς ανθρωποκτονίας (και της μιας ζωοκτονίας) προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις, αυτήν της ληστείας μετά φόνου από «ομάδα σεσημασμένων αλλοδαπών κακοποιών». Ο ίδιος ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη επικύρωσε αυτή την κατεύθυνση συνυπογράφοντας με συναρμόδιό του μια επικήρυξη ύψους 300.000 Ευρώ για όποιον έδινε πληροφορίες που θα οδηγούσαν στης σύλληψη του δράστη, ενώ και η Πρόεδρος της Ενώσεως Δικαστών και Εισαγγελέων πρόλαβε να δηλώσει ότι «Η έξαρση της εγκληματικότητας οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην εισροή στην ελληνική κοινωνία πληθυσμών οι οποίοι δεν ασπάζονται τις ίδιες αξίες με τον Έλληνα, δεν έχουν την ίδια εκπαίδευση».
Μέχρι τότε, κατάτρομη η για πολλούς και συγγνωστούς λόγους ανασφαλής ελληνική κοινή γνώμη, πίστευε, ενστικτωδώς, ότι τέτοια συστράτευση των αρχών, δεν μπορεί, θα είχε μια βάση σε στοιχεία. Και ότι οι δικές του διαισθητικές σκέψεις για το πόσο «ψύχραιμος και χωρίς δάκρυα» έδειχνε ο σύζυγος της αδικοχαμένης 20χρονης μητέρας, δεν μπορεί, θα είχε ληφθεί υπ’ όψν από τους «ειδικούς ψυχολόγους» της ΕΛ.ΑΣ..
Στην πραγματικότητα, αυτό που είχε συμβεί είναι ότι οι –κατά τη συνήθη προσφώνηση από τα media- «έμπειροι» αξιωματικοί της Ασφάλειας «παραπλανήθηκαν» από τον μόνο παρόντα στη σκηνή του εγκλήματος άνθρωπο. Τον δράστη.
Κατά μια εναλλακτική ανάγνωση, ότι υπέκυψαν εύκολα στις ήδη προδιαμορφωμένες αντιλήψεις τους γι’ αυτό που τους μεταφέρθηκε από τους συναδέλφους τους που έφθασαν πρώτοι στον τόπο του εγκλήματος, χωρίς να μεσολαβήσει καν χρόνος για να συνταγούν οι απαραίτητες εκθέσεις, οι οποίες, με βάση τα αρ. 179 – 182 του Κ.Π.Δ. «μπορούν» να περιλαμβάνουν φωτογραφήσεις απεικονίσεις, αποτυπώματα, πειραματικές αναπαραστάσεις και κάθε αναγκαία ενέργεια προς εξακρίβωση των περιστατικωλν που συγκριτούν το υπό έρευνα έγκλημα.
Χρειάστηκε να περάσουν 17 ημέρες από το έγκλημα για να ζητηθεί στις 28 Μαΐου να εξεταστεί το η συσκευή του κινητού τηλεφώνου του επιζώντος και παρόντος στον τόπο του εγκλήματος συζύγου. Αυτό με το οποίο ο ίδιος συνέχιζε στο μεταξύ να διαχειρίζεται τα προσωπικά του social media και να δρέπει τη συμπάθεια της κοινής γνώμης «γι’ αυτό που του συνέβη». Όταν τελικά το κινητό τηλέφωνο εξετάστηκε στα εργαστήρια της ΕΛ.ΑΣ, προέκυψε ότι καταγραφόταν σ΄αυτό δραστηριότητα ενώ ήταν, υποτίθεται, με βάση το αφήγημα, το οποίο είχε προκριθεί άγνωστο με ποια λογική αξιόπιστο, ήταν επί δίωρο «λιπόθυμος» και «δεμένος από τους τρεις ληστές», έναν εκ των οποίων μάλιστα είχε και «αναγνωρίσει». Η διερεύνηση, δηλαδή, των ψηφιακών ιχνών εντός ενός συνήθους τόπου τέλεσης εγκλήματος (μια αστική κατοικία με κάμερες, συναγερμό, με κατοίκους που διαθέτουν ψηφιακά ρολόγια – πολυκαταγραφείς και κινητά τηλέφωνα) αγνοήθηκε ως πρώτιστο εργαλείο της ανασύστασης της σκηνής του εγκλήματος (Crime Scene Reconstruction, θεμέλιου λίθου για τη σύγχρονη Ανακριτική), κατά την, όπως καλείται, Αυτοψία (αρ. 180 και 149 του Κ.Π.Δ.), ενώ προτιμήθηκε η … αλάθητη διαίσθηση. Στην οποία πάνω στήθηκε μια πολυσεναριακή επικοινωνική διαχείριση
Στην πραγματικότητα, το μεθοδολογικό έλλειμα αποκαλύφθηκε αργότερα, μετά την κινηματογραφική μεταφορά του υπόπτου στις 17 Ιουνίου με ελικόπτερο για «μια ακόμη κατάθεση», η οποία κατέληξε στην «ομολογία του». Στις 20 Ιουνιου και πάλι …διέρρευσε ότι «το λάθος» είχε γίνει από την πρώτη στιγμή: “(…) Οι τρεις αστυνομικοί που μπαίνουν στο σπίτι, συγκλονισμένοι, όπως είπαν, από αυτό που αντίκρυσαν, κάνουν λάθος και λύνουν τον πιλότο προτού τραβήξουν φωτογραφίες, που θα έδειχναν πως ήταν δεμένος” (πηγή .https://www.in.gr/…/glyka-nera-xroniko-tou-egklimatos…/
Ενώ λοιπόν το πώς ήταν δεμένος ο μετέπειτα κατηγορούμενος θα αποκάλυπτε αν υπήρξαν άλλα πρόσωπα στη σκηνή του εγκλήματος και άρα αν έλεγε αλήθεια για την υποτιθέμενη «ληστεία» και ενώ η συλλογή του ψηφιακού υλικού είχε στην ουσία αγνοηθεί, καθ’ όλη τη διάρκεια των 37 ημερών μέχρι τη σύλληψή του, προτιμήθηκε μια ατέρμονη ως και αλλοπρόσαλλη σειρά από «διαρροές», μέσα από τις οποίες οι αρχές επέμειναν να παρουσιάζουν έναν οργασμό κινητικότητας και «ερευνών» που θα οδηγούσαν στην εξιχνίαση του εγκλήματος. Αξιοποιώντας δημοσιογραφικούς συνδέσμους οι οποίοι σπάνια επιδεικνύουν διάθεση κριτικής, οι οποίοι απαναπάγουν πρόθυμα, με αντίτιμο την «αποκλειστικότητα», «ό,τι τους λέει η πηγή τους», χωρίς πολλές φορές να ξέρουν πώς και τί να (την) ρωτήσουν για να διαπιστώσουν αν η «πληροφορία» σχετικά με υπαρκτό ή μη στοιχείο της σχηματιζόμενης δικογραφίας είναι νομικά και δικονομικά έγκυρη ή όχι. Κάπως έτσι, η κοινή γνώμη ταίστηκε για έναν μήνα και πλέον μέχρι σκασμού με αληθοφανή και μη σενάρια τα οποία διέθεταν λιγώτερο ή περισσότερο, την ίδια punch line : «τους έχουμε, είναι θέμα χρόνου».
Η δε εσπεσμένη «ομολογία» του συζυγοκτόνου εντός των κρατητηρίων, χωρίς να είναι ακόμη κατηγορουμενος και να του έχουν απονεμηθεί οι δικονομικές και συνταγματικές εγγυήσεις, δύσκολα μπορεί να αποστεί από την εντύπωση ότι δρομολογήθηκε όταν ο κίνδυνος να εκτεθεί το ολόκληρο το σύστημα από περαιτέρω διαρροές όσων δε θα μπορούσαν πλέον να κρατήσουν κλειστό το στόμα τους για τους εσφαλμένους χειρισμούς της έρευνας είχε αρχίσει πλέον να γίνεται «μη διαχειρίσμος».
Προσπερνώντας το αν οι ίδιες οι διαρροές της προανάκρισης είναι πρακτική που κατά νόμον επιτρέπεται (στα αρ. 251 και 252 του Π.Κ. προβλέπεται και τιμωρείται η παραβίαση δικαστικού απορρήτου, ως μια ειδική περίπτωση παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου, ακόμη και για «γεγονότα, έγγραφα ή πληροφορίες», όταν αυτά σχετίζονται με πράξεις που διενεργούνται κατά τη διάρκεια ανάκρισης και κατέστησαν προσιτά στο δράστη λόγω της υπηρεσίας του), από την υπόθεση αναδείχθηκε κάτι πολύ ανησυχητικό :
Το ποιά, μέσα στην ιεραρχία των Αστυνομικών Αρχών, μοιάζει η πιο «δυνατή» ιδέα, μοιάζει να αποκτά μεγαλύτερο ειδικό βάρος από τα στοιχεία μιας οργανωμένης ανακριτικής δουλειάς, δηλαδή από την πραγματικότητα. Και αν με την «ιδέα» τα στοιχεία δε συμβαδίζουν, τόσο το χειρώτερο με την παραγματικότητα. (Πηγή : https://www.in.gr/2021/06/20/greece/glyka-nera-giati-argise-el-na-antilifthei-paixnidi-tou-pilotou-deka-erotimata-gia-paraskinio-tis- ereynas/?fbclid=IwAR3NeXH94nFHYY5MI_LUS6Cv_iicAb48KuNeukqnhYs5KDl_X9mpssJtA3I )
Αν όμως σε ένα τόσο κλασσικό αστυνομικό έγκλημα, μια συζυγοκτονία, η οποία μάλιστα επισυμβαίνει σε ελεγχόμενο περιβάλλον και στην οποία υπάρχει επιζών, ο οποίος αν μη τί άλλο πρέπει να αξιοποιηθεί ως πολύτιμος μάρτυρας, η αστυνομική δουλειά μοιάζει τόσο επικίνδυνα με ιδεοληπτικό εμπειρισμό, τότε σε άλλες, πιο σύνθετες εγκληματικές υποθέσεις, πολυπρόσωπες, με ανάγκη διασταυρώσεως ψηφιακών, ιατροδικαστικών και εμμάρτυρων στοιχείων και συνέργειας με πραγματογνώμονες, τί συμβαίνει;
Στις 18 Ιουνίου, δε, ήρθε και η δημόσια τοποθέτηση σε τηλεοπτική εκπομπή από συνδικαλιστή αστυνομικό για να ενθέσει ακόμη πιο οχληρές ιδέες στο κοινό για το τί μπορεί να συμβαίνει σε αυτές τις άλλες υποθέσεις. Ο κατηγορούμενος, ειπώθηκε, «ήταν βλάκας, γιατί αν μας έπαιρνε κατευθείαν τηλέφωνο, θα καθόταν μέσα μόλις έξι χρόνια». Ρήση, την οποία ο οποιοσδήποτε μπορεί να ερμηνεύσει ως «αν ήταν συνεργάσιμος, θα τον πιστεύαμε και θα τον ανταμείβαμε με τις προϋποθέσεις για μια ευνοϊκή μεταχείριση από το δικαστήριο, στη δικογραφία που εμείς θα φτιάχναμε, τα στοιχεία της οποίας θα έδειχναν προς ένα έγκλημα τελεσθέν σε κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής».
Μια σπονδυλωτή, τραγελαφική κατάληξη, βγαλμένη λες από επεισόδιο της παλιάς τηλεοπτικής σειράς «Μπάρνεϋ Μίλλερ», με τους αστυνομικούς του 12ου Αστυνομικού Τμήματος της Νέας Υόρκης να υποπίπτουν σε ανείπωτες γκάφες κατά τη σύλληψη και διαχείριση των δραστών, πριν φιλοσοφήσουν πικρά και βαριεστημένα και συνεχίσουν για νέες περιπέτειες.
Αθροιστική συνέπεια των παραφωνιών αυτών (οι οποίες ξεκίνησαν από μια λάθος έρευνα και εξαπλώθηκαν με την επίδραση ντόμινο), υπήρξε δυστυχώς η εξής : η κοινή γνώμη, η οποία πάντοτε αγωνιωδώς «ζητά απαντήσεις», δηλητηριασμένη από τις διαψεύσεις και τις παλινωδίες των υπευθύνων, να καταφύγει εύκολα στην απαξίωση των θεσμών (το γνωστό «δεν ξέρουν τί τους γίνεται»), τη δραματοποίηση (βλ. «να πεθάνει το τέρας»), την ανιστόρητη ποινολαγνεία («θανατική ποινή για όποιον…») και να τείνει να υποκύψει, πριν καν ξεκινήσει η Τακτική Ανάκριση, στην παραφιλολογία της πλεκτάνης («κάτι υπάρχει από πίσω και δε μας το λένε»). Αδυνατώντας να συλλάβει το πόσο τελικώς παράγοντες ξένοι προς την αλήθεια, όπως η ικανότητα, η ιεραρχία και η γραφειοκρατία καθορίζουν το σε τί συνίσταται τελικά η δικονομικώς αποδείξιμη αλήθεια και σε τί όχι. Και δυστυχώς, μακροπρόθεσμα, ιστάμενη απρόθυμη να αποδεχθεί το δικαστήριο ως τον φυσκό χώρο κρίσης για την αθωότητα ή την ενοχή των βαρυνομένων με τις κατηγορίες ποινικής φύσεως (όπως αναφέρεται και στην υπόθεση Warms κατά Αυστρίας του ΕυρΔΔΑ), αφού την φυσική της «αλήθεια», την περί δικαίου αίσθηση, της την έχουν σκυλεύσει πολύ νωρίτερα.
………………………………
* Ο Παναγιώτης Γ. Παπαϊωάννου είναι μαχόμενος Δικηγόρος Αθηνών, διδάκτωρ Εγκληματολογίας. συγγραφέας των βιβλίων «Ανθρωποκτόνοι Κατά Συρροή και κατ’ Εξακολούθηση (Serial Killers & Mass Murderers) – το Ελληνικό Παράδειγμα», Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη 2013 και «Εγκλήματα Ζηλοτυπίας – Εγκληματολογική Θεώρηση και Νομολογία», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2001.