Ρωτάνε: μα θέλετε ανθρώπους με βαθμούς κάτω από τη βάση να σπουδάζουν; Η ερώτηση ουσιαστικά είναι επένδυση, στην ιδιωτική παιδεία σε σχολεία πολλαπλά υποδεέστερα των δημοσίων, από ανθρώπους που έχουν δει το ελληνικό πανεπιστήμιο μόνο μια φορά που πήγαν για μια διάλεξη.
Ας δούμε, λοιπόν, για πιο λόγο καθιερώθηκαν οι εξετάσεις εισαγωγής στα ΑΕΙ:
Μια ερμηνεία θα ήταν ότι ο θεσμός των πανελλήνιων εξετάσεων γεννήθηκε ως απαίτηση ενός δεύτερου απολυτηρίου Λυκείου. Τον Ιούνη εξετάσεις για το «απολυτήριο από το σχολείο» και τον Ιούλη εξετάσεις για «πανελλήνιο απολυτήριο». Αν αυτή ήταν η αιτία γέννησης που έχουμε πανελλήνιες εξετάσεις η κ. Κεραμέως, ο σκοταδισμός προσωποποιημένος, θα είχε πιθανό δίκαιο. Θα τίθετο, βέβαια, το ερώτημα, προς τι δύο απολυτήρια μέσα σε ένα μήνα; Ας σταματήσει, λοιπόν, η κ. Κεραμέως τους περί βαθμών εξυπνακισμούς και ας μας πει προς τι τα δύο απολυτήρια εντός ενός μήνα.
Η αλήθεια, βέβαια, είναι άλλη. Οι εξετάσεις για το απολυτήριο του Λυκείου διερευνούν αν κάποιος γνωρίζει επαρκώς τα μαθήματα που διδάχτηκε στο Λύκειο ώστε να λάβει, κατά προέκταση, βαθμούς πάνω από τη βάση. Αν τα καταφέρνει του απονέμεται το απολυτήριο με την ανάλογη κοινωνική αναγνώριση και τη δυνατότητα αξιοποίησης για μελλοντικές σπουδές και επαγγελματική αποκατάσταση.
Οι πανελλήνιες εξετάσεις εισαγωγής, αντίθετα, δεν στοχεύουν στο να «μετρήσουν» και αξιολογήσουν την επάρκεια των γνώσεων που αποκτήθηκαν στο σχολείο. Επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν ένα διττό πρόβλημα κατανομής του μαθητικού πληθυσμού: Εξαιτίας του γεγονότος ότι οι θέσεις στα ΑΕΙ είναι λιγότερες από τους κατόχους απολυτηρίου Λυκείου που επιδιώκουν να σπουδάσουν εισάγεται ένας μηχανισμός διττής κατανομής.
Μεθοδολογικά η πρώτη κατανομή είναι ποιοι είναι οι καλύτεροι των κατόχων του απολυτηρίου του Λυκείου προκειμένου να εισαχθούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και η δεύτερη σε ποιες σχολές δύνανται να εισαχθούν. Σκοπός των πανελλήνιων δεν είναι να κάνουν έναν έλεγχο γνώσεων επί των κατόχων απολυτηρίου και αν καλώς το απέκτησαν. Σκοπός τους είναι να κάνουν αυτές τις δύο κατανομές: ποιος/ά και που. Κατά συνέπεια αν έχουμε σε ένα έτος [Χ] αριθμό αποφοίτων του Λυκείου, παραδεχόμαστε ότι όλοι έχουν τις απαραίτητες γνώσεις. Επειδή, όμως, οι θέσεις είναι λιγότερες και σε μερικές σχολές πολύ λίγες σε σχέση με την επιθυμία των υποψηφίων γίνονται οι πανελλήνιες εξετάσεις και εισάγεται ο διττός μηχανισμός κατανομής.
Το ιστορικό των εξετάσεων είναι σαφές. Το απολυτήριο μετρά γνώσεις κάθε μαθητή, ανεξάρτητα του πόσοι θα είναι οι απόφοιτοι, ενώ οι εισαγωγικές στα ΑΕΙ προσπαθούν να ιεραρχήσουν αυτούς που αποδεδειγμένα, αφού έχουν πλέον απολυτήριο, απέκτησαν τις απαραίτητες γνώσεις. Είναι φανερό ότι η κ. Υπουργός Παιδείας που ζει στο σκότος και δεν κατανοεί την ελληνική πραγματικότητα, δεν γνωρίζει την εκπαιδευτική ιστορία της χώρας, μπερδεύει την ιστορική αναγκαιότητα και την λειτουργία των δύο διαφορετικών εξετάσεων, με αποτέλεσμα να κάνει πολλαπλά «εγκληματικά λάθη», εκ των οποίων τα κυριότερα είναι τα εξής:
Πρώτον: δεν αντιλαμβάνεται την διαφορετική λειτουργία του απολυτηρίου και των εισαγωγικών εξετάσεων και θεωρεί ότι οι δεύτερες είναι επανάληψη των πρώτων και για αυτό δεν κατανοεί τι σημαίνει να περνάς τη βάση στο απολυτήριο και τι σημαίνει ιεράρχηση μέσω των εισαγωγικών. Ο μηχανισμός κατανομής ιεραρχεί, δεν απαιτεί τη βάση, αυτή κρίθηκε στο απολυτήριο και με αυτό.
Δεύτερον: δεν αντιλαμβάνεται το ρόλο του μηχανισμού κατανομής. Ο μηχανισμός κατανομής αποσκοπεί μέσω μιας βαθμολογικής ιεράρχησης να διασφαλίσει την εισαγωγή στα ΑΕΙ και την κάλυψη όλων των θέσεων. Δεν αποσκοπεί στον έλεγχο για το ποιος θα πάρει ένα δεύτερο απολυτήριο.
Τρίτο, μη κατανοώντας αυτές τις διαφορές, η κ. Κεραμέως κάνει το ελληνικό απολυτήριο ένα κουρελόχαρτο που δεν έχει παρά ελάχιστη λειτουργία, αξίζει όσο αξίζει μόνο για τους αποτυχόντες στις εισαγωγικές και υποβαθμίζει συνειδητά την ελληνική εκπαίδευση στον ευρωπαϊκό της περίγυρο.
Τέταρτο, η κυρία Υπουργός δίνει αξία στο απολυτήριο μόνο σε σχέση με τα ιδιωτικά κολλέγια. Εκεί μπορεί κανείς να εισαχθεί χωρίς πανελλήνιες εξετάσεις, πιο ορθά χάρη στο ότι απέτυχε να εισαχθεί σε αυτές. Πρόκειται για μια σαφή επιλογή. Οι απόφοιτοι από την ιδιωτική παραπαιδεία και τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια έχουν ισοτιμία επαγγελματικών δικαιωμάτων. Αυτό χάρη στην κυρία Υπουργό, καθιστά τον ιδιωτικό τομέα μεταλυκειακής εκπαίδευσης τον πιο «άνετο» δρόμο προς την επαγγελματική αγορά.
Πέμπτο, είναι φανερό που το πάει η κυρία Υπουργός. Περιορίζει τις θέσεις στο δημόσιο σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και γεννοβολά πελατεία για την ιδιωτική. Στη συνέχεια, στο όνομα των μειωμένων φοιτητών του δημόσιου τομέα σκοπεύει να περιορίσει στο άμεσο μέλλον τις δημόσιες δαπάνες σε αυτά. Λίγο αργότερα, στο όνομα «της ισοτιμίας» των δημοσίων και ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων σχεδιάζει να αναλάβει την επιδότηση από το δημόσιο των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων. Το σχέδιό της είναι να μεταφερθούν πρόσωπα και υλικοί πόροι από την δημόσια στην ιδιωτική εκπαίδευση, η εγκατάλειψη της πρώτης και η στήριξη εκπαιδευτηρίων κατά κανόνα τρίτης κατηγορίας με τα οποία η ίδια και αρκετοί υπουργοί της κυβέρνησης της ΝΔ διατηρούν ιδιαίτερες σχέσεις.
Έκτο, με αυτή τη μεταφορά περιορίζει τις δυνατότητες εκπαίδευσης των παιδιών από τα λαϊκά στρώματα, άρα παγώνει και την κινητικότητα στην ελληνική κοινωνία. Οι πράξεις και οι νομοθεσίες της είναι άλλη μια μορφή κοινωνικού πολέμου από τα πάνω και υποβάθμισης της χώρας στο νέο διεθνές περιβάλλον που δημιουργείται.
Τελευταίο, ποιος της είπε της κ. Υπουργού ότι ένας μαθητής με απολυτήριο και όχι υψηλές βαθμολογίες δεν μπορεί να γίνει ένας άριστος φοιτητής και να διαπρέψει στον τομέα των σπουδών του αλλά και γενικότερα; Ποιος της είπε ότι στη σημερινή εποχή χρειαζόμαστε λιγότερο μορφωμένους πολίτες;
Η μόρφωση του πολίτη που κατανοεί τις νέες ανάγκες της εποχής μας, που δεν είναι αναλφάβητος ως προς αυτές, είναι και θεμέλιο για την διασφάλιση μιας δημοκρατικής πολιτείας. Αλλά μπροστά στα οφέλη των ιδιωτών φίλων της, την κυρία Κεραμέως δεν την ενδιαφέρει η δημοκρατία και η κοινωνική δικαιοσύνη, ούτε η ανάπτυξη της κοινωνίας. Αυτά που δεν την ενδιαφέρουν, είναι ένας ακόμα λόγος που πρέπει να φύγει.