Μετά τις πρόσφατες εξελίξεις αναφορικά με το άνοιγμα ενός, μικρού έστω, μέρους της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου, νομίζω ότι ουδείς από όσους ασχολούνται με την πορεία, ή καλύτερα την καθήλωση, τα τελευταία χρόνια του Κυπριακού δεν ξαφνιάστηκε.
Της Μαρίας Γιαννακάκη
Πώς φτάσαμε ως εδώ, όταν το ξημέρωμα της 7ης Ιουλίου 2017 στο Κρανς Μοντανά η επιστροφή στο Βαρώσι θεωρούταν εφικτή και η τελική διχοτόμηση «απομακρυσμένο» ενδεχόμενο; Η Τουρκία απλώς εκμεταλλεύτηκε την απραξία και τη στασιμότητα, αφού μετά την κατάρρευση των συνομιλιών στο Κρανς Μοντανά δεν έχει υπάρξει καμία πρωτοβουλία, διανύουμε το μεγαλύτερο διάστημα χωρίς συνομιλίες από το 1974, και προχώρησε στην μονομερή αλλαγή του καθεστώτος προκειμένου να πετύχει το διαχρονικό της στόχο, που είναι η διχοτόμηση του νησιού, η οποία ποτέ δεν ήταν τόσο κοντά όσο σήμερα.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι μεταβίβασε αυτή την περιοχή στο ψευδοκράτος: προσπαθεί να αποενοχοποιηθεί ότι δεν είναι αυτή που το κάνει αλλά το ψευδοκράτος, διότι η περίκλειστη πόλη της Αμμοχώστου θεωρείτο στρατιωτική ζώνη και τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών στην Τουρκία απευθύνονται και την καλούν να την επιστρέψει στους νόμιμους ιδιοκτήτες του. Η Τουρκία προχωρά αργά, αλλά σταθερά προσπαθώντας να μετρήσει τόσο τις αντιδράσεις της Διεθνούς Κοινότητας, όσο και τα αντοχές των Ε/κυπρίων. Εξάλλου, το άνοιγμα μιας περίκλειστης πόλης, τόσο σε οικονομικό όσο και σε τεχνικό επίπεδο δεν είναι κάτι που μπορεί να γίνει άμεσα.
Οι κινήσεις του Τούρκου Προέδρου στην Κύπρο αποσκοπούν κυρίως στη συσπείρωση των εθνικιστών συμμάχων του για τους οποίους η Κύπρος είναι ιδιαίτερα σημαντική. Οι εθνικιστές του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, ο οποίος συνόδευσε τον Ταγίπ Ερντοάν στην επίσκεψη στα κατεχόμενα, θέλουν να αναδείξουν την Κύπρο ως ένα από τα βασικά μέτωπα νομιμοποίησής τους, ενώ παράλληλα φοβούνται την όποια προσέγγιση της Άγκυρας με τις ΗΠΑ και την ΕΕ και θέλουν να την αποτρέψουν.
Ο Ερντοάν μέσω Τατάρ προσπαθεί να καταργήσει την Αμμόχωστο ως σύμβολο της βίας του πολέμου και να την εντάξει σε ένα πλαίσιο κανονικότητας. Είναι πασιφανές ότι η Κύπρος πληρώνει τα επίχειρα της αντιφατικής πολιτικής που εφήρμοσε τα τελευταία χρόνια στο Κυπριακό.
Οι θιασώτες της Νέας Στρατηγικής, του «Δόγματος Δούντα» και η ε/κυπριακή ελίτ, η οποία επιθυμούσε ένα μικρό, έστω, αλλά ελληνικό κράτος οφείλουν να είναι ευχαριστημένοι: Ο απορριπτισμός, η πολιτική της άρνησης και του όχι σε όλα, η πολιτική που ακολουθήθηκε όλα αυτά τα χρόνια οδήγησε στο αδιέξοδο.
Το “όχι σε όλα”, η απόρριψη των ιδεών και όλων των σχεδίων των Ηνωμένων Εθνών, με χαρακτηριστικότερη αυτή τον Ιούλιο του 1978, όταν ο Ντενκτάς πρότεινε επιστροφή των Βαρωσίων με μόνο αντάλλαγμα την επανέναρξη των συνομιλιών και το Αμερικανοβρετανοκαναδικό Σχέδιο (Σχέδιο ABC) εφτά μήνες αργότερα, που προέβλεπε ότι η επανεγκατάσταση των Βαρωσίων θα μονογραφείτο «ταυτόχρονα με την επανάληψη διακοινοτικών διαπραγματεύσεων», το οποίο και πάλι ο Σπύρος Κυπριανού απέρριψε.
Αποκορύφωμα το τραγικό “όχι” στο Σχέδιο των Ηνωμένων Εθνών το 2004 που υπήρξε η ταφόπετρα όλων των προσπαθειών για την επίτευξη μιας λύσης του Κυπριακού που θα επανένωνε την Κύπρο.
Ο μεγάλος νικητής ήταν το απορριπτικό μέτωπο, τα κόμματα και τις δυνάμεις που διαχρονικά απέρριπταν τη λύση, υποστηρίζοντας τη διαιώνιση του προβλήματος, τη διαιώνιση του status quo, της υφιστάμενης κατάστασης πραγμάτων, της «δεύτερης» καλύτερης λύσης, που γι’ αυτούς ήταν στην πραγματικότητα η πρώτη καλύτερη λύση.
Χάθηκε η ευκαιρία συνεννόησης με τον διαλλακτικό Μουσταφά Ακκιντζί και αναρριχήθηκε, με τη βοήθεια του Ερντοάν στην εξουσία ο Ερσίν Τατάρ του οποίου οι απόψεις ταυτίζονται με το απορριπτικό μέτωπο στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Η μόνη ρεαλιστική και ελπιδοφόρα απάντηση για απελευθέρωση και επανένωση του νησιού είναι η άμεση επανέναρξη των συνομιλιών με στόχο τη Διζωνική, Δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα όπως καθορίζεται στα Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας ΟΗΕ, μία λύση που μπορεί να εγγυηθεί την ειρήνη και την ασφάλεια της Κύπρου. Και μία απάντηση σε αυτούς που ρωτούν, κάποιοι με ειλικρινή αγωνία, κάποιοι εκ του πονηρού «Μα με τον Ερντοάν θα κάνουμε διάλογο» να θυμίσω ότι στην πολιτική δεν έχουμε την πολυτέλεια της επιλογής ούτε των γειτόνων ούτε των συνομιλητών μας και επίσης ότι μια πολιτική αλλαγή στην Τουρκία δεν θα σήμαινε αυτομάτως ευνοϊκότερη στάση, καθώς το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έχει, για ιστορικούς λόγους, πολύ σκληρή στάση στο Κυπριακό.
Από το 1974 έχουμε συνομολογήσει ότι το Κυπριακό θα λυθεί με συνομιλίες, όσοι δημιουργούν κωλύματα ή κωλυσιεργούν, μιλούν για συζητήσεις από μηδενική βάση, ή μιλούν για άλλες λύσεις πέραν της ΔΔΟ στη βάση των σχετικών ψηφισμάτων του ΟΗΕ, των Συμφωνιών Υψηλού Επιπέδου, του διεθνούς δικαίου και του κοινοτικού κεκτημένου ας μην τρέφουν αυταπάτες ότι ο χρόνος είναι σύμμαχός τους. Καθημερινά αποδεικνύεται εχθρός. Οι πρόσφατες εξελίξεις στην Αμμόχωστο δείχνουν ότι είναι αφέλεια να πιστεύουν ότι θα διατηρηθεί επ’ αόριστο το σημερινό status quo: η οριστική διχοτόμηση έρχεται ολοένα και πιο κοντά με ό,τι αυτό σημαίνει: Η Κυπριακή Δημοκρατία θα αποκτήσει 185 χλμ. κοινά σύνορα με την Τουρκία, θα της «χαρίσει» το μισό νησί και θα της επιτρέψει να μεταφέρει στο νησί όσο στρατό και εποίκους θέλει και να θέτει μελλοντικά ζητήματα «ζωτικού χώρου», τύπου Αλεξανδρέττα.
Η Μαρία Γιαννακάκη είναι Πρόεδρος της Πρωτοβουλίας Ειρήνης και Αλληλεγγύης με την Κύπρο-Έτος Κύπρου