Η προσπάθειά του στο Grand Prix της Ουγγαρίας, ήταν συγκλονιστική. Ο Λούις Χάμιλτον κράτησε την πρώτη θέση μετά από την επεισοδιακή εκκίνηση, βρέθηκε τελευταίος, όμως με αντεπίθεση διαρκείας και οδήγηση για σεμινάριο πήρε την τρίτη θέση την ώρα που ο αντίπαλός του για την κατάκτηση του τίτλου, Μαξ Φερστάπεν, τερμάτιζε στη 10η θέση.
Ομως μετά το τέλος του αγώνα, στο πόντιουμ, ο επτά φορές παγκόσμιος πρωταθλητής της Formula 1 έδειχνε όχι απλά εξουθενωμένος, αλλά και κάτι περισσότερο.
“Παλεύω όλη τη χρονιά με την υγεία μου μετά απ’ όσα έγιναν στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς και η αυτή η πάλη συνεχίζεται. Σήμερα είχα έντονες ζαλάδες και στο πόντιουμ όλα έγιναν μαύρα. Δεν έχω μιλήσει με κάποιον, αλλά φαίνεται πως η κατάσταση συνεχίζεται. Θυμάμαι τα συμπτώματα που είχα, η προπόνηση έχει αλλάξει από τότε και η κούραση είναι περισσότερη. Είναι μια πρόκληση. Θα προσπαθήσω να συνεχίσω την προπόνησή μου, την προετοιμασία μου όσο καλύτερα μπορώ. Ποιος ξέρει, ίσως απλά να αφυδατώθηκα σήμερα, αν και ήταν κάτι που δεν είχα ξανά στο παρελθόν. Υπήρξαν συμπτώματα και στο Σίλβερστον, αλλά σήμερα ήταν πολύ χειρότερα” ήταν τα λόγια του Χάμιλτον.
Ο Χάμιλτον βρέθηκε θετικός στην COVID-19 και αναγκάστηκε να χάσει το προτελευταίο Grand Prix του Sakhir τον Δεκέμβριο.
Ο Βρετανός επέστρεψε στη δράση στον τελικό αγώνα στο Αμπού Ντάμπι στις 13 Δεκεμβρίου, όπου τερμάτισε τρίτος μετά το αρνητικό τεστ, αλλά ανέφερε ότι αισθάνθηκε τις συνέπειες της νόσου. Την Κυριακή, ανέφερε οτι τα συμπτώματα παραμένουν.
Παρατεινόμενη ή χρόνια νόσος;
Το γρίφο των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων μετά από νόσηση από κορωνοϊό φαίνεται πως καλείται να λύσει επί μακρόν η ιατρική κοινότητα, η οποία πλέον έρχεται αντιμέτωπη και με νέους όρους όπως «παρατεινόμενη» νόσος COVID-19 (Long COVID-19).
Όπως έχει δηλώσει η παθολόγος-επιμελήτρια Β’ ΕΣΥ και υπεύθυνη του τμήματος COVID στο νοσοκομείο «Αλεξάνδρα» Ελένη Κορομπόκη, ο όρος «παρατεινόμενη» νόσος COVID-19 αναφέρεται στην επιμονή των συμπτωμάτων ή στην εμφάνιση νέων συμπτωμάτων μετά την οξεία λοίμωξη από τον ιό SARS-CoV-2.
«Τα παρατεινόμενα συμπτώματα, έχουν μεγάλη ποικιλομορφία, μπορεί να εμφανίζονται ακόμα και μετά από ήπια νόσηση, (και όχι μόνο μετά από νοσηλεία σε ΜΕΘ) και φαίνεται ότι αφορούν όλα τα συστήματα του οργανισμού. Για το λόγο αυτό η κλινική προσέγγιση των ασθενών που νόσησαν από COVID-19 απαιτεί μια ολιστική αντιμετώπιση».
Και ο ιδανικότερος τρόπος για αυτή την ολιστική αντιμετώπιση όπως επισημαίνει η κ. Κορομπόκη είναι η δημιουργία post-covid ιατρείων, όπως αυτά που σταδιακά δομούνται και έχουν ξεκινήσει να λειτουργούν σε όλα τα οργανωμένα συστήματα υγείας, προσφέροντας μια ολοκληρωμένη φροντίδα σε όσους προσβλήθηκαν από τη νόσο COVID-19. «Με ζητούμενο όχι μόνο την ανακούφιση από την «παρατεταμένη νόσο, αλλά την αποκατάσταση της ψυχοσωματικής υγείας και της ευζωίας».
Η υπεύθυνη του τμήματος Covid του «Αλεξάνδρα» τονίζει ότι ο ασθενείς με εμμένοντα συμπτώματα χρειάζονται τακτική παρακολούθηση από μια διεπιστημονική ομάδα επαγγελματιών υγείας. Ο εργαστηριακός έλεγχος και η θεραπευτική προσέγγιση θα πρέπει να είναι εξατομικευμένα, ανάλογα με τη συμπτωματολογία και τα κλινικά ευρήματα στον κάθε ασθενή.
Ποιες ειδικότητες απαιτούνται για την αποκατάσταση
«Πχ. σύμφωνα με τη Βρετανική Εταιρεία νοσημάτων θώρακος (British Thoracic Society) οι ασθενείς με σοβαρά συμπτώματα από το αναπνευστικό, χρειάζονται επανέλεγχο με ακτινογραφία ή αξονική θώρακος μετά από 12 εβδομάδες, ενώ όσοι παρουσιάζουν εμμένοντα συμπτώματα, θα πρέπει να παραπέμπονται σε πνευμονολόγο και ειδικά κέντρα αναπνευστικής αποκατάστασης». Δεδομένης της πολυσυστηματικής φύσης του νοσήματος, λέει η κ Κορομπόκη, διαφορετικές ιατρικές ειδικότητες (λοιμωξιολόγοι, παθολόγοι, πνευμονολόγοι, καρδιολόγοι, ψυχίατροι, νευρολόγοι, φυσίατροι, ρευματολόγοι, αιματολόγοι, ενδοκρινολόγοι, ΩΡΛ, δερματολόγοι και άλλοι) αλλά και λοιποί επαγγελματίες υγείας με κομβικό ρόλο στην αποκατάσταση (ψυχολόγοι, φυσικοθεραπευτές, νευροψυχολόγοι, εργοθεραπευτές, λογοθεραπευτές, διατολόγοι κλπ.) θα πρέπει να αλληλεπιδράσουν με διεπιστημονικό τρόπο για αυτή την ολιστική αντιμετώπιση.
Έως και 80% υποφέρει από εμμένοντα συμπτώματα
Σύμφωνα με την παθολόγο, περίπου 10% των ασθενών με θετικό τεστ έναντι του ιού SARS-CoV -2 συνεχίζουν να νιώθουν ότι δεν έχουν αναρρώσει πλήρως ακόμα και 3 εβδομάδες ή και για μήνες μετά από την οξεία νόσο, όπως έδειξε μια πληθυσμιακή μελέτη στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην οποία οι ασθενείς κλήθηκαν να καταγράφουν τα παρατεινόμενα συμπτώματά τους σε μια εφαρμογή στο κινητό τους τηλέφωνο. «Μια πρόσφατη μελέτη από τις Ηνωμένες Πολιτείες έδειξε ότι το 35% των ασθενών αναφέρει επιμονή των συμπτωμάτων πέραν των τριών εβδομάδων. Σε μελέτες που έγιναν σε νοσηλευόμενους ασθενείς το ποσοστό επίμονων συμπτωμάτων μετά την έξοδο από το νοσοκομείο φαίνεται να είναι μεγαλύτερο και κυμαίνεται μεταξύ 50%-80%».
Το μετατραυματικό στρες επιβραδύνει την ανάρρωση
Γιατί όμως άραγε καθυστερεί η ανάρρωση σε κάποιους ασθενείς, ενώ άλλοι επανέρχονται πιο γρήγορα; Η κ. Κορομπόκη απαντά ότι ανάμεσα στα πιθανά αίτια της καθυστέρησης στην ανάρρωση έχουν αναφερθεί η παρατεταμένη ιαιμία (παρουσία του ιού στο αίμα) λόγω αδυναμίας του οργανισμού να παράξει αντισώματα, η υποτροπή της νόσου ή επαναλοίμωξη, η φλεγμονώδης απάντηση ή ανοσολογική αντίδραση του οργανισμού, καθώς και ψυχολογικοί παράγοντες όπως το μετατραυματικό στρες. Μακροπρόθεσμες επιπλοκές από το αναπνευστικό, το μυοσκελετικό και νευροψυχιατρικά συμπτώματα έχουν περιγραφεί μετά και από νόσηση και από άλλους κορονοιούς (SARS και MERS) και πιθανώς να υπάρχει αναλογία ως προς τους υποκείμενους μηχανισμούς.
Με χρόνια κόπωση ο ένας στους δύο αποθεραπευθέντες
Τα συχνότερα εμμένοντα συμπτώματα μετά από λοίμωξη COVID-19 μπορεί να προέρχονται από διαφορετικά συστήματα του οργανισμού. «Η χρόνια κόπωση αποτελεί το συχνότερο αναφερόμενο σύμπτωμα σε ποσοστό περίπου 50% επηρεάζοντας σημαντικά την ποιότητα ζωής και την ψυχική υγεία των ατόμων που προσβλήθηκαν από τον ιό SARS-CoV-2. Συχνά αναφέρεται διαταραχή μετατραυματικού στρες και κατάθλιψη, αγχώδεις διαταραχές καθώς και διαταραχές ύπνου σε ποσοστό περίπου 30%. Από το αναπνευστικό σύστημα η δύσπνοια και ο βήχας αναφέρονται σε ποσοστό περίπου 40%, ενώ διαταραχές στις απεικονιστικές εξετάσεις (στοιχεία ίνωσης στον πνεύμονα) μπορεί να ανευρίσκονται ακόμα και τρεις μήνες μετά την οξεία φάση της νόσου. Περίπου 20% των ασθενών αναφέρει συμπτώματα από το καρδιαγγειακό σύστημα όπως θωρακικό άλγος, αίσθημα παλμών, ταχυκαρδία, ορθοστατική υπόταση, ενώ σε ένα μικρό ποσοστό μπορεί όψιμα να εμφανιστούν πιο σοβαρές επιπλοκές όπως μυοκαρδίτιδα και θρομβώσεις. Συχνές είναι οι διαταραχές μνήμης και συγκέντρωσης περίπου στο 30% των ασθενών, ενώ αναφέρονται κεφαλαλγίες και ιλίγγος. Η ανοσμία και η αγευσία, συχνά συμπτώματα στην οξεία φάση της νόσου, μπορεί να επιμένουν σε ένα 10% για παρατεταμένο διάστημα πέραν των τριών εβδομάδων.
Πιθανή πυροδότηση ή έξαρση αυτοάνοσων
«Επίμονες μυαλγίες και αρθραλγίες απαντώνται σε ένα 30% των περιπτώσεων. Αλωπεκία, διαταραχές των ονύχων, εμφάνιση εξανθημάτων, οστεοπόρωση, εμφάνιση ή δυσκολία ρύθμισης σακχαρώδους διαβήτη και έλλειψη βιταμίνης D που μπορεί μακροπρόσθεμα να οδηγήσει σε οστεοπόρωση, αναφέρονται επίσης στις πιο σπάνιες μακροπρόθεσμες επιπλοκές. Από τον εργαστηριακό έλεγχο πέραν των ευρημάτων στον απεικονιστικό έλεγχο του αναπνευστικού συστήματος, μπορεί να παρατηρηθεί εμμένουσα αύξηση των δεικτών φλεγμονής, αυξημένη πιθανότητα θρομβώσεων καθώς και πιθανή πυροδότηση ή έξαρση αυτοάνοσων νοσημάτων».