Η Ακροδεξιά έχει εδραιωθεί σε όλη την Ευρώπη. Μοιάζει περισσότερο με χρόνια πάθηση παρά με θανάσιμη απειλή
Του Γκίντεον Ράκμαν
Υπάρχουν πολιτικές στιγμές που μένουν στη μνήμη. Θυμάμαι καθαρά να παρακολουθώ μια ομιλία του Ζαν Μαρί Λεπέν πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2002 στη Γαλλία. Δίπλα μου στέκονταν μέλη του ιταλικού ακροδεξιού κόμματος Forza Nueva. Έμοιαζε με μια πρωτοφανή και επικίνδυνη στιγμή για την ευρωπαϊκή δημοκρατία.
Σχεδόν 20 χρόνια μετά, η Ακροδεξιά είναι ένα περισσότερο οικείο μέρος του ευρωπαϊκού πολιτικού τοπίου. Στη Γαλλία, η Μαρίν Λεπέν, κόρη του Ζαν Μαρί, ηγείται του Εθνικού Συναγερμού (RN). To RN δεν κατόρθωσε την προηγούμενη εβδομάδα να κερδίσει κάποια Περιφέρεια στις τοπικές εκλογές. Όμως το κόμμα είναι αρκετά ισχυρότερο απ’ ό,τι πριν από 20 χρόνια. Η Μαρίν θα είναι η υποψήφια στις προεδρικές εκλογές του επόμενου χρόνου και έχει πιθανότητες να κερδίσει.
Οι περισσότερες χώρες της Ε.Ε. διαθέτουν σήμερα κάποιο σημαντικό κόμμα της Ακροδεξιάς. Ο όρος “Ακροδεξιά” παραμένει αμφιλεγόμενος. Ορισμένοι προτιμούν την ετικέτα του δεξιού λαϊκισμού. Όμως τα κόμματα που συγκροτούν τις ομάδες της Ακροδεξιάς στο ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχουν αρκετά κοινά σημεία.
Σημεία όπως η έντονη εχθρότητα προς τη μετανάστευση, ιδίως των μουσουλμάνων, την αντισυστημική ρητορική, τις θεωρίες συνωμοσίας, τον πολιτισμικό συντηρητισμό, τον υπερεθνικισμό και την αντιπάθεια προς την Ε.Ε. Συχνά υπάρχει και μια διφορούμενη στάση απέναντι στον φασισμό της δεκαετίας του 1930 – είτε του Βισύ στη Γαλλία, του Μουσολίνι στην Ιταλία, του Φράνκο στην Ισπανία είτε των ναζί σε Γερμανία και Αυστρία.
Η σκιά του 1930 σκέπαζε την ευρωπαϊκή Ακροδεξιά. Εξηγεί την κατακραυγή, όταν το αυστριακό Κόμμα της Ελευθερίας συμμετείχε σε κυβέρνηση συνασπισμού το 2000 και όταν ο πατέρας Λεπέν έφτασε στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών το 2002. Τότε, η επιλογή έμοιαζε σαφής. Ο ακροδεξιός εθνικισμός θα έπρεπε να συντριβεί ή αλλιώς η δημοκρατία θα κινδύνευε.
Σχεδόν 20 χρόνια μετά, η κατάσταση είναι περισσότερο συγκεχυμένη. Η Ακροδεξιά έχει εδραιωθεί σε όλη την Ευρώπη. Μοιάζει όμως περισσότερο με χρόνια πάθηση παρά με θανάσιμη απειλή.
Έχουμε μάθει ότι τα ακροδεξιά κόμματα μπορούν να συμμετάσχουν σε κυβερνήσεις χωρίς η δημοκρατία να τερματίζεται, όπως συνέβη το 1933 με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Κόμματα που χαρακτηρίζονταν ως ακροδεξιά συμμετείχαν σε κυβερνητικούς συνασπισμούς στην Αυστρία, την Ιταλία, την Εσθονία και τη Φινλανδία – και έπειτα έχασαν την εξουσία. Αντί να τελειώνει, η δημοκρατία προσαρμόζεται.
Μερικές φορές, τα ακροδεξιά κόμματα κάνουν συμβιβασμούς για ορισμένα ριζοσπαστικά αιτήματά τους και χάνουν τη δημοτικότητά τους – όπως συνέβη με τους Αληθινούς Φινλανδούς. Ή εμπλέκονται σε σκάνδαλα και χάνουν τόσο τη δημοτικότητά τους όσο και την εξουσία – όπως συνέβη με το Κόμμα της Ελευθερίας στην Αυστρία και το Ekre στην Εσθονία.
Η διαδικασία όμως της δημοκρατικής προσαρμογής κινείται προς δύο κατευθύνσεις. Πολλά κόμματα του κυρίως ρεύματος υιοθέτησαν πολιτικές που κάποτε προπαγάνδιζε μόνο η Ακροδεξιά, στην προσπάθειά τους να προσελκύσουν και πάλι τους ψηφοφόρους.
Ο κυβερνητικός συνασπισμός στη Δανία υιοθετεί όλο και πιο σκληρή γραμμή στο θέμα της μετανάστευσης, απειλώντας να επαναπατρίσει πρόσφυγες στη Συρία υπό την ύποπτη δικαιολογία ότι η χώρα είναι πλέον “ασφαλής”. Στη Γαλλία, ένας προβεβλημένος υπουργός της κυβέρνησης του Προέδρου Εμανουέλ Μακρόν έφτασε στο σημείο να κατηγορήσει τη Λεπέν για “υποχωρητικότητα” απέναντι στον ισλαμισμό.
Η επόμενη χώρα όπου ένα κόμμα που κάποτε είχε την ταμπέλα του “ακροδεξιού” ενδέχεται να συμμετάσχει σε κυβέρνηση είναι η Σουηδία, η κυβέρνηση της οποίας μόλις κατέρρευσε. Οι Σουηδοί Δημοκράτες, ένα κόμμα που κάποτε θεωρείτο περιθωριακό εξαιτίας της νεοναζιστικής προέλευσής του, φαίνεται σήμερα κοντά στο να καταλάβει μερίδιο εξουσίας.
Οι φιλελεύθεροι θα βρουν την όλη κατάσταση καταθλιπτική, ακόμα και ανησυχητική. Όμως, με πολλούς τρόπους, αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η δημοκρατία. Το λαϊκό αίσθημα μεταβάλλεται, τα πολιτικά κόμματα προσαρμόζονται.
Ωστόσο, είναι ακόμη πρόωρο για να είναι κανείς αισιόδοξος για την ικανότητα της ευρωπαϊκής δημοκρατίας να απορροφά την ακροδεξιά πολιτική. Δύο σημαντικές δοκιμασίες βρίσκονται μπροστά μας.
Πρώτον, τι θα μπορούσε να συμβεί όταν ένα ακροδεξιό κόμμα κυβερνήσει μόνο του και όχι ως μέρος κάποιου συνασπισμού; Δεύτερον, τι θα μπορούσε να συμβεί αν μία από τις μεγάλες δυνάμεις της Ε.Ε. στραφεί προς την Ακροδεξιά; Είναι κάτι που θα μπορούσε να συμβεί στην Ιταλία, εάν η επόμενη κυβέρνηση στηρίζεται σε δύο ακροδεξιά κόμματα – τους Αδελφούς της Ιταλίας και τη Λίγκα. Θα μπορούσε να συμβεί και στη Γαλλία εάν η Λεπέν κερδίσει τις προεδρικές εκλογές.
Οι ενδείξεις από Ουγγαρία και Πολωνία δεν είναι ενθαρρυντικές. Ο Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία ακολούθησε το κλασικό μονοπάτι του αυταρχισμού, αποδυναμώνοντας τα ΜΜΕ και τη Δικαιοσύνη για να εδραιωθεί στην εξουσία. Όταν η Άνγκελα Μέρκελ θα αποχωρήσει από την καγκελαρία, ο Όρμπαν θα γίνει ο μακροβιότερος ηγέτης κράτους – μέλους της Ε.Ε. – γεγονός που ίσως αποκαλύπτει περισσότερα από την επιρροή του απλώς στους ψηφοφόρους.
Η δυσκολία της Ε.Ε. να αντιμετωπίσει τους ακροδεξιούς ηγέτες αντανακλάται στις συγκρούσεις μεταξύ του Όρμπαν και των υπόλοιπων Ευρωπαίων ηγετών. Η Ουγγαρία όμως είναι μια μικρή χώρα και επομένως ο αντίκτυπος είναι περιορισμένος.
Εάν η Λεπέν κερδίσει τις επόμενες προεδρικές εκλογές, το σοκ θα γίνει αισθητό σε όλη την ήπειρο. Είναι πιθανό η Ε.Ε. να διαλυθεί από τον αντίκτυπο. Διαφορετικά, η Ε.Ε. θα μπορούσε να ακολουθήσει το μοντέλο των εθνικών δημοκρατιών και να μετατραπεί σε έναν ασταθή συνασπισμό μεταξύ ακροδεξιών και πολιτικών του κυρίως ρεύματος.
Πηγή: FINANCIAL TIMES